Ακης Παπαντώνης: «Ο μικρόκοσμος δεν μας μονώνει από την Ιστορία»

Με τη νουβέλα «Η τελευταία αρκούδα του δάσους» (Κίχλη), ο Ακης Παπαντώνης κέρδισε πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Νουβέλας – Διηγήματος για το 2024.

Σχεδόν σε όλα τα βιβλία του ο συγγραφέας πραγματεύεται τις πολύτροπες όψεις του ταραγμένου είναι.

Οι χαρακτήρες του πλανάρουν στον μεταιχμιακό ορίζοντα αδήλωτων συνειδησιακών πληγών.

Στην εν λόγω νουβέλα, η σχέση μεταξύ δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη

φέρνει στο φως το οικογενειακό τραύμα.

Παρακολουθούμε ελλειπτικά τη δύσκολη ενηλικίωσή τους. Ο ένας, ο Θοδωρής, ο μικρότερος – φοιτητής ακόμα – προσπαθεί να εξιχνιάσει την ύπαρξή του και ο άλλος, ο Νίκος ή Νικηφόρος, κατατάσσεται εθελοντής στο πόλεμο της Βοσνίας, με τους έλληνες εθνικιστές. Δύο κόσμοι, ένα αίμα, ένας εμφύλιος. Κοφτός μυθιστορηματικός λόγος που φανερώνει μέρος των αντιπαραθέσεων του σήμερα.

Ζείτε ως επί το πλείστον στην Ευρώπη. Τι σας ανησυχεί περισσότερο αυτή την περίοδο σε πολιτικοπολιτισμικό επίπεδο;

Από το 2008 που ζω μόνιμα στο εξωτερικό έχουμε βιώσει (αναφέρω ενδεικτικά) σκληρή οικονομική κρίση, το Brexit, μια πρωτοφανή πανδημία, πολέμους στην άμεση γειτονιά μας, την άνοδο πολιτικών ηγετών που σε άλλες εποχές θα ήταν περίγελος, την κυριαρχία του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στο πώς ζούμε, την ένταση της κλιματικής αλλαγής, κ.τ.λ. Μοιάζει με κατάρα το να ζει κανείς «σε ενδιαφέροντες καιρούς» και θα προτιμούσα να μη μεγαλώνουν τα παιδιά μου σε τέτοιους. Αν λοιπόν με ανησυχεί (με τρομάζει) κάτι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτό είναι το τι θα καταλήξουμε – αν δεν έχουμε ανεπιστρεπτί καταλήξει ήδη – να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας.

Υπάρχει μια διάχυτη παλινόρθωση της έννοιας «πολιτικό βιβλίο». Για εσάς τι σημαίνει αυτός ο όρος;

Δεν είναι λίγο παράδοξο αυτό, όταν γύρω μας κυριαρχεί τόσο προφανώς το «απολιτίκ»; Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρόθεσή μου δεν ήταν να γράψω ένα πολιτικό βιβλίο, με την έννοια πως επ’ ουδενί ήθελα να γίνω διδακτικός ή να διατυπώσω προσωπικές πολιτικές θέσεις. Την ίδια στιγμή όμως, δεν είναι τα πάντα πολιτική; Το πώς και τι διαβάζουμε, το πώς και τι γράφουμε, το πώς συμπεριφερόμαστε στους φίλους, τους συναδέλφους και τους γείτονές μας, το πώς εξηγούμε στα παιδιά μας την απίθανη πραγματικότητα εντός της οποίας ζούμε; Ετσι και η «Τελευταία αρκούδα» δεν θα μπορούσε να γραφτεί εν κενώ· είναι (αναπόφευκτα) ποτισμένη από την πολιτική πραγματικότητα μέσα στην οποία μεγάλωσαν και έζησαν οι πρωταγωνιστές της. Κανενός ο μικρόκοσμος δεν τον μονώνει από τον άνεμο της Ιστορίας.

Πείτε μας πώς γράφτηκε η νουβέλα. Τι σας πυροδότησε και πώς καταλήξατε στη δομή της.

