Νικόλας Τζώρτζης: «Ο Πεντζίκης παντρεύει το υψηλό με το χαμηλό»

Στο πεζογράφημα «Ο πεθαμένος και η ανάσταση» – που γράφτηκε το 1938 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1944 – ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης περιγράφει έναν συγγραφέα που ετοιμάζεται να γράψει ένα βιβλίο για έναν νέο που αγωνιά, ερωτεύεται, απελπίζεται, αυτοκτονεί και τελικά ανασταίνεται. Ερωτας, αναζήτηση και θρησκευτικότητα είναι τα υλικά που αναπόφευκτα ενυπάρχουν στο έργο και οφείλει κανείς να διαφυλάξει σε μια μεταφορά. Οπως αυτή που παρουσιάζει 14 – 23 του μήνα η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην ομότιτλη όπερα, ανάθεση στον συνθέτη Νικόλα Τζώρτζη. Διαφυλάσσοντας τη λογική του εσωτερικού

μονολόγου, η παράσταση μεταφέρει  έναν λαβύρινθο συνειρμών, όπου ο θεατής καλείται να χαράξει τον δικό του δρόμο. «Σαν σημείο αναφοράς για μένα λειτούργησε η ταινία “Birdman” του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου, με τον τρόπο που δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως είναι γυρισμένη όλη χωρίς μοντάζ, σαν ένα συνεχές πλάνο από μια κάμερα που ίπταται», σημειώνει ο συνθέτης. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Αναστασία Κουμίδου στην πρώτη της αναμέτρηση με σύγχρονο οπερατικό έργο. Η μουσική διεύθυνση είναι του Κορνήλιου Σελαμσή, το σκηνικό, τα κοστούμια και τον σχεδιασμό του βίντεο υπογράφει ο Γιάννης Κατρανίτσας, ενώ τον σχεδιασμό φωτισμών ο Νίκος Σωτηρόπουλος. Τους ρόλους του έργου ερμηνεύουν οι Νίκη Λαδά (υψίφωνος), Νικόλαος Κύρτσος (βαρύτονος) και Αναστάσης Ροϊλός (ηθοποιός). Το εξαμελές μουσικό σύνολο αποτελούν οι εξειδικευμένοι στη σύγχρονη μουσική σολίστ Βενσάν Νταούντ (σαξόφωνο), Αλεξαντρά Γκρεφέν-Κλεν (βιολί, βιόλα), Φρεντερίκ Μπαλντασσάρε (βιολοντσέλο, βιόλα ντα γκάμπα), Θοδωρής Βαζάκας (κρουστά), Στέφανος Θωμόπουλος (πιάνο) και Αγγελίνα Τκάτσεβα (τσίμπαλουμ). Ο συνθέτης Νικόλας Τζώρτζης, που υπογράφει και το λιμπρέτο, μίλησε στα «Πρόσωπα».

Τι γνωρίζατε εκ των προτέρων για το λογοτεχνικό σύμπαν του Ν.Γ. Πεντζίκη; Πώς το ανακαλύψατε / ερευνήσατε για τις ανάγκες της παράστασης;

Το βιβλίο «ο πεθαµένος και η ανάσταση» µου το έκανε δώρο ένας φίλος µου το 1998-99, και πριν από αυτό δεν γνώριζα τίποτα για τον Πεντζίκη. Δεν διάβασα Πεντζίκη για τις ανάγκες της παράστασης, το βιβλίο το ίδιο µε έκανε να θέλω να κάνω µια όπερα βασισµένη σε αυτό, χρόνια πριν, και έτσι το πρότεινα στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Οταν επισηµοποιήθηκε η ανάθεση, τότε άρχισα να το µελετάω κάθε µέρα, προσπαθώντας να «εξορύξω» την όπερα που ένιωθα ότι έκρυβε µέσα του. Εκεί έπρεπε να αφαιρέσω ό,τι δεν µπορούσα να χρησιµοποιήσω, να βρω το δραµατουργικό νήµα το οποίο θα αποτελούσε τον οδηγό µου, τις ξεχωριστές σκηνές, και στη συνέχεια τη µουσική η οποία θα υποστήριζε καλύτερα το δράµα, την αφήγηση, το συγκινησιακό περιεχόµενο του έργου. Το επόµενο βήµα ήταν η δηµιουργία του λιµπρέτου για κάθε σκηνή ξεχωριστά, όπου έπρεπε να µετατραπεί η πρόζα του συγγραφέα σε ποίηση, ώστε να µπορεί να τραγουδηθεί. Αλλη µια δουλειά αφαίρεσης ουσιαστικά, όπου έπρεπε να βρω τις πιο σηµαντικές λέξεις και να χτίσω τη µουσική και το τραγούδι γύρω από αυτές.

