EUROBANK: Η οικονομία μπροστά σε «παγίδα μακροχρόνιας στασιμότητας»

Μετά τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι προς την επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, σημειώνει η Eurobank Research στο τελευταίο τεύχος του “7 ημέρες Οικονομία”.

“Όσο καθυστερείται η προώθηση και η εφαρμογή των δομικών αλλαγών οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μια παγίδα «μακροχρόνιας στασιμότητας»”, προειδοποιεί η Eurobank

Research.

Όπως αναφέρει, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης παρέμεινε σε θετικό έδαφος για 3ο συνεχές τρίμηνο (μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία). Πιο συγκεκριμένα, για το 4ο τρίμηνο του 2014 ο ετήσιος ρυθμός ποσοστιαίας μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,55%, μειωμένος κατά 0,42 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (1,97%) και ενισχυμένος κατά 4,65 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (-3,11%). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν εκτιμήσεις. Τα προσωρινά στοιχεία αναμένονται να δημοσιευθούν την 27η Φεβρουαρίου 2015. Επιπρόσθετα την ίδια ημέρα θα γνωρίζουμε και την ταξινόμηση της συνεισφοράς των επί μέρους συνιστωσών του ΑΕΠ στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Η τελευταία παρατήρηση είναι πολύ σημαντική καθώς το μέγεθος της επενδυτικής δαπάνης που θα πραγματοποιηθεί μέσα στα επόμενα χρόνια θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη δυναμική και πρωτίστως τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας.

Σε όρους τριμηνιαίων μεταβολών (εποχικά διορθωμένα στοιχεία), ύστερα από 3 συνεχή τρίμηνα θετικών μεταβολών, δηλαδή 0,74%-2014q1, 0,33%-2014q2 και 0,75%-2014q3, στο 4ο τρίμηνο του 2014 παρατηρήθηκε πτώση της τάξης του -0,17%. Το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα της πολιτικής-οικονομικής αβεβαιότητας η οποία επικράτησε στη χώρα μας στο τελευταίο τρίμηνο του 2014. Το κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας οδηγεί σε αναστολή των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών και των επενδυτικών δαπανών των επιχειρήσεων, και στο χειρότερο σενάριο, όταν η αβεβαιότητα ενσωματωθεί στις προσδοκίες ως μια διαρκής κατάσταση η αναστολή μετατρέπεται σε διακοπή ή παύση. Με τη σειρά της η παύση οδηγεί στη στασιμότητα. Αυτό δεν θα πρέπει να συμβεί στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας. Μετά τη σταθεροποίηση το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι προς την επίτευξη ισχυρών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.

Όσο καθυστερείται η προώθηση και η εφαρμογή των δομικών αλλαγών οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μια παγίδα «μακροχρόνιας στασιμότητας». Η οικονομία του Μεξικού τη δεκαετία του 1980 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου.

Στο Σχήμα 2 παρουσιάζουμε μια σύγκριση ανάμεσα στις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας, του Μεξικού και της Χιλής. Για την Ελλάδα το σημείο 1 του οριζόντιου άξονα είναι το έτος 2007 ενώ για τις άλλες δύο χώρες είναι το έτος 1981. Στον κάθετο άξονα παραθέτουμε σε μορφή δεικτών το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αφού πρώτα εξάγουμε την μακροχρόνια τάση του 2%. Όπως η ελληνική οικονομία από το τέλος του 2007 μέχρι και σήμερα γνώρισε τη δική της μεγάλη οικονομική ύφεση, έτσι και οι χώρες του Μεξικού και της Χιλής είχαν αντίστοιχα επεισόδια στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (το ίδιο ισχύει και για την Αργεντινή και για την Βραζιλία).

