Φοιτητικές Ιστορίες: Ξάδερφος

Προηγουμένως στις φοιτητικές ιστορίες: Πως πέρασες το καλοκαίρι;

Μία από τις πιο άβολες καταστάσεις που θα βρεθείς ποτέ σαν φοιτητής είναι όταν περνάει στην πόλη σου κάποιος γνωστός και για κάποιο λόγο στηρίζεται πάνω σου να του μάθεις τα κατατόπια. Ακόμα χειρότερα όταν είναι ο μακρινός σου ξάδερφος, ο Αντρίκος από το χωριό, που η τελευταία ανάμνηση που έχεις από αυτόν είναι όταν ήταν δώδεκα χρονών και σε ρωτούσε μια μέρα ολόκληρη με πόσες κοπέλες έχεις ολοκληρώσει και πώς καταλαβαίνεις ότι έχεις ολοκληρώσει.Απ’ ό,τι φαίνεται, κατάφερε να βγάλει το
λύκειο. Και να περάσει σε καλύτερη σχολή από μένα. Ειλικρινά μισώ την ζωή μου μερικές φορές. ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: ΞΑΔΕΡΦΟΣ «Αντρίκο, από ‘δω ο κολλητός μου, ο Αρτέμ—»«Έλα ρε ξα, τώρα, μη μου πρήζεις τις μπάλες, Ανδρέα σου ‘πα να με φωνάζεις. Δεν είμαι παιδάκι».«Πώς πήγε η εγγραφή σου;» τον ρωτάει ο Αρτ, ενώ πάω να μας φτιάξω καφέδες. Μου είπε να του φτιάξω φρέντο, τον ρώτησα για τι με πέρασε, και συμβιβάστηκε με φραπέ. Χωρίς ζάχαρη, επειδή είναι στη γράμμωση. «Καλά μωρέ, ξέρεις. Γνώρισα κάτι παιδιά, με βοήθησαν να γραφτώ, μία μου την έπεσε, ανταλλάξαμε και νούμερα». Ο Αρτέμης με κοιτάει, και τον παρακαλάω τηλεπαθητικά να με αφήσει να του χαλάσω την ψευδαίσθηση, αλλά δεν με αφήνει. «Τέλεια ήταν ρε. Εντάξει, μου λείπει το μηχανάκι μου, αλλά πού να το ‘φερνα τώρα στην πόλη…»Αφήνω τους καφέδες στο τραπέζι. «Και να φανταστείς ότι την τελευταία φορά που σε είδα, με το ζόρι ήξερες να καβαλάς ποδήλατο».«Έχω αλλάξει ζωή» λέει με σοβαρό ύφος. Αναρωτιέμαι αν ήμουν τόσο παπάρας κι εγώ στα δεκαοχτώ. «Τώρα πια, μόνο γαματοσύνη!» Το κινητό του Ανδρέα χτυπάει. «Έλα ρε τρελέ! Ναι! Από κάτω είσαι; Κομπλέ!» Γυρνάει σε μένα. «Ορφέα, είπα ένα φιλαράκι απ’ την σχολή να περάσει, είναι από κάτω. Πας να τον ανοίξεις;»Πρώτον, πότε πρόλαβε και απέκτησε φιλαράκια απ’ την σχολή και δεύτερον, γιατί κάλεσε ξένο στο σπίτι μου; Σίγουρα δεν ήμουν τόσο παπάρας στα δεκαοχτώ. Το φιλαράκι απ’ την σχολή, που το λένε Παναγιώτη, έβγαλε έναν απροσδιόριστο ήχο μόλις μπήκε μέσα, στο οποίο ο Ανδρέας απάντησε με ένα «Πού είσαι ρε αδερφέ». Αυτοί οι άνθρωποι πέρασαν Οικονομικό. Πώς στο διάολο πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι Οικονομικό;«Μαλάκα Ορφέα, καλό κομμάτι η αποκάτω σου» λέει ο Παναγιώτης. «Την τρως;» Ο Αρτέμης έχει αλλάξει δέκα χρώματα, και υποθέτω ο μόνος λόγος που δεν πάει στην τουαλέτα για να γελάσει με την ησυχία του είναι για μην χάσει καμία ατάκα. «Ούτε που την έχω γνωρίσει» απαντάω.«Κακώς. Πολύ κακώς. Να της πούμε να ‘ρθει για καμιά ταινία». Ωραία, τώρα καλεί κι αυτός ξένους στο σπίτι μου. «Ή, ακόμα καλύτερα, να της πούμε να ‘ρθει απόψε μαζί μας».