Η αλήθεια είναι πως, επί χρόνια, κρατούσα αρχείο με μαρτυρίες και εξιστορήσεις για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα και τη συμμετοχή ελλήνων εθνικιστών σε αυτή. Παρ’ όλ’ αυτά δεν σκόπευα να γράψω ένα βιβλίο που να διαβάζεται ως ντοκουμέντο ή ως καταγγελία. Εκανα διαρκείς δοκιμές μέχρι να πετύχω την αφηγηματική γωνία και θερμοκρασία της νουβέλας. Εξάλλου προτεραιότητά μου ήταν να μιλήσω για τη σχέση δύο αδελφών, για την απώλεια, για τους δεσμούς αίματος. Η δομή του βιβλίου – 24 κεφάλαια – ραψωδίες και μερικά ιντερμέδια – προέκυψε οργανικά, καθώς το βιβλίο γραφόταν, ώστε να υποστηρίξει την ανάπτυξη της αφήγησης. Και οι (παραλλαγμένες) μαρτυρίες που εισάγουν κάθε κεφάλαιο λειτουργούν ως ηχώ των γεγονότων της Σρεμπρένιτσα που σημάδεψαν τους δύο πρωταγωνιστές.

Μπορείτε να μας αναπτύξετε τα πορτρέτα των δύο αδελφών; Οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις τους.

Ο αφηγητής, ο Θοδωρής, είναι ο μικρότερος δύο αδελφών· είναι φοιτητής Χημείας, κάνει πολλές αλλά ως επί το πλείστον επιφανειακές σχέσεις, βιώνει την απώλεια του πατέρα του (που τους εγκατέλειψε όταν εκείνος ήταν ακόμα μωρό) φωναχτά και στο πρόσωπο του μεγάλου του αδελφού βλέπει την πατρική φιγούρα που αποζητά. Ο μεγάλος αδελφός, ο Νίκος, εντάσσεται στους κόλπους της Ακροδεξιάς ήδη από την εφηβεία του και γίνεται Νικηφόρος, ενστερνίζεται το τραύμα και την απουσία σιωπηλά, ψάχνει διαρκώς το πού ανήκει – τόσο κοινωνικά όσο και ερωτικά, γράφει άτσαλα στιχάκια στα κρυφά ελπίζοντας όμως κάποιος να τα διαβάσει, αγαπά τον μικρό του αδελφό και θέλει να μπορεί να τον προστατεύει. Ετσι, τη σύγκλιση που συνοδεύει τον αδελφικό δεσμό διαρρηγνύει η αναπόδραστη πορεία του Νίκου προς την (αυτο)καταστροφή.

Σε ποιον βαθμό το γονεϊκό τραύμα και το κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζουν την ενηλικίωση του καθένα ξεχωριστά;

Σε εξαιρετικά σημαντικό βαθμό· είναι και τα δύο καθοριστικά. Για να φορέσω μια στιγμή τον μανδύα του μοριακού βιολόγου: η γενετική μας σύσταση (ο μοναδικός συνδυασμός των γονιδίων του καθενός μας) δεν είναι παρά ο καμβάς, ας πούμε, επάνω στον οποίο επιδρά το περιβάλλον μας. Αν κανείς συνυπολογίσει πως ως θηλαστικά έχουμε ανάγκη τη γονεϊκή στοργή για να αναπτυχθούμε σωστά – κάτι που με είχε απασχολήσει άλλωστε και στο πρώτο μου βιβλίο, στη νουβέλα «Καρυότυπος» (Κίχλη 2014) – και πως διαρκώς αναζητούμε κάπου να ανήκουμε ή με κάτι να ταυτιστούμε, τότε η κοινωνική αποδοχή ή απόρριψη, η παρουσία ή η απώλεια ενός δικού μας προσώπου, ακόμα και μία αποστροφή της τύχης, αποτελούν αναπόφευκτα σημεία καμπής κατά την ενηλικίωση.

Συγκρούονται και δύο έννοιες εδώ που μας έχουν απασχολήσει: η προσπάθεια συναίνεσης κι ο φανατισμός. Πώς εξερευνάτε εσείς το δίπολο αυτό;

