Η διαφθορά κάνει διακρίσεις: Πώς επηρεάζει δυσανάλογα τις γυναίκες;

Παρόλο που οι ίδιες μορφές διαφθοράς πλήττουν τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες, η έκθεση των δύο φύλων σ’ αυτή είναι δυσανάλογη. Ζητήματα όπως οι σχέσεις εξουσίας που υπάρχουν στην κοινωνία, οι διακρίσεις και η ευάλωτη σχέση των γυναικών, είναι ορισμένοι μόνο από τους παράγοντες που οδηγούν σ’ αυτήν την παθογένεια. Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να διερευνηθεί πλήρως αυτή η συσχέτιση είναι πολυσχιδή. Αυτό που μπορούμε να πούμε ωστόσο με σχετική βεβαιότητα είναι ότι η ανισότητα μεταξύ των φύλων και η διαφθορά συσχετίζονται καθώς οι γυναίκες αντιμετωπίζουν περιπτώσεις διαφθοράς

διαφορετικά από τους άνδρες.

Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχουν διεξαχθεί αρκετές μελέτες με στόχο να ερευνηθεί το ερώτημα εάν υπάρχει πράγματι σχέση μεταξύ της διαφθοράς και των γυναικών. Για παράδειγμα,οι γυναίκες έχουν πανθομολογούμενα μεγαλύτερη ανάγκη πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας (π.χ. κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και για σχετικές γυναικολογικές ανάγκες). Στο πλαίσιο αυτό, το 50-70% των γυναικών που γεννάνε στα ελληνικά νοσοκομεία υποβάλλονται σε καισαρική, ενώ τα ποσοστά στα ιδιωτικά νοσοκομεία είναι ακόμη υψηλότερα. Αυτοί οι αριθμοί υπερβαίνουν κατά πολύ το προτεινόμενο ποσοστό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που είναι στο 15%. Τα υπερβολικά αυτά ποσοστά εξηγούνται, τουλάχιστον μερικώς, από το οικονομικό κίνητρο που δημιουργείται από άτυπες πληρωμές (”φακελάκια”), σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο European Journal of Public Health.

Τα πορίσματα της μελέτης αναδεικνύουν τις άτυπες πληρωμές στο πλαίσιο του τοκετού. Αυτές οι πληρωμές είναι σημαντικά υψηλότερες για τις γέννες με καισαρική σε σχέση με τις φυσικές γέννες λόγω της πολυπλοκότητας της χειρουργικής επέμβασης. Επιπλέον, κοινωνικοοικονομικές συνθήκες πιθανά σχετίζονται με το φαινόμενο αυτό, καθώς τα πλουσιότερα στρώματα είναι περισσότερο πιθανό να προβούν σε καισαρική γέννα. Μάλιστα, η μελέτη υπογραμμίζει ότι οι Ελληνίδες είναι 2,7 φορές πιθανότερο να υποβληθούν σε καισαρική από ό, τι οι μετανάστριες ή από γυναίκες που προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Παραδόξως, γυναίκες άλλων εθνικών ομάδων που γεννούν στα δημόσια νοσοκομεία της Ελλάδας είναι πιο κοντά στο παγκοσμίως προτεινόμενο ποσοστό: βρίσκονται στο 26%, σε σύγκριση με τις Ελληνίδες οι οποίες τοποθετούνται στο 52,5%.

Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, οι γυναίκες αποτελούν το 70% των φτωχών στον κόσμο και τα δύο τρίτα των αναλφάβητων ενηλίκων παγκοσμίως. Λόγω της οικονομικής ανικανότητάς τους, η πλειοψηφία των γυναικών εξαρτάται από δημόσιες υπηρεσίες που παρέχονται από το κράτος για τις βασικές ανάγκες τους όπως η εκπαίδευση και η υγεία, υπηρεσίες που εκφυλίζονται σε μεγάλο βαθμό και κινδυνεύουν από τη διαφθορά. Αναπόδραστα, οι γυναίκες που βασίζονται στις υπηρεσίες αυτές, επηρεάζονται αρνητικά. Ο μερικός ή ολικός αναλφαβητισμός έχει επιπρόσθετες αρνητικές συνέπειες, καθώς οι γυναίκες έχουν μικρότερη συμμετοχή στα κοινά, μικρότερη συμβολή στη λήψη αποφάσεων και τη συμμετοχική δημοκρατία, και περιορισμένη πρόσβαση στο κράτος δικαίου καθώς αγνοούν τα δικαιώματά τους. Όλα τα ανωτέρω επικουρούν την εξάπλωση της διαφθοράς.

