Ασφαλιστικό 2017: Tίτλοι τέλους

Η κρατική επιχορήγηση των συντάξεων την περίοδο 2000-2014 ανήλθε γύρω στα 200 δισ. ευρώ, δηλαδή αντιπροσώπευε περίπου το 70% του δημόσιου χρέους της χώρας μας. Οι προβλέψεις δε για το άμεσο μέλλον όσον αφορά στις συντάξεις θα αγγίξουν το 25% του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι οι δαπάνες θα είναι διπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Από την άλλη, η έκθεση Σπράου ήταν ξεκάθαρη -από το 1998- για τη δυσκολία βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος,

όπως και οι προτάσεις Γιαννίτση από το 2001, πάνω στις οποίες «τζόγαρε» με θρασύτητα και υψηλό αίσθημα εθνικής ανευθυνότητας όλο το μεταπολιτευτικό θεσμικό σύστημα της αντιπολίτευσης - από τα κόμματα μέχρι τα συνδικάτα, τα επαγγελματικά σωματεία και τους κοινωνικούς φορείς.

Η πολιτική αδυναμία υλοποίησης - εφαρμογής συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών προτάσεων που θα οδηγούσαν σε αναζωογόνηση του ασφαλιστικού συστήματος για να σωθούν οι επόμενες γενιές συνταξιούχων καλλιέργησε κλίμα πολιτικής απόγνωσης και μεμψιμοιρίας με πολιτικά κλαψουρίσματα και δήθεν ανησυχίες για την πατρίδα.
Επειδή όμως ο βαθύτερος στρατηγικός στόχος τον ηγέτιδων πολιτικών τάξεων της χώρας ήταν να μη θιγούν τα συμφέροντα συντεχνιών και να μην αποδομηθεί το πελατειακό κράτος, οι πολιτικοί μας και συγκεκριμένοι υπουργοί - ιστορικές προσωπικότητες συνέχιζαν απρόσκοπτα να δίνουν συντάξεις σε ηλικία 32 χρόνων με 15 χρόνια εργασίας και υπέρογκα εφάπαξ σε προνομιακές ομάδες πληθυσμού.

Ολα αυτά, βεβαίως, σε συνδυασμό και με την άλυτη εξίσωση σήμερα των περίπου 3 εκατομμυρίων απασχολουμένων που θα πρέπει να «τρέφουν» τα 7 εκατομμύρια μη απασχολούμενου πληθυσμού, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε βαθμιαία κατάρρευση το ασφαλιστικό σύστημα.

Πέρα απ' όλα αυτά, τελευταία ήρθε να προστεθεί και η συμπεριφορά των κοινωνικών εταίρων που έσπευσαν να συμφωνήσουν με την κυβέρνηση στην αύξηση των εργοδοτικών εισφορών με το σκεπτικό της επιτυχούς ολοκλήρωσης της αξιολόγησης που θα άνοιγε την πόρτα των ομολόγων στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και χρήματος αλλά και στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι και στην εν γένει ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών στην ελληνική οικονομία. Με αυτό το σκεπτικό η κυβέρνηση θα μπορούσε να διαπραγματευτεί την απομείωση του ελληνικού χρέους και τα hedge funds θα εξασφάλιζαν πιθανή άνοδο των τιμών των μετοχών.

Αν εξελίσσονταν ομαλά όλα αυτά τα σενάρια, θα ήμασταν πραγματικά όλοι ευτυχισμένοι.

Στην πολιτική και στην οικονομία ωστόσο σπάνια υπάρχει γραμμικότητα συμβάντων, καθώς είναι βέβαιο ότι με ετήσιες υποχρεώσεις τοκοχρεολυσίων γύρω στα 10 δισ. ετησίως για τα επόμενα 5 χρόνια και πιθανές αναβολές των αξιολογήσεων, ενώ αντίθετα οι χρόνοι πληρωμής των οφειλών είναι αυστηρά προσδιορισμένοι, θα προκύψει νέο δημοσιονομικό κενό γύρω στα 2 δισ. και είναι πιθανό να έχουμε νέο Μεσοπρόθεσμο 2017-2018, που σημαίνει επιπλέον μέτρα της τάξης των 2-3 δισ. ευρώ.

Ενώ λοιπόν ο κίνδυνος να μας προλάβουν οι εξελίξεις είναι ορατός, θα εισπράξουμε το αποτέλεσμα της αύξησης των εισφορών, καθώς η προτεραιότητα της αξιολόγησης είναι έωλη, γεγονός που θα είναι εν τέλει οδυνηρό, καθώς θα οδηγήσει σε βαθύτερη ύφεση την οικονομία, θα εγκλωβίσει περισσότερο την επιχειρηματικότητα και θα προκαλέσει νέες απώλειες θέσεων εργασίας.

*Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ)

Keywords
Τυχαία Θέματα