Από την Αθωότητα στη Κόλαση

Στην καρδιά κάθε καλοκαιριού, τα παιδικά μου χρόνια στην Ελλάδα ξετυλίγονταν σαν ένα ειδυλλιακό όνειρο - ηλιόλουστες μέρες που πέρναγα εξερευνώντας την πλούσια φύση της χώρας, κάνοντας βουτιές σε κρυστάλλινα νερά, και απολαμβάνοντας τη μεσογειακή ζωή. Αλλά καθώς η άμμος του χρόνου μετατοπίστηκε, το ίδιο και το τοπίο της αγαπημένης μου πατρίδας. Από την αθωότητα εκείνων των ανέμελων χρόνων μέχρι τη ζοφερή πραγματικότητα της ενηλικίωσης,

βρίσκομαι τώρα να παλεύω με μια απογοητευτική επανάληψη: τις πυρκαγιές που κατατρώγουν αμείλικτα την ομορφιά και τις αναμνήσεις που κάποτε αγαπούσα. 

Καθώς κοιτάω πίσω στα παιδικά μου χρόνια στην Ελλάδα, μεταφέρομαι σε ένα μαγευτικό ταξίδι αναμνήσεων εμπλουτισμένων απο αρχαίους μύθους, ηλιόλουστες παραλίες και καλοκαιρινά γλέντια. Δεμένη σε αυτές τις αναμνήσεις είναι η απαλή φωνή της γιαγιάς μου, μια καθοδηγητική παρουσία που φώτισε τη μαγεία εκείνων των μακρών, νωχελικών ημερών. Οι ιστορίες της γιαγιάς μου ζωγράφιζαν ζωντανές εικόνες του παρελθόντος της Ελλάδας. Με κάθε ιστορία που μοιραζόταν, τα ερείπια των αρχαίων πολιτισμών ζωντάνευαν και οι ψίθυροι της ιστορίας αντηχούσαν στο πέρασμα του χρόνου. Είχε έναν τρόπο να γεφυρώνει το χάσμα του παλιού και του νέου, συνδυάζοντας απρόσκοπτα τους θρύλους των θεών και των ηρώων με τις καθημερινές μας περιπέτειες. 

Και αυτές οι καλοκαιρινές νύχτες! Πόσο έμοιαζαν να απλώνονται ατελείωτα, προσκαλώντας μας να παίξουμε μέχρι να σημάνει το ρολόι μεσάνυχτα. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των αστεριών, οι φίλοι μου και εγώ τρέχαμε μέσα στα στενά σοκάκια και πλακόστρωτα δρομάκια του χωριού, με τη νεανική μας ενέργεια να συναγωνίζεται τον διαχρονικό παλμό του νησιού. 

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, το τοπίο που αγαπούσα άρχισε να αλλάζει. Οι ειδήσεις που κάποτε υπόσχοταν περιπέτειες και ανακαλύψεις, μετατράπηκαν σε οδυνηρές αναφορές για τις πυρκαγιές που μαίνονταν σε ολόκληρη τη χώρα. Η ομορφιά της Ελλάδας, την οποία θεωρούσα δεδομένη, ήταν πια συνδεδεμένη με εικόνες απανθρακωμένων δασών, εκτοπισμένων ζώων, και οικογενειών που παλεύουν με την απώλεια. Άργησα, αλλά καθώς περνούσε κάθε καλοκαίρι με τις ίδιες και ίσως πιο δυσάρεστες αναφορές, το κατάλαβα: ζούμε σε μια νέα πραγματικότητα. 

Τα τελευταία χρόνια, κάθε καλοκαίρι, το στομάχι μου δένεται κόμπος καθώς οι παρουσιαστές ειδήσεων αναφέρουν συνεχώς νέα μέτωπα. Είναι λες και ο ίδιος αέρας που ανάπνεα εκείνες τις ανέμελες παιδικές μέρες, τώρα κουβαλούσε το βάρος της αβεβαιότητας και του φόβου. Απο τα αστικά κέντρα μέχρι και τα γραφικά νησιά, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια πύρινη κόλαση. Η Ρόδος, με τα ελάφια της που δε συναντας πουθενά αλλού στον κόσμο, η Κέρκυρα με τους κατα πράσινους λόφους της, και η Πάρνηθα, όπου έκανα πεζοπορία - τωρα απειλούνταν από τη πύρινη λαίλαπα. Οι φλόγες μετέτρεψαν αυτά τα πολύτιμα μέρη σε πεδία μάχης ενάντια σε έναν αόρατο εχθρό. 

Άρχισα να αντιλαμβάνομαι το μέγεθος των μεταβαλλόμενων καλοκαιριών όταν το δικό μου ταξίδι στη ζωή με οδήγησε μακριά από τις γνώριμες ακτές του νησιού μου. Καθώς συνέχιζα τις σπουδές μου στην πολυσύχναστη μητρόπολη του Λονδίνου, βρέθηκα να απομακρύνομαι απο την ζέστη και τους ψιθύρους των τζιτζικιών που κάποτε ήταν το soundtrack των καλοκαιριών μου. Ο αστικός ρυθμός της πόλης ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις ήρεμες μελωδίες της Ελλάδας, κι όμως, οι αναμνήσεις της πατρίδας μου δεν ήταν ποτέ μακριά από τις σκέψεις μου. Διατηρούσα τη σύνδεση μέσω της εργασίας μου στο γραφείο τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας του Λονδίνου, από την οποία αναζητούσα έναν τρόπο να γεφυρώσω το χάσμα μεταξύ των παιδικών μου αναμνήσεων και της εξελισσόμενης πραγματικότητας της Ελλάδας. Ωστόσο, η βαριά ευθύνη που είχα αναλάβει δεν μπορούσε να με προστατέψει από τα συντριπτικά νέα που μου έρχονταν από την άλλη άκρη της Ευρώπης. 

