Κυβέρνηση ιδεολογικής μειοψηφίας

Η συμφωνία των Πρεσπών προκάλεσε καταιγίδα πολιτικών εξελίξεων, στο ήδη βεβαρυμμένο πολιτικό σκηνικό, ακριβώς διότι για ακόμη μία φορά αναδείχθηκε η προχειρότητα και η ανευθυνότητα κυβερνητικών πολιτικών χειρισμών και έλλειψη αναζήτησης ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων, αυτή τη φορά στο πεδίο των εθνικών θεμάτων

Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, από τότε που ο βασικός εταίρος του κυβερνητικού σχηματισμού απέσπασε ποσοστό 35,46%, στηριζόμενος σε 145 μόνον βουλευτές, οι οποίοι ούτε σε μια

περίπτωση δεν προβληματίστηκαν για όσα ψήφισαν κατά την διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης αυτής, το βασικό μέλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι να αναζητά ευκαιριακές και ετερόκλητες συμμαχίες, σε πρόθυμους πολιτικούς γυρολόγους, που τον βοηθούν να παραμένει αγκιστρωμένος στην εξουσία.

Το Σύνταγμα γενικά αναγνωρίζει την δυνατότητα στην Κυβέρνηση να ασκεί το έργο της ακόμη και εάν έχει σχετική μόνο πλειοψηφία, διά της ανοχής του απαιτούμενου αριθμού βουλευτών. Τέτοιες κυβερνήσεις στην Ευρώπη αποτελούν σύνηθες φαινόμενο χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα δημοκρατίας ή νομιμοποίησης στα πλαίσια της πολιτικής συγκυρίας και των συνθηκών του πολιτεύματος, που υπάρχει σε κάθε χώρα. Όμως η τυπική συνταγματική νομιμότητα των κυβερνήσεων αυτών, αλλά και η ουσιαστική πολιτική νομιμοποίησή τους, δοκιμάζεται καθημερινά.

Οι κυβερνήσεις μειοψηφίας στις χώρες με δημοκρατική κοινοβουλευτική παράδοση και ωριμότητα, εξ αρχής διαθέτουν ένα σαφές προγραμματικό πλαίσιο, εντός του οποίου κινούνται τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση και αυτά που την στηρίζουν χωρίς να συμμετέχουν.

Το αντίστοιχο ελληνικό πολιτικό εγχείρημα, αναδεικνύοντας τον ευκαιριακό του χαρακτήρα, στηρίζεται αποκλειστικά στην επιτυχή, εν τοις πράγμασι, προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος να προσεταιρίζεται διαγραφέντες βουλευτές, ανεξάρτητα από το ιδεολογικό τους στίγμα, δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο για το ελληνικό κοινοβουλευτικό μας σύστημα φαινόμενο προσωπικού τυχοδιωκτισμού και θεσμικής έκπτωσης του κοινοβουλευτισμού.

Η καθημερινή πολιτική ειδησεογραφία με τις διαρκείς «μεταγραφές» βουλευτών, τις απεγνωσμένες προσπάθειες δημιουργίας επίπλαστων κυβερνητικών πλειοψηφιών, τη στελέχωση της κυβέρνησης με τους χθεσινούς επικριτές της και την αγοραία πολιτική αντιπαράθεση είναι προφανές, ότι προκαλούν θυμηδία, ωστόσο, αναδεικνύοντας την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού της χώρας, περισσότερο πρέπει να προβληματίζουν κάθε πολίτη που αξιώνει να συμμετέχει σε μία ευνομούμενη κοινωνία, σε μία αντιπροσωπευτική δημοκρατία, σε μία πολιτεία με σύγχρονη, αξιόπιστη και υπεύθυνη διακυβέρνηση.

Εσχάτως, η φαιδρότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης κατέλαβε και τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία είναι προφανές, ότι δεν προσεγγίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα καίτοι αφορά στην αξιακή λειτουργικότητα του κράτους και την εναρμόνιση των δομών του με τις σύγχρονες αντιλήψεις της κοινωνίας.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω εξελίξεων, η προσφυγή στις κάλπες είναι η μόνη λύση πολιτικής ανάσας για την χώρα, η οποία δεν αντέχει να κυβερνάται από μειοψηφίες κοινοβουλευτικές, δημοσκοπικές και πολιτικές.

Keywords
Τυχαία Θέματα