Ο λόγος που επιλέξαμε να παραθέσουμε την οικονομική επίδοση αυτών των δύο χωρών της Λατινικής Αμερικής σε σχέση με την αντίστοιχη της Ελλάδας είναι ο εξής: Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η αύξηση των επιτοκίων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και η πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου (βασικό εξαγώγιμο προϊόν του Μεξικού) και του χαλκού (βασικό εξαγώγιμο προϊόν της Χιλής), αποτέλεσαν ισχυρές αρνητικές διαταραχές (shocks) για τις οικονομίες του Μεξικού και της Χιλής. Όπως αναφέρουν οι Gordoba και Kehoe (2009) και οι Bergoeing et al. (2002, 2007), οι εν λόγω αρνητικές διαταραχές αποκάλυψαν τις υπάρχουσες (τότε) δομικές αδυναμίες των χρηματοπιστωτικών συστημάτων των δύο χωρών. Αυτό το χαρακτηριστικό αποτέλεσε τον δίαυλο μέσω του οποίου οι αρχικές διαταραχές πυροδότησαν την δημιουργία συνθηκών πιστωτικής κρίσης με άμεσες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.

Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει (βλέπε Σχήμα 2) ότι τόσο στο Μεξικό όσο και στη Χιλή υπήρξε μια υψηλή πτώση της αθροιστικής οικονομικής τους δραστηριότητας (πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ) κατά την διάρκεια της περιόδου 1981-1983.

Επιπρόσθετα, η πτώση που παρατηρήθηκε στη Χιλή ήταν περισσότερο απότομη σε σχέση με την αντίστοιχη του Μεξικού. Πιο συγκεκριμένα, η οικονομία της Χιλής μέσα σε δύο χρόνια απώλεσε πάνω από το 20% της εγχώριας κατά κεφαλήν παραγωγής (μετά την εξαγωγή της τάσης του 2%) ενώ για την οικονομία του Μεξικού το αντίστοιχο μέγεθος ήταν της τάξης του 12,50%.

Σχήμα 2: Πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, Δείκτες, Τ1 = 100
(μετά την εξαγωγή της μακροχρόνιας τάσης του 2%)

Πηγή: (α) Groningen Growth Development Center Database, (β) Eurobank Research.
Σημείωση: (α) Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει μετρηθεί σε δολάρια κοινής αγοραστικής δύναμης (1990 US$, Geary-Khamis PPPs).

Ωστόσο, το εντυπωσιακό στοιχείο του Σχήματος 2 δεν είναι η περίοδος 1981-1983 αλλά τα επόμενα 10 χρόνια που ακολούθησαν. Το Μεξικό παρέμεινε σε μια μακροχρόνια παγίδα στασιμότητας (χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης) ενώ η οικονομία της Χιλής αναπτύχθηκε με πολύ υψηλούς ρυθμούς και το 1992 επέστρεψε στο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης που θα ακολουθούσε αν από το 1981 μέχρι και το 1992 αναπτυσσόταν με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 2%. Αυτό το φαινόμενο όξυνε την επιστημονική όσφρηση των Bergoeing et al. (2002, 2007) και Gordoba και Kehoe (2009) οι οποίοι και πραγματοποίησαν ακαδημαϊκές μελέτες για την ερμηνεία αυτού του φαινομένου. Το κεντρικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ήταν το εξής: Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε στην περίπτωση της Χιλής (παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970) οδήγησε στην ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών από τις μη παραγωγικές επιχειρήσεις (οι οποίες και κλείσανε) προς τις περισσότερο παραγωγικές (με υψηλό βραχυχρόνιο κόστος, βλέπε Σχήμα 2) ενώ στην οικονομία του Μεξικού δεν ακολουθήθηκε η ίδια λογική (χαμηλό βραχυχρόνιο κόστος, βλέπε Σχήμα 2) και η αποτελεσματικότητα στην κατανομή των πόρων ήταν χαμηλή (χαμηλή παραγωγικότητα). Τα δύο αυτά στοιχεία είχαν ως αποτέλεσμα για την οικονομία του Μεξικού να παραμείνει σε ένα μονοπάτι στασιμότητας ενώ για την οικονομία της Χιλής να εισέλθει σε ένα μονοπάτι ισχυρής ανάκαμψης.

