Διαγωνισμός ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων 2025 - Μελέτη διατάξεων 124-142 ΚΔΥ (εκπαίδευση-αξιολόγηση-εξέλιξη)

Κοντεύουμε να τελειώσουμε τις διατάξεις των άρθρων της ύλης του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (Ν.4798/2021), ο οποίος κώδικας είναι και ο πιο σημαντικός στο πρώτο μάθημα που εξετάζονται οι υποψήφιοι της ΕΣΔι δικαστικών υπαλλήλων. Συνήθως οι περισσότερες ερωτήσεις είναι από τον ΚΔΥ.

Όπως κάθε φορά θα σας δοθεί παράθεση των διατάξεων των άρθρων 124-142 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, για τις ενότητες «Υπηρεσιακή Εκπαίδευση», «Αξιολόγηση» και «Μονιμοποίηση-Βαθμολογική Εξέλιξη».

Πριν προχωρήσουμε στις διατάξεις θα σας δώσω τι πρέπει να θυμάστε από τη σημερινή ύλη υπό μορφή

bullets, όπως κάθε φορά και να σας βοηθήσω με αυτόν τον τρόπο να κατανοήσετε καλύτερα τις διατάξεις που ακολουθούν:

Η υπηρεσιακή εκπαίδευση διακρίνεται σε α) εισαγωγική εκπαίδευση β) μετεκπαίδευση και επιμόρφωση και γ) μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Η εισαγωγική εκπαίδευση αποτελεί προϋπόθεση για την μονιμοποίηση του δικαστικού υπαλλήλου. Μία φορά λαμβάνει ο δικαστικός υπάλληλος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης, η οποία διαρκεί για ένα (1) έτος και χορηγείται είτε ενιαία είτε τμηματικά. Στο δικαστήριο, την εισαγγελία ή την υπηρεσία όπου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος τηρείται το προσωπικό του μητρώο. Κάθε δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο (2) αξιολογητές, οι οποίοι συντάσσουν υποχρεωτικά εκθέσεις αξιολόγησης. Ο πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενος του και δεύτερος αξιολογητής είναι ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος.

Οι ηθικές αμοιβές που απονέμονται στον δικαστικό υπάλληλο σε περίπτωση επιβράβευσης είναι: α) έπαινος, β) μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων με δίπλωμα. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετά τον διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία. Βαθμολογική εξέλιξη ΥΕ: Από βαθμό Ε στον βαθμό Δ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Ε, από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 8 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στον βαθμό Β απαιτούνται 10 έτη στον βαθμό Γ. Βαθμολογική εξέλιξη ΔΕ: Από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στον βαθμό Β απαιτούνται 8 έτη στον βαθμό Γ, από τον βαθμό Β στον βαθμό Α απαιτούνται 6 έτη στον βαθμό Β. Αν ο δικαστικός υπάλληλος κατηγορίας ΔΕ τελειώσει ΙΕΚ κερδίζει 2 έτη.

Βαθμολογική εξέλιξη ΤΕ: Από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στον βαθμό Β απαιτούνται 6 έτη στον βαθμό Γ, από βαθμό Β στον βαθμό Α απαιτούνται 6 έτη στον βαθμό Β. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό κερδίζουν 2 έτη, δεύτερο μεταπτυχιακό άλλο 1 έτος και αν τελειώσουν διδακτορικό κερδίζουν 6 έτη. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό και διδακτορικό κερδίζουν τα 6 έτη. Βαθμολογική εξέλιξη ΠΕ: Από βαθμό Δ στον βαθμό Γ απαιτούνται 2 έτη στον βαθμό Δ, από βαθμό Γ στο βαθμό Β απαιτούνται 5 έτη στον βαθμό Γ, από βαθμό Β στο βαθμό Α απαιτούνται 6 έτη στο βαθμό Β. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό κερδίζουν 2 έτη, δεύτερο μεταπτυχιακό άλλο 1 έτος και αν τελειώσουν διδακτορικό κερδίζουν 6 έτη. Αν αποκτήσουν μεταπτυχιακό και διδακτορικό κερδίζουν τα 6 έτη. Οι προαγωγές διενεργούνται ύστερα από απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. Στις προαγωγές δεν υπολογίζονται α) χρόνος διαθεσιμότητας β) χρόνος αργίας γ) χρόνος αδικαιολόγητης αποχής από καθήκοντα δ) ο χρόνος προσωρινής παύσης ε) ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών στ) ο χρόνος υπηρεσιακής εκπαίδευσης και ζ) ο χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων.

Κατόπιν, πάμε να γνωρίσουμε τις διατάξεις της σημερινής ύλης μας:

Άρθρο 124 (υπηρεσιακή εκπαίδευση)

1. Η υπηρεσιακή εκπαίδευση των δικαστικών υπαλλήλων, όταν δεν αποτελεί υποχρέωση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα, συνιστά δικαίωμα, η άσκηση του οποίου ενθαρρύνεται από την υπηρεσία, στο μέτρο που δεν παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία της.

2. Η υπηρεσιακή εκπαίδευση διακρίνεται σε: α) εισαγωγική εκπαίδευση, β) μετεκπαίδευση και επιμόρφωση και γ) μεταπτυχιακή εκπαίδευση.

3. Η εισαγωγική εκπαίδευση έχει ως σκοπό την εξοικείωση του δικαστικού υπαλλήλου με το αντικείμενο των καθηκόντων του και είναι υποχρεωτική. Η μετεκπαίδευση και επιμόρφωση έχει ως σκοπό την απόκτηση από τον υπάλληλο γενικών ή ειδικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του και μπορεί να ορίζεται ως υποχρεωτική. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση οδηγεί στην απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών από αναγνωρισμένο ΑΕΙ και είναι προαιρετική.

Άρθρο 125 (εισαγωγική εκπαίδευση)

1. Ο δικαστικός υπάλληλος μετά από την ανάληψη υπηρεσίας παρακολουθεί δεκαήμερη εισαγωγική εκπαίδευση.

2. Η εισαγωγική εκπαίδευση αποτελεί προϋπόθεση για την μονιμοποίηση του υπαλλήλου και πραγματοποιείται:

α. για όσους διορίστηκαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και στα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, από τα δικαστήρια αυτά και τις δικαστικές αρχές, αντιστοίχως,

β. για όσους διορίστηκαν στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία και στις εισαγγελίες πρωτοδικών της Αθήνας και του Πειραιά, από το πολιτικό και διοικητικό πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, αντιστοίχως,

γ. για τους λοιπούς, από τα οικεία εφετεία και τις οικείες εισαγγελίες εφετών.

3. Ο δικαστής που διευθύνει το αρμόδιο κατά την παρ. 2 δικαστήριο ή δικαστική αρχή, ορίζει έναν (1) δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, αντιστοίχως, και έναν (1) δικαστικό υπάλληλο ως υπεύθυνους της εκπαίδευσης. Για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της προεισαγωγικής και της εισαγωγικής εκπαίδευσης μπορεί να ζητείται η συνδρομή της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.

4. