Ας σοβαρευτούμε

Από τότε που ήμουν παιδί έπαιζα ένα, ας το πούμε, παιχνίδι που ωστόσο με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκε εξαιρετικά ανακουφιστικό. Κάθε φορά που κάτι με προβλημάτιζε, κάτι με στενοχωρούσε, το… εκφωνούσα. Σαν να περιέγραφα δηλαδή αυτό καθαυτό το γεγονός, χωρίς «σάλτσες», σε ένα τρίτο, φανταστικό πρόσωπο. Αυτό με βοηθούσε να το δω όπως πραγματικά ήταν και όχι όπως φανταζόμουν ότι ήταν. Και, κατά κανόνα, διαπίστωνα ότι αυτό που με έκανε να μην αισθάνομαι καλά δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο φανταζόμουν. Τώρα που το σκέφτομαι, έκανα μια άσκηση αποστασιοποίησης χωρίς βέβαια να γνωρίζω, τότε, ούτε καν

τη λέξη.

Προχθές έκανα το ίδιο με την τραγωδία των Τεμπών. Προσποιήθηκα ότι το διηγούμουν σε κάποιον που προσγειώθηκε στην Ελλάδα από το πουθενά και δεν είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Τι έγινε εκείνη τη μαύρη μέρα, τι είπε ο Πρωθυπουργός, πώς παραιτήθηκε ο Καραμανλής, πώς αντέδρασε τότε η Αντιπολίτευση, πώς «έγραψε» το θέμα στα σόσιαλ μίντια, τι προβολή είχε το επόμενο διάστημα, πόσο «έπαιξε» στις εκλογές που έγιναν μετά από τρεις μήνες, πότε άρχισε να γίνεται λόγος για συγκάλυψη, πότε και πώς μπήκε στον δημόσιο λόγο το «μπάζωμα», πώς αντέδρασαν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, πότε ξαναήρθε στην επικαιρότητα, πότε και πώς βγήκε μπροστά η Μαρία Καρυστιανού, πότε άρχισαν οι μεγάλες κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας, πότε άρχισαν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται βίντεο και ηχητικά ντοκουμέντα, πότε έσκασαν οι ρωγμές ανάμεσα στους συγγενείς των θυμάτων, τι είπε ο Αδωνις Γεωργιάδης, τι σχολίασε ο Παύλος Μαρινάκης, τι δεν είδε ο Νίκος Ανδρουλάκης, πότε αποκάλυψε το ηχητικό ντοκουμέντο ο Κοκοτσάκης, ποιος είναι ο Κοκοτσάκης, τι είπε ο Μητσοτάκης στον Σρόιτερ, τι δήλωσε η Γεροβασίλη, πότε βρέθηκαν τα βίντεο που παρουσίασε ο Καπερνάρος, ποιον κάρφωσε η πρόεδρος των συγγενών θυμάτων των Τεμπών, τι της απάντησε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Και επειδή τόσο μεγάλη πρόταση όσο η παραπάνω αμφιβάλλω αν υπάρχει ακόμη και στον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις (και κυρίως επειδή εγώ δεν είμαι ο Τζόις), η φράση με την οποία θα μπορούσα να τελειώσω αυτό το κατεβατό είναι το «Ποιος πήγε κι άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα;» της Αννας Παναγιωτοπούλου από το «Εκτο πάτωμα».

Η διαλεκτική που έχει αναπτυχθεί σχετικά με αυτή την τραγωδία θα έκανε τον Πλάτωνα να τραβάει τα μαλλιά του. Διότι έχει εκπέσει σε μια σύγκρουση απόψεων (που μοιάζουν περισσότερο με ειλημμένες αποφάσεις) και παραπέμπει τσιφ σε καβγά γειτονιάς, της παλιάς γειτονιάς, της σκληροπυρηνικής. Ολοι τα έχουν κάνει όλα λάθος. Και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση και οι με οιονδήποτε τρόπο συμμετέχοντες. Και οι «αποστολείς» και οι «αποδέκτες» της λαϊκής οργής. Οσο για τη μεθοδολογία της σύγκρουσης ανάμεσά τους θυμίζει ερωτικό καβγά. Ολα σε προσωπικό επίπεδο. «Εσύ πρόσεξε», «Οχι, εσύ να προσέξεις», «Τώρα το θυμήθηκες;», «Δεν είναι αυτό που νομίζεις».

Οι ποιητές και οι φουρνάρισσες

Βεβαίως και να συντηρηθεί το θέμα στην επικαιρότητα, βεβαίως και να μην ξεχασθεί. Αλλα όχι με προσωπικές αντεγκλήσεις, ούτε με προσωπικές απειλές, ούτε με ειρωνείες, ούτε με εικασίες, ούτε με διαρροές. Αυτή η σαλαμοποίηση υποτιμά μια τραγωδία με θύματα κυρίως νέα παιδιά. Δεν χωράει εδώ σύγκρουση ιδεολογιών, ούτε ποιου ο πόνος είναι μεγαλύτερος. Μόνο οι χειρισμοί μπορούν να εκθέσουν τη μία ή την άλλη πλευρά. Και λανθασμένους χειρισμούς έκαναν όλοι. Και όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιου είδους συγκρούσεις, το λάθος τού ενός αντανακλά στο λάθος του άλλου. Και ξέρουμε τι γίνεται σε ένα δωμάτιο με αντανακλαστικούς καθρέφτες. Χάνεται η αίσθηση της πραγματικότητας. Και το να χαθεί η αίσθηση της πραγματικότητας σε αυτή την περίπτωση θα ήταν μεγάλο ατόπημα. Και προσβολή στη μνήμη των νεκρών.

Στους «Βατράχους» ο Αριστοφάνης γράφει σε ένα σημείο ότι δεν αρμόζει στους ποιητές να τσακώνονται σαν φουρνάρισσες (δεν υπήρχε τότε πολιτική ορθότητα να τον κατηγορήσει για υποτίμηση του επαγγέλματος της φουρνάρισσας). Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα.

Keywords
Τυχαία Θέματα