Καίτη Γκρέυ: Απλή μέσα στον μύθο της, αλλά πάντα καταιγιστική

Ταξίδι στον χρόνο. Αρχές της δεκαετίας του ’90 στον «Διογένη». Η Καίτη Γκρέυ λίγο πριν κλείσει τα 70 της δεσπόζει στην πίστα έχοντας στο πλευρό της τον μάγο του μπουζουκιού Γιάννη Παλαιολόγου. Ο χρόνος σίγουρα είναι εχθρός για όλους αλλά η φωνή της διατηρεί ακόμα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την έντυσαν με τον μανδύα του μύθου. Χυμώδης, γεμάτη, με αδρά πατήματα αλλά και ευαισθησία και με ποικίλματα που ξαφνιάζουν. Ερμηνεύει διαμάντια του λαϊκού τραγουδιού, επιτυχίες με τις οποίες συνδέθηκε άρρηκτα μαζί τους είτε μιλάμε για πρώτες ερμηνείες είτε για επανεκτελέσεις. Ο,τι

τραγουδάει, έχει το χάρισμα να το κάνει δικό της. Το μπρίο της είναι απαράμιλλο. Η επικοινωνία με τους θαμώνες τελετουργική. Κινείται ανάμεσα στους χορευτές με τη σιγουριά, το κύρος και την τέχνη της ιέρειας. Αναλόγως απευθύνεται και σε όσους βρίσκονται στη σάλα. Τα επιφωνήματά της, στο ενδιάμεσο των τραγουδιών δεν σ’ αφήνουν στιγμή να χαλαρώσεις. Σε κρατάει συνεχώς στην «πρίζα». Στις πιο ακουστικές στιγμές, πρώτα σε χαϊδεύει και μετά σε μαχαιρώνει. Το ίδιο και οι πενιές του μπουζουξή της. Λουλούδια ατέλειωτα ραίνουν συνεχώς και τους δύο.

Το ταξίδι συνεχίζεται. Λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα της νέας χιλιετίας, στο σπίτι της στη Νέα Σμύρνη. Είναι η πρώτη φορά που ουσιαστικά τη συναντώ και συνομιλώ μαζί της. Δεν δείχνει σε τίποτα την ηλικία της. Εκτός από την εμφάνιση, οι κινήσεις, η φωνή της, ο δυναμισμός της παραπέμπουν σε πολύ νεότερη γυναίκα. Με ξεναγεί στον χώρο της. Μου προκαλεί εντύπωση η μεγάλη φωτογραφία της με τον Καζαντζίδη, την εποχή που ένωναν τις φωνές και τις ψυχές τους στο μικρόφωνο και στη ζήση. Μου μιλάει γλυκά για εκείνον αλλά με έκδηλη πίκρα. Ανοίγει το πορτοφόλι της, βγάζει μια ακόμη φωτογραφία τους. Τον κουβαλά συνεχώς μαζί της. Μιλάμε για το τραγούδι. Κάνει σχέδια, νιώθει δυνατή. Μου αφιερώνει το βιβλίο της. Εχει περάσει αρκετή ώρα. Κάνω να χαιρετήσω, αλλά έχει ήδη στρώσει το τραπέζι και μαγειρεύει. «Αν δεν φας, δεν πας πουθενά» μου λέει. Εφυγα μαγεμένος.

Ακολούθησαν μερικές ακόμη επισκέψεις και σμιξίματα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Απλή μες στον μύθο της αλλά πάντα καταιγιστική. Ο Καζαντζίδης πανταχού παρόντας στις κουβέντες μας.

Ξανά στη χρονομηχανή. Στα μισά περίπου της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Με τιμάει με την παρουσία της στην παρουσίαση του μυθιστορήματός μου «Ζεϊμπέκικο βαρύ» στην ΕΣΗΕΑ. Λέει λόγια ακριβά για μένα. Πετάω στα ουράνια.

Αλλαγή σκηνικού, την ίδια περίοδο. Στο πλατό του «Κοίτα τι έκανες», στο πλευρό της Σεμίνας Διγενή. Αριστερά της η Γκρέυ, δεξιά εγώ. Μαζί ακόμη οι βετεράνοι Δούκισσα, Γιάννης Καραμπεσίνης, Αντώνης Ρεπάνης, Μάνος Παπαδάκης όλοι προς τιμήν του Μπάμπη Τσετίνη. Ευλογώ τη μοίρα για τα δώρα της. Οταν η Γκρέυ πιάνει το μικρόφωνο, τα συναισθήματα σε πλημυρίζουν σαν χιονοστιβάδα. Δεν ξέρεις από πού να κρατηθείς.

