Τέλος στα ψιλά γράμματα για τα δάνεια των τραπεζών

Τέλος στα ψιλά γράμματα των καταναλωτικών δανείων που οδηγούν σε ανεξέλεγκτες υπερχρεώσεις βάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με μια νέα οδηγία που φέρνει τα πάνω κάτω στον τρόπο με τον όποιο θα μπορούν πλέον οι τράπεζες να χορηγούν καταναλωτικά ή προσωπικά δάνεια για αγορά αγαθών (αυτοκίνητα, εξοπλισμός, φυσικό αέριο κ.λπ.) και υπηρεσιών (επισκευές, αποπληρωμή άλλων δανείων, ιατρικά κ.λπ.).

Πρόκειται γι’ αυτά τα «εύκολα» δάνεια και τις παραφουσκωμένες

πιστωτικές κάρτες που για μια περίοδο πωλούνταν σωρηδόν, χωρίς καμία πιστοληπτική αξιολόγηση του πελάτη, ο οποίος ξύπναγε μια μέρα υπερχρεωμένος, αφού δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς ούτε για το πού μπορεί να φτάσει το επιτόκιο δανεισμού του, ούτε για το τι ρίσκο αναλάμβανε. Κλασική περίπτωση τα στεγαστικά δάνεια που συνδέονται με το ελβετικό φράγκο. Οπως φάνηκε εκ των υστέρων, οι πελάτες δεν ήταν επαρκώς ενημερωμένοι για το ρίσκο της συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί τώρα να εξυγιάνει κατά κάποιον τρόπο το πλαίσιο γι’ αυτά τα δάνεια που ενοχοποιούνται σε σημαντικό βαθμό τόσο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά όσο και για τα προβληματικά χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Η διαδικασία ξεκινά με την οδηγία για την καταναλωτική πίστη και σύντομα θα ακολουθήσει και πρόταση-οδηγία για την αναθεώρηση του πλαισίου που αφορά τη στεγαστική πίστη.

Συγκριμένα, η πρόταση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τροποποιεί την υφιστάμενη οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής και επιβάλλει αυστηρότερους κανόνες πιστοληπτικής αξιολόγησης, μέτρα ανοχής στις καθυστερήσεις που φτάνουν ως το κούρεμα και επιβολή πλαφόν στα επιτόκια δανεισμού. Οι τράπεζες επί της ουσίας θα υποχρεωθούν να διευκολύνουν τους δανειολήπτες που δυσκολεύονται να πληρώσουν, κάτι που σήμερα επαφίεται στη διακριτική τους ευχέρεια. Παράλληλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε θα κληθούν να θέσουν ανώτατα όρια στα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων.

Μόλις η εν λόγω οδηγία γίνει νόμος του κράτους οι τράπεζες θα υποχρεώνονται να ξεκαθαρίζουν με… «αναλυτικά σεμινάρια» και όλους τους διακριτούς και δυσδιάκριτους όρους το ρίσκο και τις ευθύνες που αναλαμβάνει ο δανειολήπτης. Οι τράπεζες, δε, θα πρέπει να διευκολύνουν με κάθε τρόπο τους δανειολήπτες, προτού φτάσουν στα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης, θα καθιερωθεί η υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή με βάση κατάλληλες και ακριβείς πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες, καθώς και τις άλλες χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες.

Η οδηγία μάλιστα αγγίζει και το καυτό θέμα του ανώτατου ορίου επιτοκίου, με την Κομισιόν να τάσσεται υπέρ της καθιέρωσης πλαφόν ώστε τα κράτη-μέλη να θεσπίζουν ανώτατα όρια για ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

Τα επιτόκια

α) Τα επιτόκια που εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης ή τις πιστωτικές υπηρεσίες συμμετοχικής χρηματοδότησης.
β) Το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο.
γ) Το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή.

Επίσης, τα κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν πρόσθετα ανώτατα όρια για τις ανακυκλούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις (σ.σ.: πιστώσεις μέσω αλληλόχρεων λογαριασμών).

Αναλυτικότερα, η πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας που επηρεάζει ακόμα και τα πολύ μικρά καταναλωτικά δάνεια (ακόμα και κάτω από 200 ευρώ) επιβάλλει τις εξής αλλαγές στην τραπεζική λειτουργία:

Οροι δανείου σε διαφήμιση: Θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για τη διαφήμιση δανειακών συμβάσεων καθώς και ορισμένες τυποποιημένες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές, ούτως ώστε αυτοί να μπορούν να συγκρίνουν τις διαφορετικές προσφορές. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να παρέχονται κατά τρόπο σαφή, ευσύνοπτο και ευδιάκριτο, με τη βοήθεια αντιπροσωπευτικού παραδείγματος. Οι τυποποιημένες πληροφορίες θα πρέπει να παρουσιάζονται εξαρχής και κατά τρόπο εμφανή, σαφή και σε ελκυστική μορφή. Θα πρέπει να είναι ευανάγνωστες και προσαρμοσμένες ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικοί περιορισμοί ορισμένων μέσων, όπως οι οθόνες των κινητών τηλεφώνων.

