Εν όψει εκλογών: Ή δίνεις ή τάζεις και ελπίζεις

Φαίνεται ότι έχουμε μπει για τα καλά στον αστερισμό των κρίσεων. Μετά την πολύ σοβαρή και παγκόσμια κρίση της πανδημίας, η οποία δείχνει σταδιακά να κοπάζει, μπήκαμε στην απότομη ενεργειακή κρίση. Η εκτόξευση των τιμών των καυσίμων και του κόστους μεταφορών, πυροδότησε γενικευμένη αύξηση τιμών και την επανεμφάνιση του πληθωρισμού, τον οποίον κοντεύαμε να ξεχάσουμε.

Έτσι αφήσαμε τον κορωνοϊό και πιάσαμε τη βενζίνη!

Ολοήμερα τηλεοπτικά ρεπορτάζ με φόντο ένα βενζινάδικο να μας τρομοκρατούν για τις τιμές των καυσίμων, οι οποίες απειλούν να μας κάψουν!

Και ο μεν Γαλιλαίος γλίτωσε

την πυρά της Ιεράς Εξέτασης αποδεχόμενος ότι η Γη δεν γυρίζει περί τον Ήλιο. (Έστω και αν αμέσως μετά, πιστός στις πεποιθήσεις του, ψιθύρισε «κι όμως, κινείται»). Εμείς, όμως; πώς θα γλιτώσουμε από την πυρά της ακρίβειας;

Εντάξει, αυτό είναι ευκολάκι.

Παλιό, γνωστό και αλάνθαστο, ιδίως εν όψει εκλογών: Επιδόματα!

Επάνω όμως που ανοίξαμε το πουγκί και αρχίσαμε να δίνουμε οριζοντίως και καθέτως, μας προέκυψε ο αδελφός-σύντροφος Βλαδίμηρος… Νέα κρίση!
Άντε πάλι τα πρωτοσέλιδα με τους πηχυαίους τίτλους και οι τηλεοπτικοί ρεπόρτερς σε φούρνους και χασάπικα. Δεύτερος γύρος αύξησης τιμών, άρα και νέος γύρος επιδομάτων! Ρευστότητα, δόξα τω Θεώ, υπάρχει άφθονη στις αγορές, οπότε δανείζεσαι με το ένα χέρι, δίνεις επιδόματα με το άλλο. Τι πιο απλό;

Θα μου πείτε – και με το δίκιο σας: «Πάλι γκρινιάζεις; Τι να κάνει, δηλαδή, η Κυβέρνηση; Να μη δώσει; Να μη στηρίξει ειδικά τους πλέον οικονομικά αδύνατους;».

Όχι, βέβαια. Φυσικά να δώσει! Το θέμα όμως δεν είναι αν πρέπει, αλλά αν μπορεί. Και πόσο.

Η χαλάρωση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητος μας επιτρέπει να αυξήσουμε τα ελλείμματά μας άνω του 3% του ΑΕΠ και, άρα, να δώσουμε. Όχι μόνον εμείς, αλλά και οι λοιπές μεσογειακές χώρες. Μόνο που εμείς έχουμε ένα πανευρωπαϊκό ρεκόρ, το οποίο τελευταία συμπεριφερόμεθα σαν να έχουμε ξεχάσει, και κανείς δεν μιλάει πια γι’ αυτό.

Έχουμε το αναλογικά μεγαλύτερο Δημόσιο Χρέος στην Ευρώπη, το οποίο δεν είναι μόνον σημερινό αλλά, κυρίως, αυριανό πρόβλημα. Και, μάλιστα, πρόβλημα υπαρξιακό.
Ύστερα από 10 χρόνια μνημονίων και λιτότητας το Δημόσιο Χρέος της χώρας, όχι μόνο δεν έχει μειωθεί, αλλά συνεχίζει διογκούμενο. Όταν μπήκαμε στα μνημόνια το 2010, είχαμε χρέος περίπου 300 δισ. ευρώ. Από τότε και μέχρι σήμερα λάβαμε από τον ΕSM και από το ΔΝΤ γύρω στα 240 δισ. για να αποπληρώσουμε ομόλογα που έληγαν, και συναφείς δανειακές υποχρεώσεις. Άρα, αυτά τα 240 δισ. υποκατέστησαν υπάρχοντα δάνεια και συνεπώς δεν αύξησαν το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.

