Ολα του Brexit δύσκολα για τους Βρετανούς

Ο χρόνος περνάει, οι Ευρωπαίοι κάνουν όλο πιο δύσκολα τα πράγματα για τη βρετανική πλευρά και η Βανέσα Μέι αποκλείει δεύτερο δημοψήφισμα

Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

Ενα από τα μεγάλα θέματα του 2018 θα είναι και το Brexit, για το οποίο υποτίθεται ότι πρέπει να υπάρξει συμφωνία μέχρι τον Οκτώβριο, αλλά οι οιωνοί στο ξεκίνημα της χρονιάς δεν είναι καθόλου ευνοϊκοί.

Η βρετανική πλευρά δεν έχει ακόμη συμφωνήσει τι ακριβώς θα επιδιώξει να πετύχει στη συμφωνία με την Ε.Ε. και υπάρχουν αρκετές διαφωνίες στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Η ευρωπαϊκή πλευρά, από την

άλλη, κάνει τα πράγματα όλο και πιο δύσκολα για τους Βρετανούς, αφού, εάν φανεί ότι οι τελευταίοι κέρδισαν από την έξοδο, αυτό θα σημάνει την αρχή του τέλους για την Ε.Ε. Η Κομισιόν, μάλιστα, έστειλε προειδοποιήσεις σε επιχειρήσεις και κλαδικούς εκπροσώπους 15 βιομηχανιών που δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε. με άδειες που έχουν εκδοθεί στη Βρετανία, όπως φαρμακοβιομηχανία, αερομεταφορές, ναυτιλία, ορυχεία κ.α. Σε αναλυτικά σημειώματα, η Κομισιόν προειδοποίησε ότι, εάν παρέλθει η 29η Μαρτίου του 2019 χωρίς συμφωνία, τότε η Βρετανία θα θεωρηθεί τρίτη χώρα και η άδεια λειτουργίας τους δεν θα ισχύει στην Ε.Ε.

Η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση του υπουργού για το Brexit, Ντέιβιντ Ντέιβις, ο οποίος έστειλε οργίλη επιστολή στην πρωθυπουργό του όπου κατηγορούσε την Κομισιόν ότι η γραμμή που τηρεί βλάπτει τα βρετανικά συμφέροντα, καθώς εστιάζει στην προοπτική να μην υπάρξει συμφωνία. Η Κομισιόν απάντησε ότι η ίδια η Τερέζα Μέι είχε πει ότι «καμία συμφωνία δεν είναι καλύτερη από μια κακή συμφωνία» και επομένως είναι υποχρεωμένη να προετοιμαστεί για το «no deal scenario».

Σαν να μην έφτανε αυτό, η Ευρώπη έστειλε και δεύτερη χυλόπιτα στη Βρετανία την περασμένη εβδομάδα, όταν ο κ. Ντέιβις μαζί με τον υπουργό Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ επισκέφθηκαν το Βερολίνο, σε μια προσπάθεια να χτίσουν γέφυρες με τον πολιτικό και οικονομικό κόσμο στη χώρα.

Αλλωστε η Γερμανία εκτιμάται ότι θα υποστεί τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από το Brexit (το κόστος υπολογίζεται σε 5,8% του AEΠ της, αφού το εμπόριο των δύο χωρών είναι πολύ στενά συνδεδεμένο).

Παρ’ όλα αυτά, επί του πρακτέου, η απάντηση στο αίτημα των δύο Βρετανών υπουργών να υπάρξει δική τους συμφωνία για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ήταν ένα ξερό «nein». Το πρόβλημα επί της ουσίας είναι ότι οι Βρετανοί θέλουν να χτίσουν μια ειδική σχέση με την Ευρώπη, η οποία, για παράδειγμα, θα τους επιτρέπει να επωφελούνται εμπορικά από την ενιαία αγορά πουλώντας ελεύθερα τα προϊόντα τους, χωρίς όμως να αποδέχονται την ελεύθερη μετακίνηση ατόμων. Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι πολύ θα ήθελε, για παράδειγμα, να συμφωνούσε μια «ειδική ενιαία αγορά» μόνο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, που αντιπροσωπεύει το 10% του βρετανικού ΑΕΠ, αλλά οι Ευρωπαίοι έχουν ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι κάτι τέτοιο αποκλείεται.

