Η ιστορία ενός σούπερ ήρωα, του Ωνάση

Ο Νίκος Δήμου, αναφερόμενος στην ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, έχει γράψει: «Οταν ο μέσος Ελληνας κοιτιέται στον καθρέφτη, βλέπει τον Μεγαλέξανδρο, τον Κολοκοτρώνη ή τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη». Και μόνο το όνομα του έλληνα κροίσου πλάι σε αυτά των άλλων δύο, δείχνει ότι στη συλλογική μας συνείδηση έχει καταγραφεί ως κάτι πολύ περισσότερο από ένας πάμπλουτος συμπατριώτης μας. Είναι κι αυτός ένας «πολεμιστής», ένας «κονκισταδόρος» που κατάφερε να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του.

Με βασικό «όπλο» και

κινητήρια δύναμή του, τα χαρακτηριστικά της ράτσας μας. Και τα θετικά και τα αρνητικά. Τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε γιατί ο Ωνάσης ήταν «λεβαντίνος», είχε δηλαδή έναν εγγενή κοσμοπολιτισμό που δεν διέθεταν, εκείνη την εποχή, οι Ελληνες. Ωστόσο, μια χώρα φτωχή αλλά πλούσια σε ήρωες, είχε ανάγκη, κάποια στιγμή, και έναν πλούσιο ήρωα. Από αυτήν την άποψη, αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον είχαμε εφεύρει.

Η ιστορία ενός σούπερ ήρωα, του Ωνάση

Τι σημαίνει ήρωας; Κάποιος που αξίζει να διηγηθείς την ιστορία του. Και του Ωνάση αξίζει. Οχι μόνο για τις πράξεις του, τις ιδέες του, τις επιτυχίες του, τις κομπίνες του, τα ρίσκα του, τους παθιασμένους έρωτές του, την τραυματική σχέση με τα παιδιά του αλλά και για αυτό που, παλιά, λέγαμε ταμπεραμέντο. Δηλαδή τη συμπεριφορά του, τα λόγια του, τον τρόπο που έβαζε τον εαυτό του μέσα στο τοπίο. Ολα αυτά που τον έκαναν κάτι περισσότερο από έναν ήρωα, τον έκαναν μύθο. Εξάλλου, ο ίδιος έλεγε: «Υπήρχαν πολύ πιο πλούσιοι από εμένα αλλά κανείς δεν έζησε τόσο ωραία όσο εγώ». Κάτι που, αν το δεις από την πλευρά της Ανατολής, το λες κιμπαριλίκι. Και αν το αντικρίσεις από δυτικά μπορεί να το πεις και χοντράδα.

Οι πολύ πλούσιοι καλλιεργούσαν, τότε, πολύ προσεκτικά τη δημόσια εικόνα τους. Υιοθετούσαν «βασιλικές πόζες» που δεν επέτρεπαν και πολλά πολλά, υιοθετούσαν, ανεξαρτήτως καταγωγής, ένα «αριστοκρατικό» πρωτόκολλο. Και, τουλάχιστον τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δεν ήθελαν να προκαλούν. Ο Ωνάσης ήταν στον αντίποδα. Ηθελε να κάνει μπούγιο, να φαίνεται, να υπάρχει παντού. Φρόντιζε κάθε τι που έκανε να φωτογραφίζεται. Είτε φορούσε κοστούμι, είτε φορούσε σορτς στο κατάστρωμα της «Χριστίνας», είτε υπέγραφε μεγάλες συμφωνίες, είτε έσπαγε πιάτα στα μπουζούκια ενώ από πίστας τού τραγουδούσαν «Λεβεντόπαιδο Αρίστο, μπες στο μαγαζί και κλείσ’ το». Κατά κάποιον τρόπο, είναι ο «εφευρέτης» του Instagram.

Οταν στα 17 του χρόνια, ένα μόλις χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή όπου είχαν σφαγιασθεί πολλά μέλη της οικογένειάς του, αυτός ο μικρόσωμος Σμυρνιός έμπαινε, με διακόσια δολάρια στην τσέπη, στο πλοίο που θα τον πήγαινε από τον Πειραιά στην Αργεντινή κουβαλούσε στην ψυχή του το απωθημένο της επιτυχίας. Ενα παράπονο που καταστάλαξε σε πείσμα. Αυτό που τον έκανε ύστερα από δέκα μόλις χρόνια να έχει ήδη δέκα φορτηγά πλοία. Αλλά, βέβαια, δεν του έφταναν. Τα ήθελε όλα. Αρνιόταν να δει την πιθανότητα της ήττας. Γι’ αυτό και έλεγε: «Ποτέ μην αρχίζεις μια δουλειά, μια μάχη, μια ερωτική σχέση αν ο φόβος της ήττας επισκιάζει την προοπτική της νίκης».

Η φιλοδοξία του πολλές φορές εκτρεπόταν σε ματαιοδοξία. Δεν έκρυβε ότι αυτό που θεωρούσε σημαντικό ήταν το πώς φαίνεται κάποιος και όχι το πώς είναι. Ο ωνάσειος οδηγός επιτυχίας λέει: «Για να είσαι επιτυχημένος, φρόντισε να φαίνεσαι μαυρισμένος, μείνε σε ένα εντυπωσιακό κτίριο ακόμη κι αν μένεις στο κελάρι, σύχναζε σε καλά εστιατόρια ακόμη κι αν πίνεις ένα μόνο ποτό. Και αν δανειστείς, δανείσου πολλά». Αλλωστε ένας όρος του προγαμιαίου συμβολαίου με την Τζάκι έλεγε πως ό,τι κι αν γινόταν, ακόμη και αν εκείνη ξαναπαντρευόταν, στον τάφο της θα έγραφε «Τζάκι Κένεντι – Ωνάση». Για να υπάρχει πάντα το όνομά του δίπλα στου Κένεντι.

Σήμερα, μια τόσο εκρηκτική προσωπικότητα ίσως και να μην ήταν απολύτως αποδεκτή. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες, η προκλητική αδιαφορία του για τα συναισθήματά τους, η «μπρουταλοσύνη» του μπορεί και να τον έκαναν αντιπαθή. Από την άλλη, αν ζούσε σήμερα, ίσως και να συμπεριφερόταν με άλλο τρόπο. Αλλωστε η γοητεία του ήταν αποτέλεσμα των αντιφάσεών του που, αντί να το διαιρούν, τον πολλαπλασίαζαν. Αυταρχικός αλλά και φιλάνθρωπος, ερωτικός αλλά και επιθετικός, άγριος και συγχρόνως τρυφερός, εγωκεντρικός που, όταν ήθελε, γινόταν απολύτως δοτικός. Και πολύ σκληρός. Οταν όμως οι άνθρωποι που αγαπούσε άρχισαν να χάνονται από τη ζωή, όταν οι επιχειρήσεις του πήραν την κάτω βόλτα, όταν συνειδητοποίησε τη φθαρτότητα και τη ματαιότητα, τότε άρχισε να ανεβαίνει ως ανθρώπινο ον. Για να πεθάνει άρρωστος και απομονωμένος στα 69 του μόλις χρόνια. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης έζησε ως σούπερ ήρωας και πέθανε ως τραγικός θεατρικός χαρακτήρας.

Keywords
Τυχαία Θέματα