Έχει κι η στεριά πειρατικά μπάρκα και ταξίδια
Ποιος θέλει να λερώνει τα χέρια του και να ιδρωκοπά όλη τη μέρα; Κανένας δεν ψάχνει τις σκληρές, τις βαριές αντρικιές δουλειές, για αυτό και η τέχνη του βαρελά πέθανε, ψόφησε και πάει...
Ο τελευταίος κρασοβαρελοποιός του Πειραιά συνεχίζει να ανοίγει το εργαστήρι του σχεδόν κάθε πρωί, εκεί δεν καίνε πια φωτιές, δε χτυπούν πυρωμένα σίδερα, δεν κόβουν κούτσουρα, μήτε ζαώνουν (στραβώνουν) ξύλα.
Σήμερα μαζεύονται πολλοί φίλοι κι άλλοι
τόσοι γνωστοί, όλοι μαζί στήνουν το επόμενο Σαββατιάτικο γλεντάκι.
Θυμούνται το παρελθόν, σχολιάζουν το παρόν και μελετούν το μέλλον. Πρώτα βάζουν το χιούμορ κι έπειτα βγαίνει μια γλυκιά κι άδολη νοσταλγία, μη φανταστείτε τίποτα μιζέριες, καθαρά πράματα, μα είναι που κάποτε ο κόσμος, όση φτώχεια κι αν είχε, στεκόταν κοντά, τουλάχιστον αναστέναζε ο ένας δίπλα στον άλλον δίχως ντροπή.
Στην Βαγγελίστρα, ανάμεσα στα παλιατζίδικα και μια μεγάλη εκκλησία που είναι στο Γηροκομείο, εκεί έχει ένα θαλασσινό Πειραιά μέλι, σκέτη γλύκα, αφού ακόμη κρατά κάτι από εκείνον το τρανό κι απέριττο μύθο του. Εδώ βλέπεις ζουν και περπατούν οι καθαροί άνθρωποι του. Κι αν τρέξεις σίγουρα τους προφταίνεις, αφού ακόμη δεν έχουν γίνει αναμνήσεις. Κάπου εκεί ανάμεσα είναι κι ο Διονύσης Μπαϊρακτάρης, πρώτη επαφή, με το καλημέρα, μια κουβέντα του και μάς αφοπλίζει:
Εμείς φίλε δεν ντρεπόμαστε, δεν κάναμε κακό σε κανέναν...
Ακόμη έφηβος, από κείνους που η ηλικία τούς φοβάται, ο χρόνος τούς αποφεύγει και δε τους προσμετρά. Ένας από τους τελευταίους παθιασμένους Εθνικούς του Πειραιά, με προσωπική ιστορία που θυμίζει χαμένους θαλασσινούς μύθους, είναι ακόμη ένας από τους θρύλους του λιμανιού.
Ο πρώτος του πατέρας χάθηκε μέσα σε εκείνον το σιχαμένο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, λένε πως ήταν αρθρογράφος και είπαν πως κάτι έγραψε που ενόχλησε! Έτσι την επομένη μέρα που κυκλοφόρησε το κείμενο του εκείνος χάθηκε, ούτε που τον ξανάδαν!
Αργότερα η μάνα του Διονύση γνώρισε τον Σαντορινιό Μανώλη Γαβαλά και ξαναπαντρεύτηκε, έτσι ο μικρός και το αδελφάκι του βρήκαν έναν καινούριο πατέρα. Μεγάλωσε μέσα σε ένα βαρελοποιείο που δούλευε ασταμάτητα από το ´35. Για παιγνίδι είχε στραβά ξύλα, τις ντούγες και τα απομεινάρια από τσακισμένα σίδερα, τα στεφάνια που λένε στη γλώσσα τους οι βαρελάδες.
Αυτή η ξεχασμένη τέχνη θυμίζει έντονα την κατασκευή των καϊκιών, χρειάζεται ξύλο από οξιά ή δρυ, μπόλικη γνώση, εμπερία και μέτρημα με το μολύβι.
Κι ύστερα δυνατά χέρια, κουράγιο κι όρεξη για δουλειά, που αφήνει προίκα ρόζιασμένα, μαύρα από τη μουτζούρα και καμμένα δάχτυλα.
Πουθενά δεν υπάρχει μια πρόκα, δεν θα βρεις ούτε ένα καρφί, όλα πρέπει να δέσουν να κουμπώσουν μοναχά τους. Αν δεν πετύχει το βαρέλι;
Mα τότε θα γίνει γλάστρα ή θα πάει γραμμή για τα σκουπίδια.
Εκείνα τα χρόνια, του ´50, ο πατέρας του, ο Μανώλης, ήταν τεχνίτης από τους λίγους και έφτασε να έχει στο εργαστήριο εφτά εργάτες, ενώ στην ίδια περιοχή υπήρχαν κοντά στα δέκα βαρελάδικα, χώρια τους εποχιακούς μαστόρους που έπιαναν δουλειά την εποχή του μούστου.
Απορεί κι ίδιος όταν θυμάται πως από την πλατεία Ιπποδαμείας μέχρι επάνω στον Προφήτη Ηλία, μέσα σε μια ευθεία, υπήρχαν κοντά στα 100 ταβερνάκια! Κι όλα είχαν στολισμένα μεγάλα βαρέλια του ενός τόνου, γεμάτα με κρασί.
Δεν είναι υπερβολή, μα τότε ο κόσμος έβγαινε, έπινε μια κούπα ρετσίνα και μοιραζόταν πόνους, τραγουδούσε τους καημούς του αγκαλιά με το γείτονα.
Από την εφηβεία άφησε πίσω σχολειό και γράμματα, βγήκε στο μεροκάματο, πρώτα έγινε ναυτάκι στο καΐκι Μαντώ. Μεγάλωνε και θαλασοπνιγόταν στη γραμμή Σαντορίνη - Πειραιά. Στα πάνω έφερναν ελαφρόπετρα και στα κάτω κουβαλούσαν εδώδιμα και αποικιακά, τα αναγκαία πράματα για τους νησιώτες.
Όταν θυμάται εκείνα τα χρόνια η πλάτη του σα να διαμαρτύρεται, που να ξεχάσει το ατέλειωτο κουβάλημα, τα φορτωμένα τσουβάλια με εμπορεύματα, αυτή η κούραση δεν έλεγε να πάψει.
Εκείνα τα χρόνια η θάλασσα, ειδικά για τους Πειραιώτες, ήταν το πιο σταθερό καλιμέντο, ένας ανοιχτός και φορτωμένος δρόμος από γερά μεροκάματα, έτσι και για αυτόν τον ναυτικό, έγινε φωτεινή ελπίδα και μια μόνιμη διέξοδος.
Μαγειροκαμαρότος ο Διονύσης, συνέχισε με τα πλοία του Συριανού εφοπλιστή Βάτη, το Λόϊντα, το Ελπίς, το Κάπτεν Θέο και το Άλφα, μάλιστα πάνω σε αυτό έζησε και μια φωτιά, ένα παρολίγο ναυάγιο έξω από το Λας Πάλμας, στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας!
Έπειτα βρέθηκε να ταξιδεύει στα φορτηγά του εφοπλιστή Ξυλά και στο τέλος ταξίδεψε με ένα φορτηγό που το λέγαν Τούλα.
Για 15 χρόνια όργωνε ολάκερο τον πλανήτη. Ξεκινούσε με στόχο να μαζέψει ένα κομπόδεμα και όλο να το ρίξει μέσα στα βαρέλια, να πάρει καινούρια εργαλεία και να σηκώσει πιο ψηλά τη βιοτεχνία.
Στη θάλασσα καλοπέρασε, δεν ξεχνά τις νύχτες στη Βραζιλία, το γύρισμα του κόσμου πάνω σε αφρισμένα κύματα, τις ανοιχτές παρέες και εκείνες τις θαλασσινές μυστικές εξομολογήσεις που κάνουν τους ναυτικούς παράξενα αδέρφια.
Βγήκε στη στεριά, παντρεύτηκε, έπειτα ξεσήκωσε από το νου του το σχέδιο για το βαρελάδικο και το έκαμε πράξη, όμως τα πιο κάτω χρόνια ήταν στέρφα και ξένα, αμάθητα από τη σκληρή δουλειά, χάθηκαν οι νέοι εργάτες, άσε που η αγορά γέμισε με το βολικό πλαστικό βαρέλι που είναι μακριά από καθαρίσματα, ούτε ψάχνει για φροντίδες και χασομέρια από τους νοικοκυρέους του.
Η τέχνη του βαρελά, δίχως νέους μαστόρους και μακριά από παραγγελίες αργοπέθαινε, όπως και εκείνες οι ξεπερασμένες παλιακές γενιές ανθρώπων.
Στο μεταξύ ο Διονύσης έφτασε να γίνει πρόεδρος του Σωματείου Βαρελοποιών Πειραιά, αλλά το μεροκάματο δεν έβγαινε πια από τη μικρή βιοτεχνία, έτσι από το 2006 στο εργαστήριο σώπασαν σφυριά και καλέμια, έσβησαν τα κάρβουνα και πήραν φωτιά οι θύμισες και οι ψυχοδυναμικές, οι πιο αληθινές ψυχαναλυτικές κουβέντες. Αιτία μια παραγγελιά που ξέμεινε στο υπόγειο και δεν την πήρε ο ταβερνιάρης! Ξεμείναν τα βαρέλια και ο Διονύσης τα γέμισε καλό μούστο από τα Μεσόγεια, έτσι γεννήθηκε ένα κρασί διαμάντι.
Όλα τα εσώψυχα φόρα παρτίδα πάνω στο τραπέζι, παρέα με μια γουλιά ρετσίνα που έψαχνε το καλό και φίνο μεζεδάκι!
Ξεκίνησαν με ένα μικρό τραπεζάκι, όμως δεν άργησαν να φθάσουν τα εφόδια! Κάθε ένας γείτονας, κάθε φίλος ξετρύπωνε και έφερνε κάτι ξεχασμένο από το σπίτι, έτσι το εργαστήριο γέμισε έπιπλα, όλα χρήσιμα και δουλεμένα, με προσωπική αύρα και ιστορία.
Σήμερα το παλιό εργαστήριο βαρελιών θυμίζει μικρό και πολυταξιδεμένο πειρατικό βαπόρι, από κείνα τα ξύλινα σκαριά που έχουν ψυχή και μιλούν με τη φωνή των ναυτικών του.
Ο καπετάνιος του σπιτιού, ο Διονύσης Μπαϊρακτάρης, έγραψε και ένα τραγούδι, τον ύμνο της παρέας, βρέθηκε και ένας φίλος, μαέστρος μουσικός, ο Σπύρος Εξαρχάκος, που το έντυσε με νότες και πέρασε πάνω του σα σφιχτές χάντρες στο κόρφο του, μουσική από ένα μπουζούκι και μια κιθάρα.
Μια ανάσα από τη θάλασσα και η άτιμη βρίσκει τρόπο, τρυπώνει και χώνεται βαθιά μέσα στα σωθικά της ψυχής και την αναστατώνει. Μέσα στα παλιά ξύλινα βαρέλια είναι μια αιώνια πειραιώτικη παρέα με ταυτότητα, ψυχή και ιστορία.
Είναι οι φίλοι μιας παράξενης ταβέρνας που δεν είναι στα υπόγεια κι όμως θα μπορούσαν να είναι τα πρόσωπα που θα ενέπνεαν σίγουρα τον Βάρναλη, είναι κάποιοι άλλοι ανώνυμοι μοιραίοι!
Όμως είναι τόσο διαφορετικοί από εκείνους του ποιητή.
Σφίγγονται και λάμπουν ο ένας πλάι στον άλλον, λένε τις ιστορίες τους και όσο πίνουν μετρούν το μπόι τους στη σκιά από το φως μιας κιτρινισμένης λάμπας.
Μα ετούτοι δεν προσμένουν κανένα θάμα, μεταμορφώνονται οι ίδιοι σε μικρούς Θεούς, αυτά είναι τα απίστευτα δώρα της ξεχωριστής πειρατικής παρέας!
Ο τελευταίος κρασοβαρελοποιός του Πειραιά συνεχίζει να ανοίγει το εργαστήρι του σχεδόν κάθε πρωί, εκεί δεν καίνε πια φωτιές, δε χτυπούν πυρωμένα σίδερα, δεν κόβουν κούτσουρα, μήτε ζαώνουν (στραβώνουν) ξύλα.