Κι αυτό γιατί η κυρία ήταν – είναι φτιαγμένη από καλούπι μονάκριβο… Αν δεν ήταν εκείνη το τραγούδι μας θα ήταν διαφορετικό. Αλλιώς θα ερμήνευαν η Γιώτα Λύδια, η Πόλυ Πάνου, η Βίκυ Μοσχολιού, η Χάρις Αλεξίου, η Ελένη Βιτάλη, η Γλυκερία, η Σοφία Παπάζογλου, η Γιώτα Νέγκα, η Μαριάννα Παπαμακαρίου, η Ιουλία Καραπατάκη.

Οταν ξεπρόβαλλε δισκογραφικά στις πρώτες ανάσες της δεκαετίας του ’50 βρισκόταν ένα σκαλοπάτι πριν τα 30 της χρόνια. Η ζωή την είχε κεράσει γενναιόδωρα τα φαρμάκια της αλλά εκείνη συνέχιζε να την αντικρύζει κατάματα και να προχωρά μπροστά. Σάμος, Πειραιάς, Τουρκία, Μέση Ανατολή, ξανά Πειραιάς. Υιοθεσία, ορφάνια, γάμος, χωρισμός, δυο παιδιά. Επιβίωση, μπουλούκια, παλκοσένικο…

Η Αθανασία Γκιζίλη μεταμορφώνεται σε Καίτη Γκρέυ.

Οπως και άλλες συναδέλφισσές της περνάει στο λαϊκό τραγούδι που ανθεί. Ζόρικες καταστάσεις στα μαγαζιά, ειδικά για μια γυναίκα, αλλά η χαρτούρα δεν αφήνει περιθώρια για άλλες σκέψεις. Αλλωστε μιλάμε για μια ισχυρή και γαλβανισμένη προσωπικότητα. Η Γκρέυ ξέρει ότι αρέσει και σαν παρουσία και σαν φωνή.

Μετά την πρώτη της δισκογραφική απόπειρα, «Το δικό σου το μαράζι» του Μητσάκη, η μία επιτυχία θ’ ακολουθήσει την άλλη. «Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις» και «Αναψε το τσιγάρο» του Γεράσιμου Κλουβάτου σε στίχους του Βίρβου και του Τσάντα αντίστοιχα, το θρυλικό «Βουνό» των Λουκά Νταράλα και Βαγγέλη Πρέκα, «Πάρε το δάκρυ μου» του Χιώτη και της Ευτυχίας, «Κάτσε στον καναπέ μου» του Χρυσίνη και του Τσάντα, «Το ‘πες και το ‘κανες» του Μακρυδάκη και του Γκούτη, «Ο σκληρός χωρισμός» του Μπακάλη και του Βίρβου και μια σειρά από δυνατά σουξέ του Βασίλη Τσιτσάνη – σε πρώτη εκτέλεση αλλά και σε επαναπροσεγγίσεις – όπως «Για κοίτα κόσμε ένα παιδί», «Τα ξένα χέρια», «Σε τούτο το παλιόσπιτο»,  «Στρώσε μου να κοιμηθώ» κ.ά.

Εμφανίζεται ανελλιπώς στα λαϊκά μαγαζιά αλλά και στα πανηγύρια. Ο κόσμος λέει: «Πάμε στην Γκρέυ να γλεντήσουμε».

Η Καίτη Γκρέυ εκτός από μεγάλη τραγουδίστρια υπήρξε και εξαιρετικός άνθρωπος. Γι’ αυτό τον λόγο είχε κερδίσει την αγάπη και εκτίμηση του απλού κόσμου αλλά και των συναδέλφων της. Βοήθησε πολλούς φτασμένους μετέπειτα καλλιτέχνες στα πρώτα τους βήματα, όπως τους Στράτο Διονυσίου, Γιώργο Νταλάρα, Τόλη Βοσκόπουλο, Γιάννη Ντουνιά. Οι δε εμφανίσεις στο εξωτερικό άφησαν εποχή. Και εκεί λατρεύτηκε όσο λιγοστοί.

Οπως άλλωστε ταίριαζε σε μια παντοτινή Θεά του λαϊκού μας τραγουδιού.

Ο Κώστας Μπαλαχούτης είναι ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού

Keywords
Τυχαία Θέματα