Αν εστιάσουμε ακόμη περισσότερο στη χώρα μας, οι γυναίκες συχνά καταπιέζονται να δεχθούν να εργάζονται ανασφάλιστες ώστε οι εργοδότες τους να εξοικονομούν τις απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές. Αυτή η πράξη, πέρα από παράνομη, θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική ευημερία των γυναικών τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα: έχουν λιγότερα ένσημα και επίσημες μέρες εργασίας, που γι’ αρχή επηρεάζουν την πρόσβασή τους σε επενδυτικά προγράμματα, τραπεζικά δάνεια, και λοιπούς οικονομικού πόρους. Σε βάθος χρόνου αυτό επηρεάζει προφανώς τη σύνταξή τους, που μπορεί να είναι από μειωμένη, ως και μηδαμινή. Καθώς η οικονομική χειραφέτηση είναι βασική προϋπόθεση συμμετοχής στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, αυτού του είδους η ανασφάλιστη εργασία είναι τροχοπέδη για τις γυναίκες ανά τη χώρα.

Ένα ακόμη πιο θλιβερό φαινόμενο είναι ότι ορισμένες φορές η αδυναμία των γυναικών να βρεθούν στο επίκεντρο των εξελίξεων, λόγω των δυσχερών εναντίον τους κοινωνικών συνθηκών, τις καθιστά ευάλωτες και έρμαια σε περιστατικά σεξουαλικού εκβιασμού. Για παράδειγμα, στους προσφυγικούς καταυλισμούς και κέντρα υποδοχής όπου οι περισσότεροι λειτουργοί και φύλακες είναι άνδρες, οι ευκαιρίες για κατάχρηση εξουσίας αυξάνονται, εκθέτοντας τις γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια σε κινδύνους σεξουαλικής εκμετάλλευσης με αντάλλαγμα την προστασία και την ταχύτερη εξυπηρέτηση τους. Μάλιστα, το Human Rights Watch πρόσφατα ανέφερε περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης εναντίον γυναικών προσφύγων σε κέντρο υποδοχής στην ΠΓΔΜ. Σύμφωνα με τις κατηγορίες, οι γυναίκες έλαβαν υποσχέσεις ότι τα αιτήματα ασύλου τους θα επεξεργάζονταν ταχύτερα αν υπέκυπταν στον σεξουαλικό εκβιασμό από τους άντρες φύλακες.

Πέρα όμως από τ’ αρνητικά περιστατικά που περιγράψαμε, μια νότα αισιοδοξίας έρχεται από πρόσφατες έρευνες που δείχνουν τη θετική επιρροή των γυναικών όταν αυτές λαμβάνουν αξιώματα στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες στατιστικά επιδεικνύουν μεγαλύτερη ακεραιότητα και αμεροληψία στην άσκηση διοικητικών καθηκόντων, και παράλληλα συμβάλλουν ευεργετικά στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Προς επίρρωση των παραπάνω, η Παγκόσμια Tράπεζακατέληξε στοσυμπέρασμα ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο αξιόπιστες απ’ τους άντρες στην ανάληψη θέσεων ευθύνης, και λιγότερο επιρρεπείς στη διαφθορά. Το Μεξικό και το Περού υποστήριξαν έμπρακτα αυτό το εύρημα, καθώς το 1999 η τροχαία των χωρών αυτών αντικαταστάθηκε πλήρως με γυναίκες στις πρωτεύουσες. Η υποδόρια πεποίθηση, που επιβεβαιώθηκε, ήταν ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο ενάρετες λόγω του ρόλου τους στην οικογένεια, καθώς και την ευρύτερα μεγαλύτερη ευαισθησία τους σε ζητήματα δωροδοκίας, κακοποίησης, και εκμετάλλευσης γυναικών και ανηλίκων. Δηλωτικό της αυξημένης σημειολογίας της κίνησης αυτής είναι ότι ο πρωθυπουργός του Περού σημείωσε πως οι γυναίκες είναι πολύ λιγότερο πιθανό να δεχθούν να δωροδοκηθούν, καθώς κάτι τέτοιο θα παρέπεμπε σε οικονομικές συναλλαγές αντίστοιχες της πορνείας.