Σήμερα μαζεύονται πολλοί φίλοι κι άλλοι
Θυμούνται το παρελθόν, σχολιάζουν το παρόν και μελετούν το μέλλον. Πρώτα βάζουν το χιούμορ κι έπειτα βγαίνει μια γλυκιά κι άδολη νοσταλγία, μη φανταστείτε τίποτα μιζέριες, καθαρά πράματα, μα είναι που κάποτε ο κόσμος, όση φτώχεια κι αν είχε, στεκόταν κοντά, τουλάχιστον αναστέναζε ο ένας δίπλα στον άλλον δίχως ντροπή.
Στην Βαγγελίστρα, ανάμεσα στα παλιατζίδικα και μια μεγάλη εκκλησία που είναι στο Γηροκομείο, εκεί έχει ένα θαλασσινό Πειραιά μέλι, σκέτη γλύκα, αφού ακόμη κρατά κάτι από εκείνον το τρανό κι απέριττο μύθο του. Εδώ βλέπεις ζουν και περπατούν οι καθαροί άνθρωποι του. Κι αν τρέξεις σίγουρα τους προφταίνεις, αφού ακόμη δεν έχουν γίνει αναμνήσεις. Κάπου εκεί ανάμεσα είναι κι ο Διονύσης Μπαϊρακτάρης, πρώτη επαφή, με το καλημέρα, μια κουβέντα του και μάς αφοπλίζει:
Εμείς φίλε δεν ντρεπόμαστε, δεν κάναμε κακό σε κανέναν...
Ακόμη έφηβος, από κείνους που η ηλικία τούς φοβάται, ο χρόνος τούς αποφεύγει και δε τους προσμετρά. Ένας από τους τελευταίους παθιασμένους Εθνικούς του Πειραιά, με προσωπική ιστορία που θυμίζει χαμένους θαλασσινούς μύθους, είναι ακόμη ένας από τους θρύλους του λιμανιού.
Ο πρώτος του πατέρας χάθηκε μέσα σε εκείνον το σιχαμένο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, λένε πως ήταν αρθρογράφος και είπαν πως κάτι έγραψε που ενόχλησε! Έτσι την επομένη μέρα που κυκλοφόρησε το κείμενο του εκείνος χάθηκε, ούτε που τον ξανάδαν!
Αργότερα η μάνα του Διονύση γνώρισε τον Σαντορινιό Μανώλη Γαβαλά και ξαναπαντρεύτηκε, έτσι ο μικρός και το αδελφάκι του βρήκαν έναν καινούριο πατέρα. Μεγάλωσε μέσα σε ένα βαρελοποιείο που δούλευε ασταμάτητα από το ´35. Για παιγνίδι είχε στραβά ξύλα, τις ντούγες και τα απομεινάρια από τσακισμένα σίδερα, τα στεφάνια που λένε στη γλώσσα τους οι βαρελάδες.
Αυτή η ξεχασμένη τέχνη θυμίζει έντονα την κατασκευή των καϊκιών, χρειάζεται ξύλο από οξιά ή δρυ, μπόλικη γνώση, εμπερία και μέτρημα με το μολύβι.
Κι ύστερα δυνατά χέρια, κουράγιο κι όρεξη για δουλειά, που αφήνει προίκα ρόζιασμένα, μαύρα από τη μουτζούρα και καμμένα δάχτυλα.
Πουθενά δεν υπάρχει μια πρόκα, δεν θα βρεις ούτε ένα καρφί, όλα πρέπει να δέσουν να κουμπώσουν μοναχά τους. Αν δεν πετύχει το βαρέλι;
Mα τότε θα γίνει γλάστρα ή θα πάει γραμμή για τα σκουπίδια.
Εκείνα τα χρόνια, του ´50, ο πατέρας του, ο Μανώλης, ήταν τεχνίτης από τους λίγους και έφτασε να έχει στο εργαστήριο εφτά εργάτες, ενώ στην ίδια περιοχή υπήρχαν κοντά στα δέκα βαρελάδικα, χώρια τους εποχιακούς μαστόρους που έπιαναν δουλειά την εποχή του μούστου.
Απορεί κι ίδιος όταν θυμάται πως από την πλατεία Ιπποδαμείας μέχρι επάνω στον Προφήτη Ηλία, μέσα σε μια ευθεία, υπήρχαν κοντά στα 100 ταβερνάκια! Κι όλα είχαν στολισμένα μεγάλα βαρέλια του ενός τόνου, γεμάτα με κρασί.
