Το λυρικό έπος του τρόμου

Σκεφτόμουν ξανά πρόσφατα, με αφορμή τα ποικίλα, ανερμήνευτα και απρόσμενα που συσσωρεύονται διεθνώς, πως ίσως πέφτει στις πλάτες της λογοτεχνίας το καθήκον της κατασκευής του περιγράμματος ενός μέλλοντος που δεν θα μοιάζει με απλή γραμμική συνέχεια του παρόντος. Ενός πλαισίου όπου τα υποκείμενα της δράσης να κινούνται πειστικά μέσα στον χαοτικό κόσμο μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας του ρίσκου και της αβεβαιότητας, υπερβαίνοντας με αυτόν τον τρόπο την αμηχανία κοινωνικών επιστημόνων και πολιτικών αναλυτών που χρησιμοποιούν κατά κόρον μια γλώσσα αποκλίνουσα από τα πράγματα.

Ενα καλό παράδειγμα

του σχετικού ρόλου που καλείται να παίξει η σύγχρονη λογοτεχνία είναι το κλασικό πλέον βιβλίο του Κόρμακ ΜακΚάρθι (1933-2023) Ο δρόμος, που πρωτοεκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ. Επανεκδίδεται σήμερα σε μετάφραση έγκυρη και ζώσα, όπως θα περίμενε κανείς από τον Γιώργο Κυριαζή. Το βιβλίο αντλεί από ποικίλα έργα επιστημονικής φαντασίας, αν και δεν είναι επιστημονική φαντασία. Εχει περιγραφεί ως μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ και διαθέτει πράγματι τα απαιτούμενα στοιχεία για αυτό το είδος γραφής. Διαθέτει όμως ως επιπλέον δομικά του στοιχεία την υπαρξιακή αγωνία, όπως και τη σπαρακτική συναισθηματική σχέση μεταξύ των δύο ηρώων του, που γίνεται τόσο πιο σπαρακτική όσο πιο απογυμνωμένο από χρώματα εμφανίζεται το τοπίο, αλλά και η ίδια η γλώσσα του συγγραφέα.

Ο δρόμος, που κέρδισε μεταξύ άλλων το Βραβείο Πούλιτζερ, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Αυστραλό Τζον Χίλκοουτ με πρωταγωνιστές τον Βίγκο Μόρτενσεν και τον μικρό τότε Κόνι Σμιτ-Μακφί. Το τέλος του κόσμου έχει έρθει προ πολλού, ως συνέπεια ενός συνδυασμού χημικής ρύπανσης, κλιματικής αλλαγής και πυρηνικού χειμώνα. Τα πάντα έχουν γίνει στάχτη εδώ και χρόνια, ζώα, φυτά, ψάρια, ακόμη κι έντομα έχουν εκλείψει, ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από γκρίζες νεφώσεις, οι άνεμοι και η βροχή φέρνουν ένα κράμα στάχτης και ραδιενεργού σκόνης κάνοντας ακόμη και την εισπνοή οξυγόνου προβληματική. Ενας πατέρας με τον γιο του αναζητούν τον δρόμο προς τη θάλασσα σέρνοντας ένα καρότσι σουπερμάρκετ με τα λιγοστά τους εφόδια εν μέσω απανθρακωμένων τοπίων και εχθρικών ατόμων ή ορδών που στο βιβλίο αποδίδονται ως οι Κακοί.

Ο μικρός γεννήθηκε στις απαρχές της «Αποκάλυψης» και η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει ως συνέπεια του γεγονότος. Επομένως, μετά βίας έχει βιώσει την ανθρώπινη κοινωνία όπως ήταν παλιά. Ακόμη και οι ιστορίες που του αφηγείται ο πατέρας του και έχουν ως σκοπό «να κρατήσουν τη φλόγα ζωντανή» είναι αμφίβολο αν αντιστοιχούν σε πράγματα και ιδέες όπως η γλώσσα τα αποδίδει.

