Γκουαντάναμο: Ο κουβανικός κόλπος που ελέγχεται από τις ΗΠΑ εδώ και 115 χρόνια

Επιμέλεια: Αντώνης Ρηγόπουλος

Στις 22 Ιανουαρίου του 2009, μόλις δύο ημέρες μετά την έναρξη της προεδρίας του Μπάρακ Ομπάμα, εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία οι αρχές θα πρέπει «σε σύντομο διάστημα να κλείσουν τις εγκαταστάσεις κράτησης στο Γκουαντάναμο». Σύμφωνα με τον ίδιο, το οριστικό κλείσιμο των φυλακών του Γκουαντάναμο στις ΗΠΑ θα ολοκληρωνόταν σε περίπου έναν χρόνο από τότε. Σχεδόν 10 χρόνια αργότερα οι φυλακές είναι ακόμη εκεί και κρατούνται 41 άτομα.

Με αφορμή τη σημερινή συμπλήρωση

115 ετών από την προσάρτηση του Κόλπου του Γκουαντάναμο στις ΗΠΑ, εξετάζουμε την πολυτάραχη ιστορία της περιοχής και τις αλλαγές… χρήσης που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια από τον αμερικανικό στρατό.

Πώς κατέληξε στις ΗΠΑ η περιοχή

Η ιστορία των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στο Γκουαντάναμο έχει ιστορία μεγαλύτερη του ενός αιώνα, και η «άκρη» του νήματος μπορεί να εντοπιστεί στον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο. Άλλωστε από τότε ο έλεγχος του κόλπου του Γκουαντάναμο ήταν αντικείμενο ανταγωνισμών.

Έως το 1898, η Κούβα ανήκε στην Ισπανία. Καθώς η ισπανική αυτοκρατορία κατέρρεε όμως, οι Κουβανοί άρχισαν να πολεμούν για την απελευθέρωσή τους από τους αποικιοκράτες. Ήταν τότε που οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν με σκοπό να βοηθήσουν τους «γείτονές» τους.

Άλλωστε είχε προηγηθεί η βύθιση του αμερικανικού USS Maine στη θαλάσσια περιοχή ανοιχτά της Κούβας. Όταν ο πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ισπανίας τερματίστηκε, και αφού είχε διευθετηθεί με πολεμικούς όρους το ζήτημα της ισπανικής παρουσίας στις Φιλιππίνες, η Ισπανία παρέδωσε τον έλεγχο της Κούβας και του Πουέρτο Ρίκο στις ΗΠΑ. Τρία χρόνια αργότερα η Κούβα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος.

Ωστόσο, η ανεξαρτητοποίηση δεν θα γινόταν δεκτή από τις ΗΠΑ αν και οι ίδιες δεν είχαν αποκομίσει κάποιο όφελος. Έτσι, ως μέρος της συμφωνίας που όριζε τη διακυβέρνηση της περιοχής μετά το τέλος της ισπανικής κατοχής (Platt Amendment), η νέα κουβανική κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να πουλήσει ή να ενοικιάσει μέρος του εδάφους της στις ΗΠΑ.

Με τη συμφωνία που υπογράφηκε σαν σήμερα, στις 22 Φεβρουαρίου του 1903 και επανακυρώθηκε το 1934, αναγνωριζόταν η «απόλυτη κυριαρχία της Κούβας» επί μιας έκτασης 45 τετραγωνικών μιλίων στον Κόλπο Γκουαντάναμο στην επαρχία Όριεντ της Κούβας. Από την άλλη όμως, στην ίδια συμφωνία αναφερόταν ότι η Κούβα παραχωρεί στις ΗΠΑ «απόλυτη δικαιοδοσία και έλεγχο» στο διηνεκές, ενώ η συμφωνία μπορεί να ανατραπεί μόνο με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών.