Δεν είναι υπερβολή, μα τότε ο κόσμος έβγαινε, έπινε μια κούπα ρετσίνα και μοιραζόταν πόνους, τραγουδούσε τους καημούς του αγκαλιά με το γείτονα.
Από την εφηβεία άφησε πίσω σχολειό και γράμματα, βγήκε στο μεροκάματο, πρώτα έγινε ναυτάκι στο καΐκι Μαντώ. Μεγάλωνε και θαλασοπνιγόταν στη γραμμή Σαντορίνη - Πειραιά. Στα πάνω έφερναν ελαφρόπετρα και στα κάτω κουβαλούσαν εδώδιμα και αποικιακά, τα αναγκαία πράματα για τους νησιώτες.
Όταν θυμάται εκείνα τα χρόνια η πλάτη του σα να διαμαρτύρεται, που να ξεχάσει το ατέλειωτο κουβάλημα, τα φορτωμένα τσουβάλια με εμπορεύματα, αυτή η κούραση δεν έλεγε να πάψει.
Εκείνα τα χρόνια η θάλασσα, ειδικά για τους Πειραιώτες, ήταν το πιο σταθερό καλιμέντο, ένας ανοιχτός και φορτωμένος δρόμος από γερά μεροκάματα, έτσι και για αυτόν τον ναυτικό, έγινε φωτεινή ελπίδα και μια μόνιμη διέξοδος.
Μαγειροκαμαρότος ο Διονύσης, συνέχισε με τα πλοία του Συριανού εφοπλιστή Βάτη, το Λόϊντα, το Ελπίς, το Κάπτεν Θέο και το Άλφα, μάλιστα πάνω σε αυτό έζησε και μια φωτιά, ένα παρολίγο ναυάγιο έξω από το Λας Πάλμας, στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας!
Έπειτα βρέθηκε να ταξιδεύει στα φορτηγά του εφοπλιστή Ξυλά και στο τέλος ταξίδεψε με ένα φορτηγό που το λέγαν Τούλα.
Για 15 χρόνια όργωνε ολάκερο τον πλανήτη. Ξεκινούσε με στόχο να μαζέψει ένα κομπόδεμα και όλο να το ρίξει μέσα στα βαρέλια, να πάρει καινούρια εργαλεία και να σηκώσει πιο ψηλά τη βιοτεχνία.
Στη θάλασσα καλοπέρασε, δεν ξεχνά τις νύχτες στη Βραζιλία, το γύρισμα του κόσμου πάνω σε αφρισμένα κύματα, τις ανοιχτές παρέες και εκείνες τις θαλασσινές μυστικές εξομολογήσεις που κάνουν τους ναυτικούς παράξενα αδέρφια.
Βγήκε στη στεριά, παντρεύτηκε, έπειτα ξεσήκωσε από το νου του το σχέδιο για το βαρελάδικο και το έκαμε πράξη, όμως τα πιο κάτω χρόνια ήταν στέρφα και ξένα, αμάθητα από τη σκληρή δουλειά, χάθηκαν οι νέοι εργάτες, άσε που η αγορά γέμισε με το βολικό πλαστικό βαρέλι που είναι μακριά από καθαρίσματα, ούτε ψάχνει για φροντίδες και χασομέρια από τους νοικοκυρέους του.
Η τέχνη του βαρελά, δίχως νέους μαστόρους και μακριά από παραγγελίες αργοπέθαινε, όπως και εκείνες οι ξεπερασμένες παλιακές γενιές ανθρώπων.
Στο μεταξύ ο Διονύσης έφτασε να γίνει πρόεδρος του Σωματείου Βαρελοποιών Πειραιά, αλλά το μεροκάματο δεν έβγαινε πια από τη μικρή βιοτεχνία, έτσι από το 2006 στο εργαστήριο σώπασαν σφυριά και καλέμια, έσβησαν τα κάρβουνα και πήραν φωτιά οι θύμισες και οι ψυχοδυναμικές, οι πιο αληθινές ψυχαναλυτικές κουβέντες. Αιτία μια παραγγελιά που ξέμεινε στο υπόγειο και δεν την πήρε ο ταβερνιάρης! Ξεμείναν τα βαρέλια και ο Διονύσης τα γέμισε καλό μούστο από τα Μεσόγεια, έτσι γεννήθηκε ένα κρασί διαμάντι.