Επιπλέον, υπέστημεν ένα επαίσχυντο καραγκιοζιλίκι υπό τη μορφή μερικού κουρέματος χρέους ( PSI) το οποίον υπό την ενορχήστρωση του πάντα λαλίστατου αλλά μηδέποτε απολογηθέντος Ευάγγελου Βενιζέλου, κατέστρεψε Έλληνες μικροεπενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία και ελληνικές τράπεζες. Βλέπετε, οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές εγνώριζαν εγκαίρως για το επερχόμενο κούρεμα, και εφρόντισαν να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους.

Παρά το κούρεμα, το ελληνικό δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά στο τέλος του 2021 αυξήθηκε στα 390 δισ. Δηλαδή, 10 χρόνια Μνημονίων και λιτότητος και ένα κούρεμα, αντί να μειώσουν το χρέος, το αύξησαν κατά 90 δισ.!

Προς το παρόν, η απότομη άνοδος του κόστους του ελληνικού δανεισμού έβαλε φρένο στις αλλεπάλληλες εκδόσεις χρέους. Και επειδή ο πληθωρισμός καλπάζει, τα επιτόκια αποκλείεται να επανέλθουν στα χαμηλά επίπεδα που ξέραμε. Άρα, κάθε νέος δανεισμός θα είναι ακριβότερος στο μέλλον.

Βέβαια, η αποπληρωμή του χρέους δεν πιέζει άμεσα την Κυβέρνηση, δεδομένου ότι η μέση διάρκεια του χρέους έχει παραταθεί πολύ, και είναι γύρω στα 20 χρόνια. Με άλλα λόγια, κληροδοτήσαμε το πρόβλημα στις επόμενες γενεές!

Εμείς μέχρι σήμερα μπορούσαμε να δανειζόμαστε, να μοιράζουμε επιδόματα και ενισχύσεις και να φορτώνουμε το χρέος μας στις πλάτες των παιδιών μας. Όμως, κάθε χρόνο πρέπει να καταβάλλουμε τους τόκους οι οποίοι αν και το επιτόκιο είναι χαμηλό (γύρω στο 1,5%) δεδομένου του ύψους του χρέους, οι τόκοι είναι υψηλότατοι και επιβάλλουν μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι πρέπει το συντομότερο δυνατόν να τερματισθεί η πολιτική των παροχών, να επανέλθει η δημοσιονομική πειθαρχεία, και να αυξηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης.

Έλα, όμως, που έρχονται εκλογές και προεκλογικά δεν είμαστε για τσιγκουνιές!

Και η μεν αντιπολίτευση μυρίζεται αίμα και είναι βέβαιον ότι θα ξεσαλώσει. Η δε Κυβέρνηση έχει δύο λύσεις. Η πρώτη είναι να δίνει στα λόγια, αλλά να σφίγγει στην πράξη. Σωστή λύση, αλλά δύσκολη.

Η άλλη, είναι η παλιά, δοκιμασμένη, αθάνατη πρακτική τού «Τσοβόλα, δώστα όλα». Δος ημίν σήμερον και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών.

Αλλά επειδή μόνον ο Παντοδύναμος συγχωρεί και όχι οι Δανειστές, τα οφειλήματά μας θα φορτωθούν στα παιδιά μας. Ελπίζω μέχρι τότε, να μη μας έχει βαρεθεί ο Παντοδύναμος και κάτι να κάνει. Εγώ, πάντως, καλού-κακού, συνιστώ ομαδική νηστεία και προσευχή!

Keywords
Τυχαία Θέματα