Ο πρωτογονισμός βασιλεύει στο πλαίσιο των λιγοστών και διάσπαρτων ανθρώπινων κοινοτήτων, η επιβίωση είναι ο μόνος υπαρκτός στόχος, ο κανιβαλισμός δεν αποτελεί πια ταμπού, αντίθετα μάλιστα είναι συχνά η μόνη λύση καθώς η διατροφή είναι απολύτως προβληματική και συνήθως γίνεται μέσα από καταληστευμένες πλέον πηγές τροφίμων (σουπερμάρκετ, αποθήκες, ερειπωμένα σπίτια, ένα πυρηνικό καταφύγιο, κάποιο πλοίο που έχει εξοκείλει στην ακτή).

Το τοπίο και ο έμβιος κόσμος προβάλλουν κατασπαραγμένα στη διάρκεια αυτού του σκοτεινού οδοιπορικού. Χρώματα πουθενά, παρά μόνο ελαφρές παραλλαγές του γκρίζου και ταλαντώσεις του σκότους. Ο πατέρας και ο γιος του, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, οφείλουν να ελπίζουν όχι στη μετά θάνατον ζωή αλλά στη συνάντηση με ομοειδείς ανθρώπους, που δεν έχουν ενδώσει στον κανιβαλισμό και σέβονται την αξιοπρέπεια και την υψηλή έννοια της δοκιμαζόμενης ψυχής. Είναι οι Καλοί που πιθανολογείται πως υπάρχουν και που πράγματι θα εμφανιστούν εν δυνάμει στο τέλος αυτού του οδοιπορικού. Στο μεταξύ, επειδή ο Θεός έχει εκλείψει και η βιόσφαιρα επίσης, είναι το ένστικτο που τους παρακινεί να συνεχίσουν, σε πείσμα της απόλυτης απόγνωσης.

Συναντούν έναν γέρο και με προτροπή του μικρού τού δίνουν μέρος της τροφής τους, αλλά ο άνθρωπος δεν θυμάται καν τι σημαίνει ευσπλαχνία και δεν ευχαριστεί το παιδί. «Εγώ δεν θα του ‘δινα την τροφή μου» λέει. Τους προσπερνά μια συμμορία ετερόκλητων ανθρώπων που τραγουδούν παιάνες και σέρνουν σκλάβους αλυσοδεμένους. Ενας Κακός κάποια στιγμή τους απειλεί και αρπάζει το παιδί, οπότε ο πατέρας θα αναγκαστεί να τον πυροβολήσει και τα μυαλά του χύνονται πάνω στον μικρό. Τώρα τους απομένει μία μόνο σφαίρα και ο άνδρας διδάσκει το παιδί πώς θα χρησιμοποιήσει σωστά το όπλο αν τον απειλήσουν ανθρωποφάγοι. Κάποια άλλη στιγμή τους προσπερνά μια παρέα με μια εγκυμονούσα γυναίκα, που θα τους ξαναβρούν λίγο παρακάτω να ψήνουν ένα μωρό για κατανάλωση. Η φρίκη γίνεται απόλυτη και θα κορυφωθεί όταν, σε μια ερημωμένη έπαυλη όπου καταφεύγουν, ανακαλύπτουν μια καταπακτή όπου εξαθλιωμένα και έντρομα ανθρώπινα ράκη συντηρούνται προς τμηματική κατανάλωση, με άλλα λόγια τους αποκόπτονται μέλη ενώ ακόμη είναι εν ζωή, μέχρι να μη μείνει ούτε κόκαλο. Την ίδια νύχτα ακούνε ουρλιαχτά από το παρακείμενο καμένο δάσος όπου έχουν καταφύγει καθώς άλλο ένα θύμα τεμαχίζεται ζωντανό.

