Οι ευρωατλαντικές σχέσεις ξανά στο προσκήνιο

Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Mark Rutte (αριστερά) συνομιλεί με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen πριν από συνάντηση στην έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες, Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024. (AP Photo/Virginia Mayo)

Η πρόσφατη δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ, περί πιθανής αποχώρησης των Η.Π.Α. από το ΝΑΤΟ, αν τα κράτη-μέλη εξακολουθήσουν να μην ανταποκρίνονται στο στόχο του 2% όσον αφορά

τις αμυντικές δαπάνες, πιθανότατα αποτελεί «μπλόφα» αλλά και είναι χαρακτηριστική των όσων θα γίνουμε μάρτυρες το επόμενο χρονικό διάστημα. Μάλιστα, η δήλωση του νέου Προέδρου των Η.Π.Α. συνοδεύτηκε από δημοσιεύματα περί αύξησης του στόχου της Συμμαχίας για τις αμυντικές δαπάνες στο 3% του Α.Ε.Π..

Αν ξεφύγουμε από την ευρωκεντρική λογική και αντικρίσουμε τον πλανήτη ολιστικά, θα αντιληφθούμε ότι ο Τραμπ ούτε υπέρ της απομόνωσης της Ουάσιγκτον στη αμερικανική ήπειρο τάσσεται ούτε, όμως, εκφράζει και μια μεσσιανική αντίληψη για τη θέση της χώρας του στον πλανήτη, η οποία εύκολα δύναται να οδηγήσει σε υπερεξάπλωση. Αντιθέτως, βρίσκεται εγγύτερα στη συλλογιστική του παρελθόντος «δόγματος Νίξον», το οποίο επίτασσε εστίαση στα υψηλής προτεραιότητας σημεία του πλανήτη και κατά τα λοιπά διαμοιρασμό ρόλων σε κομβικούς συμμάχους. Υπ’ αυτούς τους όρους, ο Τραμπ προσηλώνεται στον Ειρηνικό και στην εξισορρόπηση της Κίνας, εξ απόψεως επιχειρησιακών δεσμεύσεων και όχι διπλωματικού ενδιαφέροντος, το οποίο είναι δεδομένο πως αφορά το σύνολο των γεωπολιτικά κρίσιμων σημείων του πλανήτη.

Ωστόσο, η επιχειρησιακή δέσμευση των Η.Π.Α. στη Δυτική Ευρώπη και στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή, κατά τη συγκεκριμένη γεωστρατηγική πρόταση, οφείλει να περιοριστεί περαιτέρω προς αποφυγή του κινδύνου της υπερεξάπλωσης και προς ενίσχυση των δυνάμεων στην Ινδοκίνα, στον Ειρηνικό και εν γένει, στην Αυστραλασία. Στην πράξη, αυτό συνεπάγεται την απαίτηση της Ουάσιγκτον από τους συμμάχους της – και βασικά τους Ευρωπαίους εταίρους της στο ΝΑΤΟ – να αναλάβουν ευθύνες και επιχειρησιακά βάρη. Η απαίτηση Τραμπ για την αύξηση των αμυντικών δαπανών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία που δεν τηρούν το στόχο του 2% επί του Α.Ε.Π., συνιστά κατ’ ουσία μήνυμα τέλους των “free riders”.

Το ζήτημα των “free riders” ή των απλών «καταναλωτών ασφαλείας δίχως υποχρεώσεις» αγγίζει τον πυρήνα των ευρωατλαντικών σχέσεων και κατ’ επέκταση και του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ενώ ορίζεται στη βάση τεσσάρων υποθέσεων εργασίας, οι οποίες έχουν παρατεθεί και αναλυθεί από τον Παναγιώτη Ήφαιστο σε πλήθος σχετικών δημοσιευμάτων.