«Πού θα πάμε;» ρωτάει ο Αρτ. Είναι λάθος να το απολαμβάνει τόσο.«Μας κάλεσαν κάτι φίλοι απ’ την σχολή για ποτά!» απαντάει ο Ανδρέας, λάμποντας ολόκληρος.Οκέι. Ακόμα κι εγώ ξέρω πως δεν αποκαλείς ‘φίλους’ άτομα που ξέρεις κυριολεκτικά μισή μέρα. Ειδικά αν είναι παραταξιακοί.«Πάω να την φωνάξω» λέει ο Παναγιώτης και σηκώνεται να βγει.«Σε παρακαλώ μην ενοχλείς τους γείτονές μου» λέω. Νιώθω κάθε δύναμη να φεύγει από μέσα μου.«Είσαι τρελός ρε, είσαι τρελός!» ουρλιάζει ο Ανδρέας, κι ο Παναγιώτης εξαφανίζεται.Πέντε λεπτά μετά, επιστρέφει απογοητευμένος. «Τι μαλάκω. Μου είπε ότι δεν ήθελε».Δεν πρόκειται να χαραμίσω φαιά ουσία για να σκεφτώ σαρκαστική απάντηση.«Πάμε για ποτάρες!» ουρλιάζει πάλι ο Ανδρέας. Οι ‘φίλοι’ από την σχολή είναι τόσο κλασικές παραταξιακές φάτσες, που θέλω να κλάψω. Φυσικά, οι ποτάρες είναι ολόκληρη συνάντηση πρωτοετών, κι εγώ με τον Αρτέμη απλά ανεβάζουμε τον μέσο όρο ηλικίας. Επίσης το πρόσωπό μου έχει αγκυλωθεί σε μια ξινισμένη έκφραση και τα κομματόσκυλα με πήρανε χαμπάρι. «Εσύ τι έτος είσαι;» με ρωτάει η Δανάη, που φοράει ένα κραγιόν πρακτικά άσπρο. «Τέταρτο» της απαντάω. «Είμαι ξάδερφος του Ανδρέα».«Ααα, καλό παιδί ο Ανδρέας».«Νννναι». Η Δανάη χάνει το ενδιαφέρον της και φεύγει. Λίγο πιο δίπλα, ο Αρτ μιλάει με τον Παναγιώτη, οπότε προσπαθώ να χωθώ στην κουβέντα τους για να παραμείνω σχετικός.«…μπορείς να μου κανονίσεις κατάσταση;» λέει ο Παναγιώτης.«Θα προσπαθήσω, θα προσπαθήσω» του απαντάει ο Αρτ και γυρνάει σε μένα. «Θέλει να του κανονίσω κατάσταση με την Αλέξια».«Ποια στο π@#τσο είναι η Αλέξια».«Δεν έχω ιδέα!» τσιρίζει ο Αρτ και ψοφάει στα γέλια.«Νιώθω ότι όλοι με κοιτάνε περίεργα» λέω. «Άσε που ξέρουν ότι δεν πρόκειται να τους ψηφίσω και δεν με κερνάνε ούτε ένα σφηνάκι!»«Είναι πρώτο έτος, άφησέ τα να χαρούν λίγο! Πήγαινε με τα νερά τους».«Δεν ήμασταν σαν αυτά κι εμείς, ε;»«Φυσικά και όχι».Ένα χέρι με αρπάζει, με ταρακουνάει και όλη η βότκα μου πέφτει στο πάτωμα. «Πού ‘σαι ρε ξα!» φωνάζει ο Ανδρέας μες στο αυτί μου. «Τα παιδιά λένε μετά να πάμε σε στριπτιτζάδικο, θα ‘ρθεις!»«Όχι, βασικά σκεφτόμουν να πάω σπίτι σε λίγο».Ο Ανδρέας γελάει σαν να του είπα το πιο μεγάλο αστείο στον κόσμο.«Τι μαλάκας που είσαι ρε ξα!»«Είναι οι πρώτες σου μέρες εδώ, γιατί θες να τα κάνεις όλα μαζί;»«Γιατί όχι;»Κι εκεί είναι η στιγμή που φρικάρω. Γιατί ο τρόπος σκέψης του είναι απλός και ηλίθιος, ή μήπως επειδή βλέπω μια ενέργεια που έχω χάσει; Που ίσως δεν είχα ποτέ; Δηλαδή, είμαι τέταρτο έτος κι αυτή πρέπει να ‘ναι η τρίτη φορά που βρίσκομαι σε κλαμπ. Αυτές είναι υπερβολικά κακές σκέψεις για να στις προκαλεί το ξαδερφάκι σου από το χωριό. «Το ξέρεις πως σας φέρανε εδώ μόνο για να τους ψηφίσετε, σωστά;» λέω τελικά, γιατί δεν έχω κάτι άλλο να πω.