Η ανοχή του Φιντέλ Κάστρο

Όταν κουβανική επανάσταση μπόρεσε να πάρει τον έλεγχο της χώρας και ο ιστορικός ηγέτης Φιντέλ Κάστρο ανήλθε στην διακυβέρνηση τη δεκαετία του 1950, υπήρξε μια σύντομη περίοδος κατά την οποία το καθεστώς του Γκουαντάναμο τέθηκε σε αμφισβήτηση.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του Time στις 12 Σεπτεμβρίου 1960, ο Κάστρο απείλησε να διώξει το αμερικανικό ναυτικό αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν να παρεμβαίνουν στην κουβανική οικονομία. Παρόλα αυτά, ο ίδιος γνώριζε ότι σε μια τέτοια περίπτωση, μια αμερικανική πολεμική επέμβαση εναντίον της Κούβας θα ήταν βέβαιη.

«Το να διατηρεί κανείς μια στρατιωτική βάση ενάντια στη θέληση του λαού μας είναι παραβίαση των πιο θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου», είχε δηλώσει σχετικά ο Κουβανός ηγέτης.

To εξώφυλλο του βιβλίου του Φιντέλ Κάστρο για το Γκουαντάναμο με υπότιτλο: «Γιατί η παράνομη βάση των ΗΠΑ θα πρέπει να επιστραφεί στην Κούβα»

Παρά το γεγονός ότι οι αμερικανικές εγκαταστάσεις παρέμεναν σε λειτουργία, ο Φιντέλ Κάστρο έδειχνε συχνά τη δυσαρέσκειά του για αυτή την κατάσταση, και μάλιστα όχι μόνο σε επίπεδο ρητορικής. Άλλωστε, το 1964 ο Φιντέλ Κάστρο διέκοψε την παροχή νερού προς την αμερικανική ναυτική βάση.

Οι ΗΠΑ αντέδρασαν στη συγκεκριμένη κίνηση κατασκευάζοντας τις δικές τους εγκαταστάσεις ύδρευσης και παραγωγής ενέργειας εντός των εγκαταστάσεών τους.

Το Γκουαντάναμο ως αποθήκη ψυχών

Η αμερικανική βάση επανήλθε στην επικαιρότητα έντονα, τρεις φορές μέσα στη δεκαετία του 1990.

Το 1991 κατά το πραξικόπημα στην Αϊτή, χιλιάδες κάτοικοι χώρας επιχείρησαν να προσφύγουν στις ΗΠΑ μέσω θαλάσσης. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η αμερικανική κυβέρνηση Μπους κατασκεύασε στρατόπεδα φιλοξενίας προσφύγων στο Γκουαντάναμο.

Παράλληλα, κάτοικοι της Κούβας που πλήττονταν από την πολιτική κατεύθυνση της κυβέρνησης Κάστρο επιχειρούσαν επίσης να καταφύγουν στις ΗΠΑ ζητώντας πολιτικό άσυλο.

Οι Αϊτινοί πρόσφυγες διέμειναν σε σκηνές που στήθηκαν σε αεροδιάδρομο της αμερικανικής ναυτικής βάσης

Υπολογίζεται ότι το καλοκαίρι του 1994 περίπου 20.000 Αϊτινοί και 30.000 αντικυβερνητικοί Κουβανοί που εμποδίστηκαν από τις αμερικανικές αρχές να φτάσουν στις νότιες ακτές των ΗΠΑ, εστάλησαν σε στρατόπεδα, αμφισβητούμενης καταλληλότητας, στο Γκουαντάναμο.

Το 1999, ύστερα από τη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στα Βαλκάνια, οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν να τοποθετήσουν 20.000 νέους πρόσφυγες στο Γκουαντάναμο. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ καθώς κρίθηκε ότι η Κούβα ήταν πολύ μακριά από τις πατρίδες των εκτοπισμένων.

Γκουαντάναμο: Το σύγχρονο κολαστήριο

H απόφαση να κρατηθούν οι συλληφθέντες της Αλ-Κάιντα στο Γκουαντάναμο ελήφθη λίγο μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου.

Οι πρώτοι κρατούμενοι έφτασαν στο Γκουαντάναμο στις 11 Ιανουαρίου του 2002 και από τότε, 780 κρατούμενοι έχουν περάσει τις πύλες των φυλακών που βρίσκονται εντός της αμερικανικής βάσης.

Πηγή: Petty Officer 1st class Shane T. McCoy/U.S. Navy via Getty Images

Η κυβέρνηση Μπους που την έθεσε σε λειτουργία, απομάκρυνε από τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις περίπου 500 κρατούμενους, ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα απομάκρυνε 197, χωρίς ωστόσο να κατορθώνει να υλοποιήσει την υπόσχεσή του για οριστικό κλείσιμο των φυλακών.

