«Βροχή» από θετικές αξιολογήσεις και επενδυτική αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας το 2024!

Τέτοιες ημέρες, στα τέλη του 2023, ένα από τα κυρίαρχα ζητούμενα της ελληνικής οικονομίας για το 2024 δεν ήταν άλλο από την επίτευξη θετικών αξιολογήσεων της από μέρους διεθνών οικονομικών οίκων, που θα είχαν απόληξη το επίζηλο ασφαλές λιμάνι. Αλλιώς, την ανάκτηση της -πολυπόθητης- επενδυτικής βαθμίδας. 

Στόχος που σε αρκετούς φάνταζε ως μακρινό ενδεχόμενο, άλλοι δεν δίσταζαν να το χαρακτηρίζουν ως άπιαστο όνειρο, ενώ δεν έλειπαν και πολλοί που κάθε άλλο παρά ήθελαν η πατρίδα μας να βγει στην επιφάνεια, κρίνοντας με κοντόφθαλμα, όσο και μικροκομματικά κριτήρια.

Κι

όμως, τα αρμόδια επιφορτισμένα κυβερνητικά στελέχη δεν έχασαν στιγμή την αισιοδοξία τους, καθώς είχαν γίνει αποδέκτες εξαιρετικά θετικών μηνυμάτων από την πλευρά της διεθνούς σκηνής των επενδυτικών και εν γένει οικονομικών οίκων.

Σήμερα, έναν χρόνο μετά, τα τότε ζητούμενα, οι έντονες αγωνίες και οι κρυφές προσδοκίες, έχουν τεθεί στο περιθώριο, ως μια γλυκιά ανάμνηση, θέτοντας νέους, ακόμη υψηλότερους και σαφώς πιο φιλόδοξους στόχους για το 2025!

Βέβαια, προκειμένου να γίνει αυτό πράξη, έπρεπε να λάβουν χώρα μια σειρά από σχετικές με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εξελίξεις, καθώς κατ’ αυτό τον τρόπο θεμελιώνεται έτι περαιτέρω η «υγεία» της ελληνικής οικονομίας και η συνολικότερη μετεξέλιξή της και ένταξή της στις κορυφαίες της Ευρώπης. Κόντρα στα δεδομένα που ισχύουν για ένα πλήθος από χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. 

Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να αναφερθεί πως ήδη από το 2023 η ελληνική οικονομία ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα από τους κορυφαίους οίκους αξιολόγησης, καθώς κατά το χρονικό διάστημα 31 Ιουλίου έως και 1η Δεκεμβρίου 2023, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας αναβαθμίστηκε σε επενδυτική βαθμίδα από συνολικά πέντε οίκους αξιολόγησης R&I, Scope, DBRS, S&P και Fitch

Ήτοι, το «βαγόνι», λέγε με και Ελλάδα, είχε «μπει» στις απαραίτητες «ράγες» προκειμένου να συνεχίσει με ακόμη πιο δυναμικό ρυθμό και έντονη ταχύτητα την πορεία του προς την οικονομική καταξίωση και την απόλαυση των πλεονεκτημάτων που απορρέουν εξ’ αυτής, υπό τη μορφή των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού -σε σημείο τέτοιο ώστε η Ελλάδα να δανείζεται με επιτόκια χαμηλότερα της Γαλλίας και της Γερμανίας (!)- της ενίσχυσης των ξένων επενδύσεων και της αναγκαστικής -περίπου- κατεύθυνσης διεθνών κεφαλαίων πελατών των επενδυτικών οίκων προς την χώρα μας.

Διαβάστε περισσότερα στο Business Voice Week

Αποτέλεσμα; Το ελληνικό αξιόχρεο να λάβει φέτος επενδυτική βαθμίδα από τέσσερις μεγάλους οίκους, τις S&P, Fitch, Scope Ratings και DBRS. Μάλιστα, η τελευταία στην αξιολόγηση της, στις 6 Σεπτεμβρίου 2024, προχώρησε και σε αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από σταθερές σε θετικές. Κίνηση, αντίστοιχη, που έγινε και από σχετική αξιολόγηση της Μoody’s.

Αμετάβλητη βαθμίδα αξιολόγησης από την Standard and Poor’s 

Ήταν τα τέλη του περασμένου Απριλίου όταν ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s (S&P) αναβάθμισε σε θετικές (positive) από σταθερές (stable) που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή, τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου, διατηρώντας αμετάβλητη τη βαθμίδα “BBB-”.

Σύμφωνα με το report της S&P, οι ελληνικές αρχές έχουν υιοθετήσει ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενώ ξεχωριστή μνεία έκαναν στον βαθμό ανάπτυξης που επετεύχθη από μέρους της χώρας μας, και ο οποίος υπερέβη τον αντίστοιχο μέσο όρο της ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή, οι αναλυτές του διεθνούς οίκου επεσήμαναν πως ο ιδιαίτερα υψηλός λόγος καθαρού χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας που ήταν αποτελούσε κύριο χαρακτηριστικό του παρελθόντος βαίνει μειούμενος, με τις σχετικές ενδείξεις να κατατείνουν πως θα εξακολουθήσει να υποχωρεί προς ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα.

«Βροντερή» αναβάθμιση από την DBRS

Το πέρας των καλοκαιρινών διακοπών και την -θεωρούμενη και ως- έναρξη της νέας χρονιάς (σχολικής, επιχειρηματικής, οικονομικής) ανέμενε ο Καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS προκειμένου να αναβαθμίσει τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικές από σταθερές, επιβεβαιώνοντας το αξιόχρεο στη βαθμίδα ΒΒΒ (low).

Μάλιστα, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, η αναβάθμιση αντανακλά τις προσδοκίες της DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, τόνισε πως ο τραπεζικός τομέας πιθανόν θα συνεχίσει να έχει καλή κερδοφορία, να περιορίζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και να μειώνει τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις.

Επιπλέον, ο καναδικός οίκος, πρόταξε τα χαρακτηριστικά των υγιών, όσο και αυξανόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων, σε συνδυασμό με την σταθερή ονομαστική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ως στοιχεία που με τη σειρά τους θα διευκολύνουν την περαιτέρω σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 εν συγκρίσει με 161,9% που ήταν το 2023.

Μάλιστα, η DBRS ανέφερε πως η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, η οποία, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναμένεται να αυξήσει το δυνητικό ΑΕΠ και να καταστήσει την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη.

Ψήφο εμπιστοσύνης δι’ αναβαθμίσεως από την Scope Rating

Ανήμερα της εορτής του Αγίου Νικολάου, στις 6 Δεκεμβρίου, φέτος, η Scope Rating επεφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη για την ελληνική οικονομία, αναβαθμίζοντάς την σε “ΒΒΒ”, το οποίο και αποτελεί το δεύτερο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας με σταθερό το outlook, από “BBB-“ με θετικές προοπτικές.

Όπως τονίζεται στην ανάλυση του Γερμανικού οίκου, δύο ήταν οι καταλύτες για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας: Από τη μια πλευρά η αισθητή μείωση του δημόσιου χρέους και από την άλλη, η βελτιωμένη ανθεκτικότητα που επιδεικνύει το τραπεζικό σύστημα. 

Η αναβάθμιση σε “BBB” σηματοδοτεί την προσδοκία της Scope Rating για συνεχιζόμενη μείωση του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Πτώση, η οποία οφείλεται στην ευνοϊκή δυναμική του χρέους, σε συνάρτηση με τα ακόμη πιο ισχυρά από τα αναμενόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και τη σχετιζόμενη περαιτέρω μείωση του κεφαλαίου δημοσιονομικού ελλείμματος. Σε ότι αφορά στην ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, αυτή ενισχύεται από την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τις ιδιωτικοποιήσεις συστημικών τραπεζών, καθώς επίσης και τη σταδιακή απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στους τραπεζικούς ισολογισμούς. 