«Ορφέα…» ξεκινάει ο Αρτ. «Όχι! Ξέρεις αυτούς τους ανθρώπους μία μέρα και τώρα θες να πας σε στριπτιτζάδικο μαζί τους; Σκέψου λίγο!» Ένας παραταξιακός μοιάζει να ‘ναι έτοιμος να καλέσει τους μπράβους. Είναι πολύ πιθανό να ξέρει τους μπράβους. Δείχνω τον Αρτ, να τον βάλω κι αυτόν στο επίκεντρο, να είμαι πιο ασφαλής. «Αυτός είναι φίλος μου, που με ξέρει τόσα χρόνια!»«Μου λες δηλαδή πως αυτοί δεν είναι φίλοι μου» λέει ο Ανδρέας, που έχει αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του. «Και ποιος είναι φίλος μου; Εσύ;»«Όχι! Αλλά σίγουρα νοιάζομαι περισσότερο για το καλό σου—» και η γροθιά του έσκασε στο σαγόνι μου. «Αν δεν ξέρεις τι συμβαίνει στην ζωή κάποιου, να μη μιλάς!» λέει ενώ ο Αρτέμης με βοηθάει να σηκωθώ. «Τι σκατά συνέβη μόλις τώρα;» ρωτάω ενώ τρίβω το σαγόνι μου. Καθόμαστε με τον Αρτ στο πεζούλι έξω απ’ το κλαμπ— όπου μας συνόδευσε ένας μπράβος. Και μας είπε να μην ξαναπατήσουμε, πράγμα με το οποίο είμαι πολύ οκέι.«Ήσουν κάπως μαλάκας» μου απαντάει. «Ο Ανδρέας απλά ήθελε να περάσετε καλά, και ήσουν ο μόνος που ήξερε στην πόλη».«Ναι, έχει και τους φίλους του».«Αν καθόσουν πέντε λεπτά να μιλήσεις μαζί του, θα σου είχε πει πώς είχε χάσει όλη του την παρέα από το χωριό, γιατί όλοι τον έκαναν πέρα όταν ξεκίνησε να διαβάζει. Ήθελε να περάσει σε καλή σχολή για να ξεφύγει».«Πότε στο διάολο πρόλαβε και στα είπε όλα αυτά;»«Όσο έφτιαχνες καφέδες. Δεν ήθελε και πολύ. Δεκαοχτώ χρονών είναι, δεν χρειάζεται πάνω από δέκα λεπτά για να σου πει την ιστορία της ζωής του».Χώνω το κεφάλι μου ανάμεσα στα γόνατα και γέρνω πάνω στον Αρτ. «Είμαι απαίσιος».«Όχι… Απλά μερικές φορές είσαι πολύ απορροφημένος με αυτά που έχεις στο κεφάλι σου…»«Θα γίνω ο χειρότερος πατέρας στο σύμπαν!»Ο Αρτ γελάει. «Μπα. Όταν αγαπάς κάποιον, απλά έχεις έναν αυταρχικό τρόπο να το δείχνεις. Εγώ θα είμαι απαίσιος πατέρας. Δεν είδες πως ήμουν με τα πρωτοετά; Τους έκανα όλα τα χατίρια».Million dollar idea.«Μαλάκα θες να υιοθετήσουμε ένα παιδί;» ρωτάω. Ο Αρτέμης γυρνάει και με κοιτάει λες και είμαι ούφο. «Αν φτάσουμε δηλαδή σαράντα και είμαστε μόνοι και σάπιοι, να πάρουμε ένα παιδί και να το μεγαλώσουμε. Θα είναι τόσο πρωτοποριακό, ΚΑΙ θα είμαστε και οι δυο ανύπαντροι πατέρες, δηλαδή, σκέψου απλά τις πιθανότητες για τρίο με ανύπαντρες μητέρες στον παιδικό σταθμό!»«Ορφέα. Περνάς έναν μικρό νευρικό κλονισμό αυτή τη στιγμή, οπότε σε δικαιολογώ που λες ασυναρτησίες, αλλά νομίζω πως πρέπει να πας να κοιμηθείς».

Ted fb.com/theodiakos
twitter.com/orf_eas
Keywords
Τυχαία Θέματα