«Τιμή» δανείου: Οι τράπεζες θα πρέπει να μπορούν να εξατομικεύουν την τιμή των προσφορών τους για συγκεκριμένους καταναλωτές ή συγκεκριμένες κατηγορίες αυτών βάσει αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων και κατάρτισης προφίλ συμπεριφοράς του καταναλωτή που τους παρέχει τη δυνατότητα να αξιολογούν την αγοραστική δύναμή του. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές θα πρέπει να ενημερώνονται σαφώς όταν η τιμή που τους παρουσιάζεται είναι εξατομικευμένη βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, ούτως ώστε να μπορούν να λάβουν υπόψη τους δυνητικούς κινδύνους κατά τη λήψη της απόφασής τους αγοράς.

Διαφήμιση για «χαμηλά» επιτόκια: Οι προσωρινοί προωθητικοί όροι, όπως ένα ελκυστικό αρχικό επιτόκιο με χαμηλότερο επιτόκιο για τους πρώτους μήνες της σύμβασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς ως τέτοιοι. Οι καταναλωτές θα πρέπει να βλέπουν όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες με μια ματιά, ακόμη και όταν τις κοιτούν στην οθόνη κινητού τηλεφώνου. Η παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης θα πρέπει ιδίως να περιλαμβάνει το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο που ισχύει για τη χορήγηση της πίστωσης, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε όλη την Ενωση με τον ίδιο τρόπο. Θα πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή πληροφορίες για το χρεωστικό επιτόκιο τόσο προσυμβατικά όσο και κατά τη σύναψή της. Κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, ο καταναλωτής θα πρέπει επιπλέον να ενημερώνεται για τις αλλαγές του κυμαινόμενου χρεωστικού επιτοκίου και για τις συνακόλουθες αλλαγές των καταβολών.

Ανώτατα επιτόκια: Σε μια προσπάθεια αύξησης της προστασίας των καταναλωτών χωρίς την επιβολή περιττών περιορισμών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε, θα πρέπει να θεσπιστούν ανώτατα όρια για τα επιτόκια, τα συνολικά ετήσια πραγματικά επιτόκια και/ή το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή σε ολόκληρη την Ενωση.

Περιορισμοί στις αναλήψεις: Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατόν να σημειωθεί το συνολικό ποσό της πίστωσης ως το συνολικό ποσό που καθίσταται διαθέσιμο, ιδίως όταν η σύμβαση πίστωσης παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ανάληψης πίστωσης με περιορισμό όσον αφορά το ποσό, θα πρέπει να παρέχεται ανώτατο όριο. Το ανώτατο όριο θα πρέπει να δηλώνει τη μέγιστη πίστωση που μπορεί να παρασχεθεί στον δανειολήπτη.

Πώληση προϊόντων μαζί με δάνεια: Θα απαγορεύεται η αυτόκλητη πώληση πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων των μη ζητηθεισών προεγκεκριμένων πιστωτικών καρτών που αποστέλλονται στους καταναλωτές ή η μονομερής αύξηση του ορίου της υπερανάληψης ή της πιστωτικής κάρτας των καταναλωτών.

Πιστοληπτική αξιολόγηση καταναλωτή: Πριν από τη σύναψη σύμβασης πίστωσης ή σύμβασης παροχής πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης, είναι ουσιαστικής σημασίας να αξιολογείται και να επαληθεύεται η ικανότητα και η διάθεση του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση. Η εν λόγω αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να πραγματοποιείται προς το συμφέρον του καταναλωτή, ώστε να αποτρέπονται ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού και η υπερχρέωση, και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι αναγκαίοι και σχετικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να βασίζεται σε πληροφορίες για τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος και των εξόδων, του καταναλωτή. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά που βρίσκονται σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή τα δεδομένα υγείας, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη διενέργεια αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.

Ληξιπρόθεσμες δόσεις: Σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής δόσης, η οποία διαρκεί περισσότερο από έναν μήνα, η τράπεζα θα πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή χωρίς καθυστέρηση πληροφορίες σχετικά με την υπέρβαση, συμπεριλαμβανομένων του σχετικού ποσού, του χρεωστικού επιτοκίου και των τυχόν εφαρμοζόμενων κυρώσεων, επιβαρύνσεων ή τόκων υπερημερίας. Σε περίπτωση τακτικών υπερβάσεων, η τράπεζα θα πρέπει να προσφέρει στον καταναλωτή συμβουλευτικές υπηρεσίες, όταν είναι διαθέσιμες, για να τον βοηθήσει να εντοπίσει λιγότερο δαπανηρές εναλλακτικές λύσεις ή να τον ανακατευθύνει καταναλωτή προς συμβουλευτικές υπηρεσίες για χρέη.