Όλα τα εσώψυχα φόρα παρτίδα πάνω στο τραπέζι, παρέα με μια γουλιά ρετσίνα που έψαχνε το καλό και φίνο μεζεδάκι!
Ξεκίνησαν με ένα μικρό τραπεζάκι, όμως δεν άργησαν να φθάσουν τα εφόδια! Κάθε ένας γείτονας, κάθε φίλος ξετρύπωνε και έφερνε κάτι ξεχασμένο από το σπίτι, έτσι το εργαστήριο γέμισε έπιπλα, όλα χρήσιμα και δουλεμένα, με προσωπική αύρα και ιστορία.
Σήμερα το παλιό εργαστήριο βαρελιών θυμίζει μικρό και πολυταξιδεμένο πειρατικό βαπόρι, από κείνα τα ξύλινα σκαριά που έχουν ψυχή και μιλούν με τη φωνή των ναυτικών του.
Ο καπετάνιος του σπιτιού, ο Διονύσης Μπαϊρακτάρης, έγραψε και ένα τραγούδι, τον ύμνο της παρέας, βρέθηκε και ένας φίλος, μαέστρος μουσικός, ο Σπύρος Εξαρχάκος, που το έντυσε με νότες και πέρασε πάνω του σα σφιχτές χάντρες στο κόρφο του, μουσική από ένα μπουζούκι και μια κιθάρα.
Μια ανάσα από τη θάλασσα και η άτιμη βρίσκει τρόπο, τρυπώνει και χώνεται βαθιά μέσα στα σωθικά της ψυχής και την αναστατώνει. Μέσα στα παλιά ξύλινα βαρέλια είναι μια αιώνια πειραιώτικη παρέα με ταυτότητα, ψυχή και ιστορία.
Είναι οι φίλοι μιας παράξενης ταβέρνας που δεν είναι στα υπόγεια κι όμως θα μπορούσαν να είναι τα πρόσωπα που θα ενέπνεαν σίγουρα τον Βάρναλη, είναι κάποιοι άλλοι ανώνυμοι μοιραίοι!
Όμως είναι τόσο διαφορετικοί από εκείνους του ποιητή.
Σφίγγονται και λάμπουν ο ένας πλάι στον άλλον, λένε τις ιστορίες τους και όσο πίνουν μετρούν το μπόι τους στη σκιά από το φως μιας κιτρινισμένης λάμπας.
Μα ετούτοι δεν προσμένουν κανένα θάμα, μεταμορφώνονται οι ίδιοι σε μικρούς Θεούς, αυτά είναι τα απίστευτα δώρα της ξεχωριστής πειρατικής παρέας!
-- This feed and its contents are the property of The Huffington Post, and use is subject to our terms. It may be used for personal consumption, but may not be distributed on a website.
Keywords
ταξιδια, το φως, huffington post, ψόφησε, πειραιας, λας, σωθικά, φως, feed, property, huffington, λακης γαβαλας, Καλή Χρονιά, φωτια, τελος του κοσμου, οξια, δυνατα, αλφα, βραζιλια, γηροκομειο, γλυκα, γνωση, δουλεια, δωρα, επιπλα, εργαλεια, θαλασσα, κιθαρα, μουσικη, νησια, ξυλο, σαντορινη, φτωχεια, φως, αγκαλια, αγορα, αναμνησεις, απιστευτα, αυρα, βγαινει, γειτονας, γινει, γειτονα, γλωσσα, δαχτυλα, δρομος, εγινε, ειπαν, υπαρχει, εκκλησια, ελπιδα, εποχη, τεχνη, ιδια, ηλικια, υπηρχαν, θυμιζει, θυμισες, καλημερα, καναρια νησια, κυματα, κειμενο, κρασι, λας, λας παλμας, μαεστρος, μακρια, μελι, μικρο, μπουζουκι, ναυτικο, νοτες, ντροπη, ξυλα, πεθανε, πειρατικο, πλοια, πρωι, ψυχη, ρετσινα, σιγουρα, σιδερα, σπιτι, σχεδιο, σχολειο, σωθικά, εσωψυχα, ταυτοτητα, το φως, φιλε, φωνη, φορα, φορτηγα, χαθηκε, χαντρες, χιουμορ, χρονος, ψόφησε, δουλειες, ευθεια, φιλοι, huffington post, huffington, feed, property, σφυρια, σπυρος, της παρεας, χερια
Τυχαία Θέματα
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ειδήσεις
- ΒΑΡΥ ΠΕΝΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΚΑΜΜΕΝΟ
- ΕΝΑΣ 30ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΕΝΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΟΝΙΚΗΣ ΓΡΙΠΗΣ
- Γιατί έπεσε το ελικόπτερο στην Κϊναρο
- Ποιοι δρόμοι κλείνουν το Σάββατο, τι θα ισχύσει για το μετρό
- Ιρακινοί πρόσφυγες εγκαταλείπουν μαζικά τη Φινλανδία
- Εισέπραττε αναπηρική σύνταξη και εργαζόταν στον ιδιωτικό τομέα
- Η ξανθιά φαντασίωση της γενιάς του Instagram
- Δημοσιογράφος της DW επιτέθηκε στον Αβραμόπουλο
- Αγρότες: Στρατοπέδευσαν στο Σύνταγμα, κρατάνε και τα μπλόκα
- Αγρίνιο: Ποιοι έκαψαν ζωντανό τον 46χρονο δάσκαλο; Η χήρα έσπασε τη σιωπή της
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Huffington Post Greece
- Η ερώτηση που προκαλεί αμηχανία: Έχετε κάνει ποτέ one night stand;
- ΗΠΑ: Ο Άσαντ τρέφει αυταπάτες αν νομίζει ότι υπάρχει στρατιωτική λύση στη Συρία
- Δεύτερη ημέρα κινητοποιήσεων των αγροτών στην Αθήνα
- Μέρκελ: Και επί ανατολικής Γερμανίας, τα σύνορα φυλάσσονταν ακόμα καλύτερα
- Αναζωπυρώστε την σχέση σας μέσα σε 26 μόλις μέρες
- Πέθανε ο σκιτσογράφος Γιάννης Καλαϊτζής σε ηλικία 71 ετών
- Συντριβές ελικοπτέρων στην Ελλάδα: Ένα ιστορικό τραγωδιών
- Έξοδος του τουρκικού ωκεανογραφικού «Τσεσμέ» στο Αιγαίο
- Η έξοδος κινδύνου
- Τελευταία Νέα Huffington Post Greece
- Έχει κι η στεριά πειρατικά μπάρκα και ταξίδια
- Η έξοδος κινδύνου
- Κάτι λείπει από το νέο εξώφυλλο της Adele για τη Vogue Μαρτίου
- Κουρουμπλής: Όλα είναι συζητήσιμα, ας έρθουν οι αγρότες για διάλογο
- Πέθανε ο σκιτσογράφος Γιάννης Καλαϊτζής σε ηλικία 71 ετών
- ΗΠΑ: Ο Άσαντ τρέφει αυταπάτες αν νομίζει ότι υπάρχει στρατιωτική λύση στη Συρία
- Η ερώτηση που προκαλεί αμηχανία: Έχετε κάνει ποτέ one night stand;
- Έξοδος του τουρκικού ωκεανογραφικού «Τσεσμέ» στο Αιγαίο
- Δεύτερη ημέρα κινητοποιήσεων των αγροτών στην Αθήνα
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ειδήσεις
- ΤΟ ΥΣΤΑΤΟ ΧΑΙΡΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟΥ
- Περιεκτική Δημοκρατία: Κάτω η κοινοβουλευτική Χούντα των αδίστακτων «Αριστερών» απατεώνων!
- MAT απομάκρυναν τους «αγανακτισμένους» κάτοικους από τα Διαβατά
- Η Τουρκία βγάζει στο Αιγαίο το «Τσεσμέ»
- Συγκλονίζει ο πατέρας του συγκυβερνήτη του μοιραίου ελικοπτέρου
- Το μεγάλο ντέρμπι του ΟΑΚΑ
- Τι θα σου φέρει η εβδομάδα που έρχεται (+special motto για κάθε ζώδιο)
- ΝΔ προς ΣΥΡΙΖΑ: Δεν δεχόμαστει μαθήματα από εκφραστές πολιτικών και γεωπολιτικών κυβιστήσεων
- Παραδίδεται μέχρι τη Δευτέρα το hotspot στη Χίο
- Δέκα «μυστικά» της Google που κυριολεκτικά θα σας ξαφνιάσουν! (video)