Πλέον στις φυλακές κρατούνται 41 άτομα, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ μόλις στις 30 Ιανουαρίου του 2018, δια στόματος του ίδιου του προέδρου ανακοίνωσε ότι θα αναζητήσει οικονομικούς πόρους από το Κογκρέσο για τη συνέχιση της λειτουργίας ώστε «να το γεμίσουμε με μερικούς κακούς τύπους», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά.

Οι φυλακές του Γκουαντάναμο είναι διαβόητες για τις ανακριτικές «τεχνικές» που χρησιμοποιούσαν οι υπεύθυνοι, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 2000.

Σύμφωνα με δεκάδες διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο έπεφταν θύματα απάνθρωπων και απαγορευμένων βασανιστηρίων μεταξύ των οποίων ο εικονικός πνιγμός (waterboarding), και η πρόκληση διαταραχών ύπνου. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους απαγόρευσαν τη χρήση «εμπλουτισμένων τεχνικών ανάκρισης» το 2007 ύστερα από τη διεθνή κατακραυγή που ξέσπασε όταν δημοσιοποιήθηκαν περιστατικά βασανισμών.

Ωστόσο, μόλις πριν δύο μήνες, τον Δεκέμβριο του 2017, ο ειδικός ερευνητής του ΟΗΕ Νιλς Μελζέρ ανέφερε ότι είχε πληροφορίες ότι ο κρατούμενος Ammar al-Baluchi, που κατηγορείται ως συνεργός στην επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, συνέχιζε να υπόκειται σε απαγορευμένες τεχνικές.

«Επιπρόσθετα στις συνέπειες προηγούμενων βασανιστηρίων που είχε υποστεί, καταγγέλλεται ότι υπόκειται ακόμη σε ήχους και δονήσεις που οδηγούν σε συνεχή διαταραχή ύπνου και σε συγγενείς σωματικές και ψυχολογικές διαταραχές, για τις οποίες φέρεται να μην λαμβάνει επαρκή ιατρική περίθαλψη», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του Γραφείου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κόλιν Πάουελ, έχει δηλώσει στο παρελθόν την ενόχληση που του προκαλούσε η ύπαρξη της φυλακής του Γκουαντάναμο. «Ως υπουργός Εξωτερικών το Γκουαντάναμο ήταν ένα πολύ βαρύ φορτίο για εμένα όταν πήγαινα σε άλλα κράτη και μιλούσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κάνοντας κριτική για το πώς φέρονται στους κρατούμενους, λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κράτηση επ’ αόριστον ή να χρησιμοποιούνται τα βασανιστήρια για να εκμαιεύουν πληροφορίες. Και πάντα έπαιρνα την απάντηση: “Μα, δείτε τι κάνετε εσείς στο Γκουαντάναμο“», είχε δηλώσει ο Πάουελ.

Η φυλακή του Γκουαντάναμο έχει χαρακτηριστεί ως «η ακριβότερη φυλακή του κόσμου», καθώς κοστίζει στο αμερικανικό κράτος περίπου 445 εκατ. δολάρια τον χρόνο. Με βάση τον σημερινό αριθμό κρατουμένων, κάθε ένας από αυτούς κοστίζει στις ΗΠΑ περισσότερο από 10 εκατ. δολάρια ετησίως.

Στην πραγματικότητα δεν είναι λίγοι οι Αμερικανοί που επιθυμούν το οριστικό κλείσιμο των φυλακών του Γκουαντάναμο, αλλά και ολόκληρης της στρατιωτικής βάσης. Ωστόσο, όπως δείχνει η μακρά ιστορία, ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι σχεδόν απίθανο.

Όσες κυβερνήσεις, καθεστώτα και αν αλλάξουν, όσο και αν μεταλλαχθούν οι ανάγκες που θα εξυπηρετεί η βάση, ένα πράγμα παραμένει σίγουρο: ότι το Αμερικανικό Ναυτικό πήγε εκεί για να μείνει.

Πηγές: Time, Reuters, CNBC, Human Rights First

Keywords
Τυχαία Θέματα