Σε μια περίοδο που κάθε χώρα του πλανήτη μαστίζεται από πολλαπλά σκάνδαλα διαφθοράς, οι ειδικοί προτείνουν ότι η είσοδος περισσότερων γυναικών στα κυβερνητικά σχήματα είναι ένας απλός και αποτελεσματικός τρόπος μείωσης της διαφθοράς. Με βάση την ανάλυσή τους, οι γυναίκες εστιάζουν περισσότερο στη παραγωγή νομοθετικού έργου που σχετίζεται μ’ ευαίσθητους κοινωνικούς κλάδους, όπως η εκπαίδευση και η υγεία. Ο απώτερος στόχος είναι μόνο η κοινωνική ανάπτυξη, κάτι που φυσιολογικά οδηγεί σε μηδαμινή ανοχή σε περιστατικά διαφθοράς. Παρά τις παραινέσεις των ειδικών, το ποσοστό γυναικών σε ανώτατες θέσεις της δημόσιας διοίκησης αγγίζει μόλις το 19% σε παγκόσμιο μέσο όρο. Πολιτικές που θα οδηγήσουν σε αύξηση του ποσοστού αυτού, και κίνητρα που θα οδηγήσουν περισσότερες γυναίκες να μπορούν ν’ αναλάβουν θέσεις ευθύνης, είναι από κοινού αναγκαία για τη μείωση της διαφθοράς σε ευρύτερο επίπεδο.

Την ανάγκη αυτή της δυναμικής παρουσίας των γυναικών σε ανώτερες κυβερνητικές θέσεις ανά τον κόσμο την έχουν υπηρετήσει διάφοροι πολιτικοί στο πρόσφατο παρελθόν. Ένα ισχυρό παράδειγμα είναι η Laura Kövesi, η εισαγγελέας διαφθοράς της Ρουμανίας, η οποία έχει προωθήσει τον αγώνα της χώρας ενάντια στη διαφθορά, κάτι που έχει οδηγήσει σε πολλαπλές και συνεχόμενες διώξεις. Άλλα παραδείγματα είναι η Thuli Madonsela, εισαγγελέας της Νότιας Αφρικής που διεξήγαγε έρευνα τόσο για ανώτατα στελέχη της αστυνομίας όσο και για τον ίδιο τον πρόεδρο της χώρας, όπως και η Mimoza Lila, η πρώτη γυναίκα που εκλέχθηκε δήμαρχος στο Κόσοβο και κατάφερε να μεταμορφώσει τον δήμο Gjakova σε ένα από τους πιο διαφανείς δήμους παγκοσμίως αναφορικά με την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και τη χρήση εργαλείων διαφάνειας (π.χ. ανοικτά δεδομένα) για την υπογραφή δημοσίων συμβάσεων. Παρόλο που η κοινή γνώμη τείνει να θεωρεί ότι οι γυναίκες εκλεγμένες εκπρόσωποι είναι περισσότερο ακέραιες από τους άνδρες, η διαφθορά δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα γυναικών προέδρων που πρόσφατα έχουν διωχθεί και παραιτήθηκαν από τα προεδρικά τους αξιώματα για σκάνδαλα διαφθοράς, όπως αυτό της Dilma Roussef στη Βραζιλία και της Parka Geun-hye στη Νότια Κορέα.

Συνολικά, το παρόν άρθρο δεν επιχειρεί μια απλουστευμένη και διπολική ανάλυση της διαφθοράς με βάση το φύλο. Η διαφθορά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο υφίσταται ανεξάρτητα, ωστόσο επηρεάζει περισσότερο τις γυναίκες, και παράλληλα οι γυναίκες αντιστέκονται περισσότερο στον πειρασμό να διαφθαρούν. Αυτό δεν σημαίνει προφανώς ότι επιθυμούμε τη δημιουργία στερεοτύπων- αντίθετα, επιθυμούμε τη δημιουργία αξιόλογων πολιτικών για την καταπολέμηση της διαφθοράς που έχουν σχεδιαστεί λαμβάνοντας την ισότητα των φύλων υπόψη. Χρειαζόμαστε μια δημιουργική ατζέντα, κοινωνικά δίκαιη, που να ενδυναμώνει τις γυναίκες και να τις παροτρύνει να λάβουν μέρος στο δημόσιο λόγο και ν’ αναλάβουν δημόσια καθήκοντα. Ευρύτερα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα παραδείγματα άλλων χωρών, βέλτιστες πρακτικές και επιστημονικές μελέτες, ώστε να εμπνευστούμε και να γίνουμε κοινωνοί πραγματικής ισότητας μεταξύ των φύλων και στην Ελλάδα. Άλλωστε, το να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις που έχουμε για να προωθήσουμε την ισότητα και να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά μόνο οφέλη μπορεί να έχει για κάθε μέλος της κοινωνίας μας.

Keywords
Τυχαία Θέματα