Ο γνωστός-άγνωστος Νίκος Καββαδίας

Ο Νίκος Καββαδίας είδε για πρώτη φορά το φως τον Γενάρη του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος,

χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες.

Το 1928 έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά λόγω του γεγονότος ότι την ίδια χρονιά αρρώστησε βαριά ο πατέρας του, αναγκάστηκε βγει στο μεροκάματο. Εκείνη την εποχή εργάστηκε για κάποιους μήνες σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία. Την επόμενη χρονιά -αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του- μπάρκαρε σε φορτηγό.

Όλη η ζωή του ένα ταξίδι

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με τις πατρίδες τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μαραμπού» και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ίδιου.

Το 1939 πήρε το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πήγε στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής έμεινε ξέμπαρκος και μαραζωμένος στην Αθήνα. Στην Κατοχή, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Ο Καββαδίας μπάρκαρε ξανά το 1944 και ταξίδεψε αδιάκοπα ως ασυρματιστής πλοίου σ’ όλο τον κόσμο.

Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο «Μαραμπού», ενώ τον Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και η «Βάρδια», το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.

Η μη συνάντηση με τον Σεφέρη

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε ποστάλι (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του 30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.

Ο τελευταίος του απόπλους

Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής του συλλογής, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο»… Τα μικρά πεζά «Λι, Του πολέμου» και «Στο άλογό μου» κυκλοφόρησαν το 1987.

Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο «Σταυρός του Νότου». Μέσω των τραγουδιών της εν λόγω δουλειάς, όπως και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

Η ποίηση του Καββαδία είναι άμεση, ρεαλιστική με ναυτικούς όρους, αλλά γεμάτη εικόνες, συναισθήματα και μια γλυκιά μελαγχολία που αναδύεται από την απεραντοσύνη της θάλασσας.

Ακολουθεί το ποίημα «Κούρο Σίβο» (από τη συλλογή «Πούσι») που μελοποιήθηκε από τον Θ. Μικρούτσικο:

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,

δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια

Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια

και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,

χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια,

μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια

που σου ‘πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,

χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,

κι ο λόγος της μεσ’ το μυαλό σου να σφυρίζει,

«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι»;

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός και ‘χει χαλάσει.

Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη,

απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι

κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.

Μας έσφιξε το Κούρο Σίβο σαν μια ζώνη

και ‘συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,

πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Keywords
Τυχαία Θέματα