Αρχικά, ο Stanley Hoffman, εν έτει 1966 επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι: «Για τρεις λόγους, η ενοποιητική διαδικασία υπήρξε το θύμα και το αποτέλεσμά της η επιβίωση του έθνους-κράτους. Ο ένας λόγος χαρακτηρίζει κάθε διεθνές σύστημα και οι άλλοι δύο μόνο το Ευρωπαϊκό σύστημα. Η εσωτερική λογική και ο τρόπος εξέλιξης κάθε διεθνούς συστήματος βρίσκεται στη διαφορά των εσωτερικών του συντελεστών, στις γεωϊστορικές συνθήκες που το χαρακτηρίζουν και τις εξωτερικές επιδιώξεις των μονάδων που το συνθέτουν. Κάθε σύστημα χαρακτηριζόμενο από κατατεμαχισμό (σ.σ.: οργανωμένο σε ανεξάρτητες, ετερογενείς, ανομοιογενείς και κυρίαρχες μονάδες), τείνει, με τη δυναμική που αναπτύσσει η ενυπάρχουσα ανισότητα, να αναπαραγάγει την ετερότητα».

Εν τοις πράγμασι, ο Hoffman περιέγραψε ότι, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης διαιωνίζει και συντηρεί το έθνος-κράτος, καθώς αναπαράγει και αυξάνει την ετερότητα μεταξύ των μονάδων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην κρατική κυριαρχία, στους κρατικούς θεσμούς, στον πολιτισμό, στις οικονομικές δομές του κάθε κράτους-μέλους και εν τέλει, στη θέση εκάστου κράτους-μέλους στο διεθνές σύστημα. Όπως γνωρίζουμε, το διεθνές σύστημα κατακερματίζεται σε μορφικά όμοιες μονάδες, οι οποίες διαφέρουν ωστόσο μεταξύ τους ως προς τη θέση τους στην κλίμακα ισχύος, ενώ παράλληλα επιζητούν αενάως το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στον αυτοπροσδιορισμό τους.

Κατά συνέπεια, ο άξονας κάθε διακρατικού συνεργατικού σχήματος κατατείνει να είναι η ισχυροποίηση του κάθε συμμετέχοντος κράτους και κατ’ επέκταση η διαρκής προσπάθειά του να εδραιωθεί στη διεθνή κατανομή ισχύος. Γι’ αυτό το λόγο, η διακρατική συνεργασία υλοποιείται όχι με όρους «αλτρουισμού», αλλά υπό τους όρους της σύγκλισης συμφερόντων και της συναντίληψης επί απειλών, προκλήσεων και ευκαιριών, χωρίς να διαρρηγνύεται η συνθήκη της ετερότητας.

Περαιτέρω, ο Hedley Bull, εν έτει 1982 και σε συνέχεια της αντίστοιχης υπόθεσης του Hoffman, υπογράμμισε ότι: «Δεν υπάρχει υπερεθνική κοινότητα στη Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει μια ομάδα κρατών. Υπάρχει ένα κονσέρτο κρατών, των οποίων η βάση είναι μια περιοχή ως προς την οποία πιστεύεται πως υπάρχουν κοινά συμφέροντα μεταξύ των μεγαλυτέρων δυνάμεων. Η ιστορία των Ευρωπαίων είναι μια ιστορία εγγενούς-ενδημικής σύγκρουσης. Εάν πρόσφατα απέκτησαν τη συνήθεια της συνεργασίας (σ.σ.: στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης), αυτό έγινε υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ και υπό την απειλή εξ ανατολών. Ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια «κοινότητα ασφαλείας» ή μια «περιοχή ειρήνης» είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δε θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά».