Οπως είπα πιο πάνω, το βιβλίο δεν είναι πρωτίστως πολιτικό. Δεν επιχειρεί ούτε να εξηγήσει ούτε να δικαιολογήσει πώς ο Νίκος/Νικηφόρος εντάχθηκε στην Ακροδεξιά. Εξίσου δεν επιχειρεί να εξηγήσει ή να δικαιολογήσει το γιατί ο Θοδωρής επιμένει να εθελοτυφλεί για την πολιτική ταυτότητα και δράση του μεγάλου του αδελφού ή γιατί η μητέρα τους σιωπά μπροστά στο προφανές. Η «Τελευταία αρκούδα» εξερευνά τις σχέσεις εντός της οικογένειας με δεδομένα όλα τα παραπάνω. Θα έλεγε κανείς πως επέλεξα να τοποθετήσω τους τρεις αυτούς ανθρώπους εντός μιας τρομερά σκληρής συνθήκης ώστε, στη συνέχεια, να παρατηρήσω πώς θα φερθούν – ίσως επειδή η ανθρώπινη φύση είναι ταυτόχρονα τόσο εύθραυστη όσο είναι και ανθεκτική, ειδικά στα χρόνια της ενηλικίωσης.

Η γραφή σας, δωρική και παράλληλα υπαινικτική σε κάθε βήμα. Πώς βρεθήκατε σ’ αυτό τον δρόμο;

Δίνω μεγάλο βάρος στα όσα δεν λέγονται σε ένα κείμενο – και ως συγγραφέας και ως αναγνώστης. Κατ’ εμέ τα πιο συγκλονιστικά πράγματα είναι όσα υπαινίσσονται οι παύσεις, τα βλέμματα, οι χειρονομίες. Με γνώμονα αυτό ακριβώς επιχείρησα να γράψω (και να ξαναγράψω) τη νουβέλα μου. Βέβαια πρέπει κάθε φορά το δωρικό (ή οποιοδήποτε άλλο) ύφος να υποστηρίζει την αφηγηματική στόχευση· δεν είναι συνταγή που ταιριάζει παντού. Στο προηγούμενο πεζό μου για παράδειγμα, το μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» (Κίχλη 2019), η γραφή ήταν σαφώς πιο μαξιμαλιστική, αλλά η πρόθεση του αφηγηματικού υπαινιγμού και πάλι δεν έλειπε.

Η πρόσφατη βράβευσή σας τι ση μαίνει για εσάς;

Η λογοτεχνία είναι κατά βάση μοναχικό εγχείρημα· δεν γίνεται κι αλλιώς. Θα ήταν όμως ψέμα αν έλεγα πως γράφω χωρίς να επιθυμώ να διαβαστούν τα όσα γράφω. Ετσι λοιπόν, οποιαδήποτε διάκριση, που λειτουργεί ως υπενθύμιση πως κάποιος εκτίμησε το αποτέλεσμα του μοναχικού αυτού εγχειρήματος, είναι αφορμή χαράς, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.

Οι σκιές {LF}μακραίνουν στις πλάκες της αυλής

Μεγάλο Σάββατο. Φτάνω στο χωριό πριν το μεσημέρι. Το στενό μπροστά στο σπίτι –χαλίκι βρεγμένο με το λάστιχο ως την πόρτα μας – αναδίδει μια μυρωδιά που η μνήμη μου μετατρέπει σε εικόνες: ο παππούς να ασβεστώνει τα πεζούλια τις Κυριακές όσο η γειτονιά είναι στην εκκλησία, οι εγγονές της κυρα-Ξάκουστης να παίζουν στη διπλανή αυλή – ο Νίκος να σκαρφαλώνει στη λεμονιά κι εγώ να κοιτάζω, αλλά να μην τολμάω.

Η μάνα με περιμένει με το χέρι αντήλιο.Τη φιλάω σταυρωτά και μπαίνω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Βγαίνω ύστερα έξω, κάθομαι απέναντί της. Εχει, ως συνήθως, αναμμένο τσιγάρο στο στόμα· πού και πού τινάζει τη στάχτη στο τασάκι. Το δυνατό φως τονίζει τις γραμμές γύρω από το σφιγμένο στόμα της. βγάζω από την τσέπη της ζακέτας μου ένα πακέτο τσιγάρα, της ζητάω αναπτήρα.

«Καπνίζεις;  Από πότε;» ρωτάει καθώς ανάβω.

Σηκώνω τους ώμους, φυσάω τον καπνό.

«Κάθε επίσκεψη και μια έκπληξη;» ρωτάει.

«Μπορεί».

Μένουμε εκεί για ώρα. Σιωπηλοί, καπνίζοντας.

Ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει τώρα. Η σκιά της – και η δική μου –, καθώς η μέρα σβήνει, μακραίνει πάνω στις πλάκες της αυλής, που χρόνια περιμένουν κάποιον να τις ασβεστώσει.

Keywords
Τυχαία Θέματα