Το όνομα ‘Μάτι’ χάραξε βαθιά το μυαλό μου, γίνοντας σύμβολο των θανατηφόρων πυρκαγιών που θα ακολουθήσουν τα επόμενα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Οι ιστορίες των ανθρώπινων ζωών που χάθηκαν, των σπιτιών που έγιναν στάχτη, και των οικογενειών που διαλύθηκαν, άφησαν μια πληγή στη καρδιά μου αλλά και σήμαναν μια νέα εποχή για τη χώρα. Τα αθώα παιδικά μου χρόνια τώρα συνυπάρχουν δυστυχώς με ένα σκοτεινό παρόν, όπου κάθε καλοκαίρι σκιάζεται από ένα πέπλο θλίψης και τραγωδίας. 

Λίγα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2023, οι πυρκαγιές που ήταν μακρινοί τίτλοι έγιναν μια σκοτεινή πραγματικότητα καθώς τις αντιμετώπισα απο πρώτο χέρι στο χωριό μου στη Κέρκυρα. Τα γνώριμα τοπία που κάποτε μου έφερναν χαρά και ζωντάνια, ήταν τώρα υπό την πολιορκία της μαινόμενης κόλασης. Οι φλόγες είχαν γίνει τώρα μια άμεση απειλή για όλα όσα αγαπούσα. Η περιοχή, στην οποία μεγάλωσα, τέθηκε στην απόλυτη δοκιμασία καθώς ενωθήκαμε σε έναν αγώνα για να προστατέψουμε τα σπίτια μας, τις αναμνήσεις μας, και την ίδια την ουσία της Κέρκυρας. 

Αν και κατορθώσαμε να νικήσουμε τις πυρκαγιές, το καλοκαίρι συνέχισε να μας γεμίζει με αρνητικές ειδήσεις. Ο ματωμένος ήλιος βρέθηκε από πάνω μας πολλές φορές, ενώ η φωνη της γιαγιάς μου, που κάποτε έλεγε ιστορίες, τώρα ρώταγε αν οι φωτιές στα άλλα μέρη της Ελλάδας έκαψαν σπίτια η απείλησαν ανθρώπινες ζωές. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας πλημμύριζαν με εικόνες από ανθρώπους να τρέχουν να σωθούν, καμένες εκτάσεις γης και εκκλήσεις για βοήθεια. Τώρα πια δεν ακούς για τη ζωντάνια των ελληνικών καλοκαιριών, αλλά για τα πόσα στρέμματα γης κάηκαν στην Αλεξανδρούπολη και στη Πάρνηθα. Το ελληνικό καλοκαίρι έγινε ακόμη ένας μύθος. 

Ο συνεχής κύκλος της καταστροφής και η έλλειψη ουσιαστικής αλλαγής με έχει αφήσει απογοητευμένο, αμφισβητώντας τις προτεραιότητες της κοινωνίας και της ηγεσίας μας. Είναι οδυνηρό να σκεφτούμε τις γενιές που θα ακολουθήσουν, οι οποίες θα κληρονομήσουν μια χώρα που έχει πληγεί από τις πράξεις και την αδράνεια μας. Το μέλλον φαίνεται όλο και πιο αβέβαιο. 

Ενόψει τέτοιων προκλήσεων, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ο ρόλος της κυβέρνησης. Δύο χρόνια μετά την ίδρυση του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, τα πράγματα χειροτερεύουν. Σύμφωνα με το EFFIS (το Ευρωπαϊκό σύστημα για τις δασικές πυρκαγιές), το 2023 καταγράφεται ως η δεύτερη χειρότερη χρονιά αναφορικά με το επίπεδο των καμένων εκτάσεων ύστερα από το τραγικό 2007 και τις φονικές πυρκαγιές της Πελοποννήσου. 

Είτε οι πυρκαγιές προκαλούνται από ανθρώπινη αμέλεια, είτε απο τη κλιματική κρίση, είτε από κερδοσκοπία γύρω από την αγορά των ακινήτων, είτε από ιδιωτικά συμφέροντα, είτε για πολιτικούς λόγους, οι καταστροφικές πυρκαγιές αναδεικνύουν τελικά την αποτυχία της επαρκούς προετοιμασίας και του περιορισμού τέτοιων καταστροφών, απειλώντας τον φυσικό θησαυρό της χώρας. Δεν αρκεί να ανταποκρινόμαστε σε κρίσεις. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για προληπτικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες αυτών των καταστροφών. Είναι καιρός η κυβέρνηση να αναγνωρίσει αυτή τη πραγματικότητα και να λάβει απτά βήματα για να μετριάσει τις επιπτώσεις. 

Οι πυρκαγιές που κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα κάθε καλοκαίρι χρησιμεύουν ως μια οδυνηρή υπενθύμιση της ευθραυστότητας του κόσμου πού ζούμε. Ωστόσο, μας θυμίζουν επίσης τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος και τη δύναμη της ενότητας απέναντι στις αντιξοότητες. Καθώς συνεχίζω να περιηγούμαι στη συνεχώς μεταβαλλόμενη καθημερινότητα της Ελλάδας, κουβαλάω μαζί μου την ελπίδα ότι η συλλογική δράση και η αποφασιστικότητα μπορούν να ξαναγράψουν το μέλλον, δίνοντας την δυνατότητα στις επόμενες γενιές να ζήσουν την ίδια παιδικότητα που ζήσαμε όλοι μας.

Keywords
Τυχαία Θέματα