Σύμφωνα με την ως άνω υπόθεση, ένα κρατοκεντρικό – αντί υπερεθνικό σύστημα – κατατείνει στη συντήρηση των ανταγωνισμών ισχύος, καθότι η αβεβαιότητα για τις προθέσεις του άλλου ωθούν την κάθε Μεγάλη Ευρωπαϊκή Δύναμη διαρκώς να λαμβάνει μέτρα εξισορρόπησης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα σπιράλ ανταγωνισμού. Γιατί δεν το είδαμε αυτό ευδιάκριτα στη μέχρι πρότινος πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Επειδή η αβεβαιότητα για τις προθέσεις του άλλου συντηρείται και οξύνεται εν μέσω καθεστώτος διεθνούς αναρχίας, ήτοι απουσίας ρυθμιστικής αρχής στο διακρατικό σύστημα. Όταν, όμως, προκύπτει ένας ηγεμονικός σταθεροποιητής, κατά πως συνέβη στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών μεταπολεμικά, τότε η στρατηγική ομπρέλα λειτουργεί ως θερμοκήπιο για τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών διακρατικής συνεργασίας χάριν μιας μείζονος απειλής, όπως οριζόταν η σοβιετική.

Συνεπώς, το όφελος της συνεργασίας υπερέβαινε το κόστος στο πλαίσιο του ορθολογικού κριτηρίου, επειδή οι Αμερικανοί μετρίαζαν με την παρουσία τους τις ενδεχόμενες κεντρόφυγες τάσεις. Τί παρατηρείται, όμως, κατά τον περιορισμό της αμερικανικής στρατηγικής δέσμευσης στην Ευρώπη εσχάτως, χάριν της μετακύλισης του επιχειρησιακού βάρους στον Ειρηνικό για την ανάσχεση της Κίνας, προτεραιότητα στην οποία φαίνεται ότι θα δώσει έμφαση η επικείμενη προεδρία Τραμπ;

Αναδεικνύεται ότι οι ηγεμονικές τάσεις επιστρέφουν, όπως και τα διλήμματα ασφαλείας μεταξύ – προς το παρόν – μικρομεσαίων δυνάμεων. Ήδη προ δεκαετίας, ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας Leon Panetta δήλωνε χαρακτηριστικά ότι η αναλογία 50-50 όσον αφορά τις ναυτικές δυνάμεις στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό μεταλλάσσεται σταδιακά με τελικό στόχο την αναλογία 40-60. Το εν λόγω δεδομένο αφήνει κενά ισχύος στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τα οποία αναγιγνώσκονται κατά περίπτωση είτε ως ευκαιρίες είτε ως απειλές, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση των «ιδιοτελών» στρατηγικών από πλευράς των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, αλλά και των άλλων μικρομεσαίων δυνάμεων, όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία.

Ακολουθώντας το συλλογισμό του Bull, ο Kenneth Waltz, εν έτει 1979, έρχεται να τονίσει και εκείνος με τη σειρά του ότι: «Η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, υπό την σκιά των υπερδυνάμεων, διαπίστωσαν γρήγορα πως ο πόλεμος μεταξύ τους είναι αντιπαραγωγικός και σύντομα άρχισαν να πιστεύουν πως είναι, επίσης, αδύνατος. Επειδή η ασφάλεια όλων βασιζόταν στις επιλογές άλλων και όχι στις δικές τους, ήταν εφικτό να γίνουν ενοποιητικά βήματα».

Υπό συνθήκες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή, η ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη ταυτίστηκε με τη διπολική αντιπαράθεση στο πλανητικό επίπεδο μεταξύ των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ.. Τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης κατέστησαν «καταναλωτές ασφάλειας», ήτοι δρώντες οι οποίοι ικανοποιούσαν τις αμυντικές ανάγκες τους μέσω της πρόσδεσής τους σε ένα συγκεκριμένο γεωστρατηγικό άρμα. Η μερική μετάβαση από τη συγκεκριμένη κατάσταση έφερε αργά ή γρήγορα το ευρωπαϊκό εγχείρημα ενώπιον διευρυμένων προκλήσεων, όπως το Brexit ή το μέχρι πρότινος πιθανολογούμενο Polexit, αλλά και έθεσε ως ιδιαίτερα πιθανό τα προηγούμενα χρόνια το Grexit. Με διαφορετικά λόγια, με αφορμή ενδεχόμενο περιορισμό της στρατηγικής δέσμευσης στον αμερικανικό παράγοντα και δεδομένων ότι το ευρωπαϊκό διακρατικό σύστημα είναι εγγενώς κατακερματισμένο και τα κρατικά συμφέροντα είναι ετερόκλητα, η κάθε υπερεθνική πτυχή του ευρωπαϊκού συστήματος καταλήγει να ισχυροποιεί τις εθνοκρατικές δομές. Κατά συνέπεια, δε θα έπρεπε να προκαλεί ουδεμία εντύπωση η αντιμετώπιση των διακρατικών ζητημάτων εντός της Ευρώπης, υπό τους ανάλογους διακυβερνητικούς όρους.