Την ίδια στιγμή οι αναλυτές του Γερμανικού οίκου θεωρούν πως η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, αλλά και η πιο διαρκής υποστήριξη από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ενισχύουν τη μακροοικονομική βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των τάσεων σε ότι αφορά στην χώρα μας.

Ναι μεν, αλλά από την Fitch

Ήταν Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου και έναν -σχεδόν- μήνα από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, όταν ο οίκος Fitch απέφυγε -ουσιαστικά- να αναβαθμίσει την προοπτική της οικονομίας από «σταθερή» σε «θετική», παρότι αναγνώρισε στην ελληνική οικονομία πως η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή που έχει επιταχυνθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών οφείλεται στην αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση της χώρας μας. 

Μάλιστα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο του εν λόγω οίκου, η Ελλάδα μπορεί να μειώσει το χρέος της κάτω από το 140% του ΑΕΠ έως το 2028, από 164% στα τέλος του 2023, ενώ το 2020 είχε φτάσει στο υψηλότερό του επίπεδο, στο 207%.

Παρόλα αυτά, δεν δίστασε να κάνει λόγο σε μια «μέτρια τροχιά ανάπτυξης», προβλέποντας μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,4% το επόμενο έτος, παρόμοια με εκείνη του 2024 και του 2023. Τονίζει επίσης ότι το Ταμείο Ανάκαμψης έχει βοηθήσει στην αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων, το οποίο καταγράφει πως εξακολουθεί να παραμένει ακόμη σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Την ίδια στιγμή κάνει λόγο και στο ζήτημα του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της πατρίδας μας. 

«Ανθίσταται» η Moody’s 

Η Moody’s εξακολουθεί να παραμένει η μοναδική από τους μεγάλους διεθνείς οίκους που ακόμη επιδεικνύει ένα «σκληρό» πρόσωπο και στάση -κατ’ επέκταση- αρνούμενη επί του παρόντος να παράσχει την επενδυτική βαθμίδα στο αξιόχρεο της χώρας μας, παρότι έχει αναβαθμίσει τις προοπτικές της οικονομίας σε θετικές. 

Θα πρέπει να σημειωθεί πως το 2023, η Moody’s είχε προχωρήσει σε διπλή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, από το “Ba3” σε “Ba1”, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να υπολείπεται μια -μόλις- βαθμίδα από την επενδυτική, θέτοντας σε σταθερές τις προοπτικές, ενώ τον περασμένο Μάρτιο επιβεβαίωσε την αξιολόγηση.

Με άλλα λόγια, έχει ανοίξει την πόρτα προς την πολυπόθητη κατεύθυνση, ωστόσο όχι ακόμη σε τέτοιο σημείο ώστε η χώρα μας να υπερβεί με άνεση το σχετικό εμπόδιο, προχωρώντας στο επόμενο βήμα.

Καταλύτης για την αναβάθμιση των προοπτικών στάθηκε ο τραπεζικός τομέας και συγκεκριμένα, η αυξημένη πιθανότητα διαρκούς ενίσχυσης της υγείας του, μειώνοντας τα ρίσκα για την κυβέρνηση. Οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε πολλούς δείκτες χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως οι δείκτες κεφαλαιοποίησης. 

Διαβάστε περισσότερα στο Business Voice Week

Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης Ba1 της Ελλάδας αντανακλά τη σημαντική βελτίωση που έχει κάνει η χώρα τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής εξυγίανσης σε σχέση με τις συνεχείς προκλήσεις σε τομείς όπως η βελτίωση της δικαστικής αποτελεσματικότητας, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος.

Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί πως η εναπομείνασα σημαντική εκκρεμότητα αναβάθμισης από την Moody’s, θα λάβει «σάρκα και οστά» κατά τη διάρκεια του 2025.

Keywords
Αναζητήσεις
vrochi-apo-thetikes-axiologiseis-kai-ependytiki-anavathmisi-tis-ellinikis-oikonomias-to-2024.htm
Τυχαία Θέματα