Τι σχέση έχουν τα συγκεκριμένα παραδείγματα με την περίπτωση της Ελλάδας; Σήμερα η ελληνική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Μετά την επιτευχθείσα σταθεροποίηση ή θα οδηγηθούμε σε ένα μονοπάτι χαμηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης ή θα ακολουθήσουμε μια γοργή αναπτυξιακή πορεία (ρυθμοί πολύ μεγαλύτεροι του 2%). Το κλειδί είναι η παραγωγικότητα (productivity). Όσο καθυστερείται η προώθηση και η εφαρμογή των δομικών αλλαγών οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μια παγίδα «μακροχρόνιας στασιμότητας». Η οικονομία του Μεξικού τη δεκαετία του 1980 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου.

Οι προτεραιότητες ΟΟΣΑ

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), με έκθεση που δημοσίευσε την προηγούμενη βδομάδα (Going for Growth 2015), τονίζει πως οι προτεραιότητες στον τομέα των μεταρρυθμίσεων για την Ελλάδα αφορούν την ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας, την περαιτέρω κατάργηση των εμποδίων στον ανταγωνισμό, τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και της δημόσιας διοίκησης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα έτσι ώστε να ενισχυθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της χώρας αφορούν τους ακόλουθους πέντε τομείς:

• Ενίσχυση της λειτουργικότητας των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας. Οι εύστοχες πολιτικές απασχόλησης και η έγκαιρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μειωθεί η μακροχρόνια ανεργία. Πιο συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ προτείνει την άμεση αλλαγή της δομής των Δημόσιων Υπηρεσιών Απασχόλησης και την εφαρμογή ενός πιλοτικού προγράμματος ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για την καθιέρωση ενός πλήρους κλίμακας προγράμματος Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.

• Μείωση των ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα γραφειοκρατικά εμπόδια που εξακολουθούν να πλήττουν τη λειτουργία μιας επιχείρησης και ο ασθενής ανταγωνισμός εμποδίζουν την παραγωγικότητα και τις επενδύσεις. Αυτό που ουσιαστικά προτείνει είναι να απλουστευτούν οι διαδικασίες αδειοδότησης των επιχειρήσεων και να μειωθούν τα διοικητικά εμπόδια για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, ο νόμος για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων (που εφαρμόστηκε ήδη για τους δικηγόρους, τους λογιστές και τους μηχανικούς) πρέπει να υλοποιηθεί, εστιάζοντας στις επιπτώσεις που έχει στον ανταγωνισμό.

• Βελτίωση της ποιότητας και της λειτουργικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Ανεπάρκειες στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση επηρεάζει αρνητικά τη συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας και, κατ’ επέκταση, την παραγωγικότητα. Για το λόγο αυτό ο ΟΟΣΑ προτείνει τα σχολεία να γίνουν πιο αυτόνομα και υπεύθυνα και ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των καθηγητών. Ταυτόχρονα, πρέπει να ολοκληρωθεί το σύστημα αξιολόγησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από ανεξάρτητους εξωτερικούς φορείς, όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί.

• Αύξηση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης έτσι ώστε οι παρεχόμενες δημόσιες υπηρεσίες να είναι υψηλής ποιότητας. Ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει πως πρέπει γρήγορα να αναπτυχθεί ένα σύστημα αξιολόγησης των επιδόσεων των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο θα βασίζεται σε σαφείς ατομικούς στόχους, και παράλληλα να αναπτυχθεί περαιτέρω η ηλεκτρονική διακυβέρνηση.

Αύξηση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος, με κυριότερο στόχο την πάταξη της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι φοροεισπρακτικοί αλλά και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικοί, εντείνοντας και βελτιώνοντας τις διαδικασίες αντιπαραβολής και επαλήθευσης. Επιπρόσθετα, σημαντική είναι και η επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών έτσι ώστε να ενισχυθεί η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.

Keywords
Τυχαία Θέματα