Το τέλος του παλιού μας κόσμου;

Νταπ, νταπ, νταπ… Είναι το ηχητικό «χαλί» στην τελευταία σκηνή στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ που, ακόμη και όταν δεν ακούγεται, υπονοείται. Νταπ, νταπ, νταπ… Οι τσεκουριές που κόβουν τις βυσσινιές, που αποψιλώνουν το κτήμα της Λιούμποφ, το οποίο πλέον δεν της ανήκει αφού προτίμησε να σώσει τις ψευδαισθήσεις της και όχι την περιουσία της. Ή, μάλλον, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Νταπ, νταπ, νταπ… Ωστόσο, το τσεκούρι είναι σαν να κόβει τα θεμέλια του παλιού κόσμου. Αυτό δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει η Λιούμποφ και η αλλοπρόσαλλη οικογένειά της. Οτι ζουν τη συναρπαστική στιγμή που η μία εποχή

δίνει τη σκυτάλη στην άλλη. Ο μόνος που το καταλαβαίνει είναι ο Λοπάχιν, ένας άξεστος έμπορος, γιος κολίγου. Ενας άνθρωπος που δεν άγεται και φέρεται από το συναίσθημα ή, μάλλον, επειδή στη δραματουργία δεν υπάρχει χαρακτήρας που δεν «συνωμοτεί» με το συναίσθημά του, το μεταβολίζει σε πράξη.

Σαν σήμερα, το 1904, έκανε πρεμιέρα ο «Βυσσινόκηπος» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι. Λίγους μήνες αργότερα, ο Τσέχοφ πέθανε από φυματίωση. Και αυτό, το τελευταίο έργο του, ήταν ένα ακόμη από αυτά που ο μεγάλος δραματουργός έγραψε ως κωμωδία και ανέβηκαν ως δράμα. «Σπάραξα στο κλάμα», του είπε ο Στανισλάφσκι όταν το διάβασε κι εκείνος θύμωσε όπως είχε θυμώσει όταν, στην πρώτη ανάγνωση των «Τριών αδελφών», ο θίασος άρχισε να δακρύζει ενώ εκείνος περίμενε να γελάσουν.

Ετσι είναι οι αλλαγές, οι μεταβάσεις (άλλωστε και στις «Τρεις αδελφές» για μια ακυρωμένη μετάβαση μιλάει ο «θείος Αντον»). Μπορούν να προκαλέσουν τη θυμηδία και τη θλίψη συγχρόνως. Γιατί κατά βάθος ο άνθρωπος γνωρίζει, έστω και ασυνείδητα, ως ένα είδος βασικού ενστίκτου που τον βοηθά να επιβιώσει, ότι ο κόσμος δεν αλλάζει. Μετακινείται, αλλάζει χέρια, αλλάζει ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τις συνθήκες. Αλλά οι συνθήκες μένουν εκεί, ακλόνητες, ίδιες και απαράλλαχτες. Οπου και να ανατρέξουμε στις «πίσω μας σελίδες», θα πέσουμε πάνω στα ίδια. Με αλλαγμένη την ημερομηνία λήξης που ανανεώνεται συνεχώς για να φαίνεται το «προϊόν» καινούργιο. Αλλά δεν είναι. Για παράδειγμα, πάντα θα δείχνουμε αυτόν που καταγγέλλει κάτι και όχι αυτόν που το διαπράττει. Απλά, άλλοτε τον δείχνουμε ως θύμα και άλλοτε ως θύτη. Επιβεβαιώνοντας έτσι τον Γκράμσι που έχει πει ότι για να μείνουν όλα ίδια πρέπει να αλλάξουν τα πάντα. (Και για να αποκαταστήσουμε εδώ μια λογοτεχνική παρεξήγηση, η φράση αυτή δεν είναι του Λαμπεντούζα, από τον «Γατόπαρδο», όπως συνήθως αναφέρεται. Τη βάζει ο Βισκόντι στο τέλος της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος).

Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα

δεν είναι όπως παλιά

Δεν αναφέρθηκα στον «Βυσσινόκηπο» μόνο εξαιτίας της επετείου της πρεμιέρας του. Αυτό ήταν η αφορμή διότι έχω την εντύπωση ότι ακούω και πάλι τις τσεκουριές. Νταπ, νταπ, νταπ… Ο κόσμος μας μοιάζει να αλλάζει για άλλη μία φορά μέσα σε αυτά τα 121 χρόνια. Σαν να ξαναντύνεται τις αρχές και τις ιδέες του. Φορώντας τες ανάποδα σε σχέση με τη συνθήκη του Τσέχοφ. Ο ρωσικός λαός τότε αναζητούσε απεγνωσμένα τους θεσμούς που θα τον έσωζαν από τις αυθαιρεσίες της άρχουσας τάξης (οι οποίες αυθαιρεσίες, όπως έδειξε η Ιστορία, αντικαταστάθηκαν από άλλες που ήταν όμως ίδιες, διαφορετικού ωστόσο «κατασκευαστή», για να επαληθευτεί και ο Γκράμσι).

Σήμερα ο Τραμπ και ο Μασκ έχουν βάλει κάτω τους θεσμούς και χοροπηδάνε πάνω τους στους ρυθμούς του «YMCA». Οι άνθρωποι βουτάνε τη γλώσσα τους στο μίσος για να μιλήσουν για αγάπη. Οι σύγχρονοι «δημοκράτες» σε στοχοποιούν αν η γνώμη σου δεν συμφωνεί με τη δική τους. Ο ύψιστος θεσμός της Δικαιοσύνης έχει αντικατασταθεί από μια ασυνάρτητη «κοινή γνώμη» που σέρνεται στα μπουγαδόνερα του Διαδικτύου. Νταπ, νταπ, νταπ… Μόνο που δεν πολυκαταλαβαίνω αν κόβουν τις βυσσινιές ή αν ανοίγουν λάκκους για να φυτέψουν καινούργιες. Ολόιδιες.

Keywords
Τυχαία Θέματα