Η εικονολογία του ΜακΚάρθι υπερβαίνει σε σκληρότητα οτιδήποτε ακραία ευφάνταστο έχουμε πλέον ως διαθέσιμο οπτικό υλικό στο Διαδίκτυο ή την οθόνη. Ωστόσο υπάρχουν και τα φωτεινά διαλείμματα που αποδίδουν τη φροντίδα και την αγωνία του ενός προς τον άλλον και την εύρεση προσωρινών καταφυγίων, κυρίως όμως τροφής και ενέργειας, ώστε να περάσουν χορτασμένοι και καθαροί μερικές ζεστές και σχετικά ασφαλείς νύχτες. Θα φτάσουν με τα πολλά στα παράκτια έλη και στη θάλασσα του Νότου (νεκρή κι αυτή, χωρίς ίχνος θαλάσσιας ζωής), όπου θα βρουν μάλιστα ένα ναυαγισμένο σκάφος με διάφορα εφόδια που με πολύ κόπο ο πατέρας θα μεταφέρει στην ακτή.  Ωστόσο, σε όλη τη διαδρομή, ο άνδρας είναι καχύποπτος με τις ευνοϊκές συγκυρίες που ανακαλούν ένα καλύτερο παρελθόν της ανθρωπότητας, γιατί απλούστατα μέλλον δεν υφίσταται. Και θέλει να είναι και οι δυο τους έτοιμοι για το χειρότερο. Ακόμη και οι νοσταλγικές αναμνήσεις από την πρότερη ζωή απωθούνται μήπως τους αφαιρέσουν δύναμη και την απαιτούμενη σκληρότητα. Οπως αυτή που θα δείξει απέναντι σε έναν εξαθλιωμένο άνθρωπο που τους έχει κλέψει το καρότσι ή αργότερα εκτελώντας με ένα πιστόλι φωτοβολίδων κάποιον άλλο που τον έχει χτυπήσει με το… τόξο του.

Το αρχαϊκό παρελθόν είναι παρόν σε μια πορεία της Ιστορίας προς τα πίσω.

Η δύναμη πάντως του βιβλίου είναι οι σκηνές αφοσίωσης πατέρα – γιου που δίνονται με λίγες λέξεις σε αυστηρά δομημένους διαλόγους. Ενα άλλο στοιχείο που προσδίδει ζωντάνια μέσα στην πληκτικά σκοτεινή αυτή πορεία προς το τέλος είναι η τεχνολογική ευρηματικότητα του συγγραφέα, ο οποίος διά του ήρωά του δείχνει με λεπτομέρειες πόσα μπορεί να μηχανευτεί ο ανθρώπινος νους για να επιβιώσει. Πεταμένες κονσέρβες, σκουριασμένες λαμαρίνες, χαρτόκουτα, λιμνάζουσα βενζίνη, φιτίλια, μουσαμάδες, ψαλίδια, φιάλες, βίδες συνταιριάζονται, ακονίζονται και τροποποιούνται ώστε να χρησιμέψουν σε κάτι. Αυτές οι τελετουργίες, σωστά δοσμένες με μια ιερατική επαναληπτικότητα, δίνουν περιέργως σάρκα στην αφήγηση, τονίζοντας τις υλικές εξαρτήσεις αλλά και την εφευρετικότητα του ανθρώπινου είδους. Στον αντίποδα βρίσκονται ορισμένες κάπως πομπώδεις παράγραφοι βιβλικού τύπου, που άλλοτε συνιστούν τον ορισμό της καλής ποίησης και άλλοτε δυσνόητες απογειώσεις φιλοσοφικού τύπου.

Η ανατροπή της ανθρώπινης συνθήκης και η ακραία ευρηματική βία, που αποτελούν εμμονικά (ίσως και ηδονικά) τον κινητήριο μοχλό και των περισσότερων βιβλίων του αμερικανού συγγραφέα, έχει φέρει εδώ τα αποτελέσματά της. Ενα απογυμνωμένο από ζωή τοπίο και μια πορεία προς τον Νότο σε αναζήτηση της σωτηρίας στη θάλασσα είναι ίσως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της αφήγησης. Από μια άλλη άποψη, και για να παραδοξολογήσω λίγο, έχουμε εδώ το απόλυτο οικολογικό βιβλίο ακριβώς επειδή οικολογία χωρίς βιόσφαιρα δεν νοείται. Ωστόσο, προς το τέλος διαφαίνεται η πιθανότητα να αναφανεί κάποιο είδος πέστροφας που επιβίωσε κάπου στα βουνά. Κάτι σαν αχνή ελπίδα αναδύεται κάθε τόσο μέσα από τις σχέσεις πατέρα – γιου, κυρίως όμως μέσω της οικογένειας που ίσως αποτελέσει τη σανίδα σωτηρίας για τον μικρό.

