Τέμπη και πραγματογνώμονες

Η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί εδώ και σχεδόν δύο χρόνια την πορεία των ερευνών για το δυστύχημα στα Τέμπη. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται, ευλόγως, οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων σε ό,τι αφορά τα αίτια και τις συνθήκες του δυστυχήματος.

Η κομβική λειτουργία των πραγματογνωμόνων στην υπόθεση των Τεμπών δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι δικαστές καλούνται συχνά να αντιμετωπίσουν ζητήματα τα οποία δεν κατανοούν. Οι ως άνω σκέψεις αποκτούν ειδικό βάρος αν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι ζούμε σε έναν τεχνολογικά και επιστημονικά γοργά εξελισσόμενο κόσμο. Κατ’

αποτέλεσμα η λήψη αποφάσεων χωρίς τεχνικές γνώσεις λίγο απέχει από το να ομοιάζει με τυχερό παίγνιο. Ο σύγχρονος νομοθέτης κατανοεί αυτή την αναγκαιότητα και εισάγει μ.α. στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τον θεσμό της πραγματογνωμοσύνης ώστε να επιτρέψει στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης να απορροφήσει τους κραδασμούς της κοινωνικής πολυπλοκότητας και να επιτελέσει απρόσκοπτα τις λειτουργίες του. Στο άρ. 183 ΚΠΔ ορίζεται ότι «αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης […] οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη».

Κι ενώ οι ως άνω κεντρικές διατάξεις φαίνεται να δημιουργούν ένα σαφές κανονιστικό πλαίσιο, δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη πλήρως η διάκριση αρμοδιοτήτων μεταξύ πραγματογνώμονα και ποινικού δικαστή, και ειδικότερα: Ποιος εξουσιοδοτείται από την ελληνική έννομη τάξη να εξαγάγει συμπεράσματα και να λάβει αποφάσεις; Μπορούμε εδώ να πούμε με συντομία ότι ο δικαστής είναι εκείνος που ελέγχει τη ροή αυτών των δεδομένων, τα οποία πάντως οφείλει να αξιολογήσει και όχι να χρησιμοποιήσει παθητικά. Αξίζει να αναφέρουμε όλα τα παραπάνω καθώς πληροφορούμαστε από τα ΜΜΕ ότι τα πορίσματά τους έχουν τη μορφή κατηγορικών συμπερασμάτων, π.χ. «(δεν) υπήρξε έκρηξη», «αιτία θανάτου για 27 θύματα (δεν) ήταν η φωτιά» κ.τ.λ. Πού βρίσκεται όμως το πρόβλημα;

Τα ως άνω πορίσματα αντιστρέφουν την επιβαλλόμενη δομή μιας έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και υπεισέρχονται σε ζητήματα αποκλειστικής αρμοδιότητας του δικαστή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας επιστημονικής πρότασης είναι η έκφραση πιθανοτήτων για όλα τα ενδεχόμενα. Σύμφωνα και με το εγχειρίδιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανακριτικών Εργαστηρίων για τη σύνταξη πραγματογνωμοσύνης, τα όποια ευρήματα θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση ένα ζεύγος προτάσεων. Χωρίς το ως άνω ζεύγος προτάσεων, η αποδεικτική αξία των ευρημάτων «δεν μπορεί να εκτιμηθεί». Ειδικότερα, η έκθεση πραγματογνωμοσύνης θα πρέπει να διατυπώνει την πιθανότητα εμφάνισης των ευρημάτων με δεδομένο κάθε φορά μία από τις αντιτιθέμενες υποθέσεις, και όχι το αντίθετο.  Η εκάστοτε τεχνική έκθεση θα πρέπει π.χ. να εκφράσει το πόσο πιθανά είναι τα ευρήματα (αυτό που ξέρουμε, π.χ. η έκρηξη) με βάση την υπόθεση εργασίας Α (ύπαρξη ξυλολίου) και πόσο πιθανά είναι τα ίδια ευρήματα με βάση την υπόθεση εργασίας Β (μη ύπαρξη ξυλολίου). Το αν υπήρξε ξυλόλιο ή όχι, το αν ο θάνατος για κάποια θύματα επήλθε συνεπεία της φωτιάς ή της πρόσκρουσης, ανήκουν στην αποκλειστική σφαίρα εξουσίας του δικαστή. Οχι μόνο ως προς την απόφαση αλλά και ως προς την εκφορά άποψης. Αυτό δεν αποτελεί απλά ζήτημα δικονομικής τάξης και μεθοδολογίας της επιστήμης. Πρωτίστως αποτελεί ζήτημα Δημοκρατίας.

Ο Κυριάκος Ν. Κώτσογλου είναι αναπληρωτής καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, Northumbria University / δικηγόρος Αθηνών

Keywords
Τυχαία Θέματα