Τι κρατάτε ως αίσθηση και αποτύπωµα από αυτό το σύµπαν;

Ο Πεντζίκης γεφυρώνει με πολύ ωραίο τρόπο το παλιό και το νέο, και, παρότι ήταν μόλις 30 ετών όταν συνέγραψε το συγκεκριμένο βιβλίο, βγάζει μια σοφία, σαν να είχε καταλάβει πολύ βαθιά το νόημα της ζωής, της τέχνης, της δημιουργίας. Αυτό το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το πώς ο ίδιος ξεγυμνώνει επίτηδες την ίδια του τη γραφή, μαρτυρά τις πηγές, τις επιρροές και τις αναφορές του, και παρ’ όλ’ αυτά, καταφέρνει να κρατά το μυστήριο ανέπαφο. Λατρεύω τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να είναι ταυτόχρονα «μέσα» και «έξω» από το ίδιο του το βιβλίο, μεταφέροντας την αίσθηση αυτή και στην ανάγνωση. Η ροή του λόγου του είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, το πώς παντρεύει το λόγιο με το λαϊκό, το εγκεφαλικό με το βιωματικό, το υψηλό με το «χαμηλό», χωρίς πρόβλημα κανένα, ακριβώς γιατί γνωρίζει πώς όλα είναι μέρος ενός όλου και πως όλα έχουν τη σημασία τους. Η συνειδητότητα με την οποία κάνει ό,τι κάνει και η ωριμότητα που πηγάζει από αυτήν μου δημιουργούσαν την αίσθηση πως είχα απέναντι μου κάτι πραγματικά σπουδαίο, ενώ παράλληλα ένιωθα και μια σιγουριά, σαν να μου έδινε όλα τα κλειδιά για να το κατανοήσω, με τρόπο γενναιόδωρο.

Ποιες ήταν οι προκλήσεις και το «στοίχηµα» για εσάς στη σύνθεση µουσικής;

Αρχικά θα μιλήσουμε για την πρακτική πρόκληση, να παραδοθεί δηλαδή το έργο στην ώρα του, να έχουν όλοι και όλες οι μουσικοί ευανάγνωστο υλικό και τον χρόνο να το μελετήσουν, χωρίς εγώ να αρρωστήσω από το άγχος. Πέραν τούτου, η μεγαλύτερη πρόκληση είχε να κάνει με το χτίσιμο της δραματουργίας του έργου, την εξέλιξη του δράματος στον χρόνο και τη διασφάλιση μιας ροής και μιας ενότητας, παρά το γεγονός πως κάθε σκηνή έχει ουσιαστικά εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, λειτουργία, ζητούμενα ή και ηχητικά υλικά. Το δύσκολο για μένα πλέον δεν είναι η σύνθεση της μουσικής αυτής καθαυτής, αλλά να βρω με σιγουριά ότι αυτή η μουσική είναι η κατάλληλη για να υποστηρίξει το εκάστοτε κείμενο, αναδεικνύοντας το περιεχόμενο που με ενδιαφέρει. Απαξ και βρω αυτό μέσα από το κείμενο, τη μουσική κατάσταση δηλαδή που έχει ανάγκη το κείμενο για να υποστηριχθεί καλύτερα, τότε έχω τα κατάλληλα τεχνικά εργαλεία για να το φέρω εις πέρας χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, είναι απλά θέμα χρόνου και συγκέντρωσης. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι ερμήνευσα σωστά το κείμενο. Αν εκεί έσφαλα, τότε θα υπάρξει πρόβλημα, το οποίο αργά ή γρήγορα θα παρουσιαστεί και θα χρειαστεί να το λύσω.

Keywords
Τυχαία Θέματα