Ολα δείχνουν, όμως, ότι το αντίθετο είναι πολύ πιο πιθανόν να συμβεί και η Βρετανία να αναγκαστεί να αποδεχθεί «το χειρότερο από δύο κόσμους», ήτοι να σέβεται τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για να έχει το δικαίωμα να πουλάει το προϊόντα της στην Ε.Ε., αλλά να μην έχει πλέον λόγο στη διαμόρφωσή τους όταν χάσει την ιδιότητα του μέλους και την ψήφο στα συμβούλια υπουργών. Είναι ενδεικτικό ότι η ευρωπαϊκή πλευρά δίνει στην ουσία δύο επιλογές στους Βρετανούς:

Η πρώτη είναι μια συμφωνία με βάση το νορβηγικό μοντέλο. Η Νορβηγία είναι μέλος της ενιαίας αγοράς, πληρώνει εισφορές στην Ε.Ε., αλλά δεν συμμετέχει στην τελωνειακή ένωση. Αυτό δεν ικανοποιεί τους Βρετανούς γιατί δεν θέλουν την ελεύθερη μετακίνηση ατόμων και έχουν δεσμευτεί πολιτικά με το δημοψήφισμα.

Η άλλη επιλογή είναι μια διμερής εμπορική συμφωνία αντίστοιχη με εκείνη που έχει συνάψει η Ε.Ε. με τον Καναδά. Κάτι τέτοιο όμως θα άφηνε εκτός τον χρηματοπιστωτικό τομέα, που είναι το «ζουμί» για τους Βρετανούς, ενώ έχει και το μειονέκτημα ότι τα βρετανικά προϊόντα θα έχουν πιο περιορισμένη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, καθώς θα υφίστανται τελωνειακούς ελέγχους, ενώ και οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίζουν διαδικασίες αδειοδότησης και άλλα εμπορικά εμπόδια.

Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι θα ήθελε μια ενδιάμεση λύση, αλλά η Ε.Ε. το έχει αποκλείσει, ανάμεσα στα άλλα, διότι εάν κάνει παραχωρήσεις προς τη Βρετανία θα πρέπει να τις επεκτείνει και στον Καναδά, όπως προβλέπει η συμφωνία με τη συγκεκριμένη χώρα.

Οι εναλλακτικές στα δύο αυτά σενάρια δεν είναι πολλές. Εάν δεν επιτευχθεί κάποια συμφωνία, τότε φτάνουμε στο σενάριο «no deal», κάτι που θα έχει κόστος και για τη Βρετανία, αλλά και για την Ε.Ε. Με τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα, όμως, είναι αμφίβολο αν επαρκεί και ο χρόνος για να γίνει μια καλή και ολοκληρωμένη συμφωνία. Οι δύο πλευρές έχουν μεν συμφωνήσει για κάποια πράγματα, όπως το κόστος που θα πληρώσει η Βρετανία (περί τα 45 δισ. ευρώ) και το χρονοδιάγραμμα αποφάσεων και του μεταβατικού σταδίου (μία διετία μετά τον Μάρτιο του 2019), αλλά στην ουσία ο κορμός της συμφωνίας είναι εντελώς στον αέρα, αφού οι Βρετανοί δεν έχουν αποφασίσει ακόμη τι ακριβώς θέλουν και οι Ευρωπαίοι απορρίπτουν οποιαδήποτε ευελιξία.

Θεωρητικά, υπάρχει και το ενδεχόμενο να ανατραπεί το Brexit, όπως επιμένουν να ζητούν οι οπαδοί του Βremain, ανάμεσα στους οποίους και ο Τόνι Μπλερ, αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο. Αφενός υπάρχει το δημοψήφισμα που είναι πολιτικά δεσμευτικό, παρόλο που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τα ποσοστά του Βremain ανεβαίνουν.

Υπάρχει όμως και ο διχασμός της βρετανικής κοινωνίας, καθώς μπορεί στο Λονδίνο, που ανθεί λόγω του ανεπτυγμένου χρηματοπιστωτικού τομέα, να μετράνε το κόστος όσο η μέρα του Brexit πλησιάζει, αλλά στην επαρχία και τις περιοχές που δοκιμάζονται οικονομικά από την αποβιομηχάνιση και την ανεργία οι αιτίες που φούντωσαν την αντευρωπαϊκή ψήφο παραμένουν το ίδιο ζωντανές.

Keywords
Τυχαία Θέματα