Ο δρόμος αναπαριστά την επίκαιρη άποψη του ΜακΚάρθι πάνω στην εσωτερική αναζήτηση της επιβίωσης, τη μόνη ίσως ευκαιρία του ανθρώπου να βρει τα αίτια που τον οδηγούν στο τέλος, με το Κακό να έχει ήδη θριαμβεύσει – όπως ακριβώς με την περίπτωση του κεντρικού χαρακτήρα από το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, επίσης μεταφερμένου στο σινεμά. Το ζουμί της ιστορίας βρίσκεται πάντως στη μετρημένη, κοφτή, συμπαγή, θανάσιμα ανατριχιαστική πρόζα του συγγραφέα. Η μεταφυσική αγωνία και ο συναισθηματικός λυρισμός αποδίδονται τελικά, όπως έχει γραφεί, «σαν μουσείο μακάβριων απολιθωμάτων της αποτεφρωμένης φύσης και του καθημαγμένου πολιτισμού».

Μια καταληκτήρια σκέψη: Καλούμαστε ίσως στις μέρες μας να κατανοήσουμε και αποδώσουμε όχι τη δυσνόητη ή και ασύλληπτη πραγματικότητα, αλλά την απώλεια. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η φύση, εγκιβωτισμένη, καθημαγμένη ή ποδηγετημένη, πολλώ μάλλον εξαφανισμένη όπως σε αυτό το οδοιπορικό, συνιστά τον καθρέφτη όπου μπορούμε να δούμε το ανεστραμμένο μας είδωλο – την αναδιατύπωση των ιδρυτικών μύθων της ανθρώπινης κοινωνίας. Παραμένει, με άλλα λόγια, ο εν δυνάμει κεντρικός ήρωας της αφήγησης της ανθρώπινης περιπέτειας.

Keywords
τελος του κοσμου, εκδόσεις καστανιώτη, μετάφραση, λύση, σημαίνει, υφίσταται, γιου, νους, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, εκλογες 2010 αποτελεσματα , παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Καλή Χρονιά, ξανα, κοινωνια, αποτελεσματα, τι σημαινει, μετάφραση, γυναικα, διατροφη, ζωα, θαλασσα, θριλερ, ιχνος, μητερα, μωρο, πλαισιο, σινεμα, σφαιρα, φλογα, φυτα, χρωματα, ψαρια, αγωνια, αμηχανια, ανθρωπος, αναμνησεις, αξιοπρεπεια, απωλεια, αφηγηση, αφορμη, βενζινη, βιδες, βιβλιο, βουνα, βρισκεται, βροχη, γινει, γινεται, γιου, γλωσσα, δασος, δυναμη, δειχνει, δρομος, διαδικτυο, ευκαιρια, εκδόσεις καστανιώτη, ελπιδα, εννοια, εργα, ενστικτο, εντομα, ζωη, ιδεες, ιδια, ειδος, ηλιος, υφίσταται, θεος, εκδοσεις, λεπτομερειες, λύση, λογια, λογοτεχνια, μικρο, νυχτα, παντα, ο ηλιος, οθονη, παιδι, πεισμα, πλοιο, πρωταγωνιστες, συνεχεια, σκηνες, σμιτ, σπιτια, τοξο, εισπνοη, υψηλη, φαντασια, φυση, φιαλες, ηρωας, κακος, καχυποπτος, λεξεις, μεινει, μοιαζει, μυαλα, νους, πηγες, σημαίνει, υλικο, χαοτικο
Τυχαία Θέματα