Ρυθμίσεις δανείων: Θα πρέπει να προβλέπονται μέτρα για ολική ή μερική αναχρηματοδότηση σύμβασης πίστωσης ή η τροποποίηση των προηγούμενων όρων και προϋποθέσεων σύμβασης πίστωσης. Η εν λόγω τροποποίηση μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων: παράταση της διάρκειας της σύμβασης πίστωσης, αλλαγή του είδους της σύμβασης πίστωσης, αναβολή της καταβολής του συνόλου ή μέρους των δόσεων αποπληρωμής για ορισμένο χρονικό διάστημα, αλλαγή του επιτοκίου, παροχή αναστολής καταβολής δόσεων, μερική αποπληρωμή δόσεων, μετατροπή νομίσματος, και μερική άφεση και ενοποίηση του χρέους.

Πρόωρη εξόφληση δανείου: Ο καταναλωτής θα πρέπει να έχει το δικαίωμα εξοφλήσει το δάνειό του πριν από την προβλεπόμενη στη σύμβαση πίστωσης ημερομηνία. Σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης, η τράπεζα θα πρέπει να δικαιούται εύλογη και αντικειμενικά δικαιολογημένη αποζημίωση για τα έξοδα που συνδέονται άμεσα με την πρόωρη εξόφληση, λαμβανομένων επίσης υπόψη των ποσών τα οποία, ενδεχομένως, εξοικονόμησε ο πιστωτικός φορέας. Ο υπολογισμός της αποζημίωσης του πιστωτή θα πρέπει να είναι διαφανής και κατανοητός για τους καταναλωτές ήδη από το προσυμβατικό στάδιο, οπωσδήποτε δε κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης πίστωσης

Εκχώρηση δανείου από τράπεζα σε fund: Η εκχώρηση ενός δανείου σε fund δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της θέσης του καταναλωτή. Ο καταναλωτής θα πρέπει επίσης να ενημερώνεται κατάλληλα όταν η σύμβαση πίστωσης ή η σύμβαση παροχής πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης εκχωρείται σε τρίτο. Ωστόσο, όταν ο αρχικός πιστωτικός φορέας, σε συμφωνία με τον εκδοχέα, εξακολουθεί να εξυπηρετεί την πίστωση έναντι του καταναλωτή, ο καταναλωτής δεν έχει σημαντικό συμφέρον να ενημερωθεί για την εκχώρηση. Κατά συνέπεια, τυχόν επιβολή απαίτησης σε επίπεδο Ενωσης να ενημερώνεται ο καταναλωτής για την εκχώρηση σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν υπερβολική.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι τράπεζες θα επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εφαρμογής της νέας οδηγίας.

Ορισμένα μέτρα θα ήταν δαπανηρότερα για τους φορείς που προσφέρουν επί του παρόντος προϊόντα που δεν καλύπτονται από την οδηγία (π.χ. ανώτατα όρια επιτοκίου, συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου ή συνολικού κόστος της πίστωσης). Το κόστος των ποσοτικά προσδιορισμένων μέτρων για τις τράπεζες εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 1,4 και 1,5 δισ. ευρώ. Το κόστος αυτό, όπως αναφέρεται στην οδηγία, θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές (ακόμη και αν δεν ήταν δυνατόν να εξακριβωθεί σε ποιον βαθμό).

Θα υπάρξει όμως ένα σημαντικό όφελος για τους δανειολήπτες, καθώς, σύμφωνα με έρευνα που έχει διεξαγάγει η Ε.Ε., κάθε 1 ευρώ που δαπανάται για την παροχή συμβουλών για χρέη αναμένεται να αποφέρει μεταξύ 1,4 και 5,3 ευρώ σε ισοδύναμα οφέλη, κυρίως μέσω της αποφυγής του κοινωνικού κόστους της υπερχρέωσης. Υπολογίζεται δε ότι εφαρμογή των παραπάνω μέτρων θα επιφέρει μείωση της ζημίας των καταναλωτών κατά περίπου 2 δισ. ευρώ την περίοδο 2021-2030.

Θα υπάρξουν όμως και συμπληρωματικά οφέλη όπως τα ανώτατα όρια του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου/των επιτοκίων, τα οποία θεωρούνται επωφελή για τους καταναλωτές.

Διαβάστε ακόμη: 

«Στάμου» vs «Δημητρίου»: Η μάχη του ρυζόγαλου 

e-ΕΦΚΑ – παράλληλη απασχόληση: Nέα ειδοποιητήρια για 5.722 ασφαλισμένους 

Τζον Πόλσον: Γιατί βλέπει «φούσκα» στα κρυπτονομίσματα – «Μείνετε μακριά»

Keywords
Τυχαία Θέματα