Προς επίρρωση των ως άνω υποθέσεων, ο Γερμανός εκδότης και ακαδημαϊκός Josef Joffe πρόσθεσε, εν έτει 1984, ότι:

«Η θεωρία των συμμαχιών υποστηρίζει ότι τα κράτη συνασπίζονται για να εξασφαλίσουν την ασφάλειά τους. Στην περίπτωση του ΝΑΤΟ, όμως, τα κράτη μέλη συνασπίσθηκαν επειδή η ασφάλειά τους εξασφαλιζόταν από έναν ισχυρό εξωτερικό συντελεστή, ο οποίος πρόσφερε αξιόπιστα εσωτερική και εξωτερική τάξη και ασφάλεια στη Δυτική Ευρώπη. […] Χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Δυτική Ευρώπη μπορεί να επιστρέψει σε εξισορροπητικές διαδικασίες της προπολεμικής περιόδου αντί να προχωρήσει στην ενοποιητική διαδικασία. Ο αδύναμος θα αισθανθεί ξανά ανησυχία για τις προθέσεις του ισχυρού και ο ισχυρός – όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία – θα αρχίσουν, για ακόμη μια φορά, να ανησυχούν για τις προθέσεις αλλήλων».

Με αφορμή το παρόν παράθεμα από το περίφημο άρθρο του Joffe με τίτλο “Europe’s American Pacifier”, αξίζει επιπροσθέτως να σημειωθεί ότι η εξωτερική κυριαρχία των ευρωπαϊκών κρατών εξίσου σημαδεύτηκε και εξακολουθεί εν μέρει να σημαδεύεται από τη στρατηγική συμπεριφορά των Η.Π.Α., ενώ η συντελούμενη εσχάτως μετάβαση δημιουργεί νέες προκλήσεις.

Εν προκειμένω, δηλαδή, μια ενδεχόμενη οριστική οικονομική και κατ’ επέκταση γεωστρατηγική κατάρρευση της Ελλάδας, η οποία γεωγραφικά συνιστά κράτος εμπροσθοφυλακής για την ευρωπαϊκή άμυνα, τί θα σήμαινε για τη δυνατότητα αποτελεσματικής διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών προς την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη; Ποιες προϋποθέσεις στρατηγικού ντόμινο θα προέκυπταν, αν ταυτόχρονα με την εξέλιξη της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης» στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή και ιδίως στις γειτονικές προς την Ευρώπη χώρες του Μαγκρέμπ, εκτυλισσόταν και μια εξουθένωση κράτους της ευρωπαϊκής ηπείρου και μάλιστα, μέλους της Ευρωζώνης; Σε ποιο βαθμό τέτοιου είδους γεωστρατηγικά κριτήρια συνιστούν προτεραιότητα και άξονα λήψης αποφάσεων για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και πώς τα εν λόγω δεδομένα ερμηνεύουν την εκκωφαντική απουσία μέχρι στιγμής πραγματικά κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας;

Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, δημιουργήθηκε ένα στρατηγικό «θερμοκήπιο», εντός του οποίου προχώρησε κατ’ αρχάς απρόσκοπτα το ευρωπαϊκό εγχείρημα, με τη διεύρυνση να συντελείται επί αντιηγεμονικής βάσης, ήτοι με σεβασμό στην ισότιμη συμμετοχή του συνόλου των κρατών-μελών. Η εν λόγω προτεραιότητα διασφαλίστηκε μέσω του δικαιώματος αρνησικυρίας, το οποίο πολλάκις επιστρατεύτηκε προκειμένου να εισακουστούν τα αδύναμα κράτη-μέλη, αλλά και διαμέσου της αρχής του διακυβερνητισμού. Ο διακυβερνητισμός έχει διασφαλίσει διϊστορικά την αυτονομία των κρατών-μελών και τον αυτοπροσδιορισμό τους, ενώ ενδεχόμενο τέλος του ως κορυφαία πηγή χάραξης πολιτικής – μέσω και του φημολογούμενου περιορισμού του δικαιώματος του βέτο – ταυτίζεται με το τέλος ενός ορθοτομημένου συσχετισμού πολιτικής ισχύος.

Τα ευρωπαϊκά κράτη παρακολουθούν «ενεοί και κεχηνότες» τις τρέχουσες εξελίξεις στο επίπεδο των βασικών πόλων του διεθνούς συστήματος, δείχνοντας να αγνοούν ότι η αμοιβαία στρατηγική δέσμευση μεταξύ των συμμάχων περνά μέσα από τη σύγκλιση συμφερόντων και τη συναντίληψη απειλών, αλλά και τη βούληση που εκατέρωθεν επιδεικνύεται για ανάληψη στρατηγικού κόστους. Με άλλα λόγια, όπως θα το έθετε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης: «Οι σύμμαχοι αξίζουν για εσένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς».

Προς τούτο, το 2025 ως έτος έναρξης της νέας θητείας Τραμπ και υπό το βάρος των θέσεων του για την Ουκρανία και τη Ρωσία, την Κίνα και την Άπω Ανατολή, καθώς και το μέλλον του ΝΑΤΟ, προμηνύεται άκρως ενδιαφέρον. Οι ευρωατλαντικές σχέσεις επαναξιολογούνται στη βάση ενός νέου ορισμού στρατηγικών στόχων, μέσων και αντιπάλων από πλευράς των Η.Π.Α.. Το «στρατηγικό θερμοκήπιο» θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά τα έξοδα λειτουργίας θα πρέπει πλέον να μοιραστούν, χάριν ευρύτερων, πλανητικής εμβέλειας προτεραιοτήτων.

Keywords
ξανα, εν λόγω, νατο, βρυξέλλες, hoffman, bull, ηπα, σημαίνει, ήτοι, διλήμματα, leon, ουγγαρια, γαλλια, συγκεκριμένο, ελλαδα, εκκωφαντική, απρόσκοπτα, συμμετοχή, ρωσία, γερμανος, εθνος, υπουργειο εσωτερικων, σταση εργασιας, μεταναστευση στην αυστραλια, Καλή Χρονιά, εκλογες ηπα, ήτοι, χωρες, ρωσία, γερμανια, εδρα, ηπα, ισπανια, ιταλια, κινα, ουκρανια, πλαισιο, αυξηση, αρθρο, αξιζει, αμυνα, αμοιβαια, αξονας, απρόσκοπτα, αφορμη, βετο, βρισκεται, βρυξέλλες, δεδομενο, διαστημα, δυναμη, δυνατοτητα, δηλωση, διλήμματα, δωσει, δυτικη, εγινε, εγχειρημα, ευκολα, υπαρχει, εκκωφαντική, εν λόγω, εν μερει, εξελιξη, εξοδα, επρεπε, ερχεται, εστιαση, εσωτερικων, ετος, ευρωπη, ηνωμενες πολιτειες, υποθεση, θεωρια, ισορροπια, κλιμακα, λογια, λογο, νατο, ομαδα, ομπρελα, ουασιγκτον, ουσια, οφελος, πηγη, ποθος, πολωνια, συγκεκριμένο, συνεχεια, συντομα, συντηρηση, σειρα, συμμετοχή, το εθνος, τριτη, ισχυρος, φορα, ασφαλεια, bull, δικαιωμα, εμφαση, hoffman, ηπειρο, ιδιαιτερα, leon, μια φορα, σημαίνει, θερμοκηπιο
Τυχαία Θέματα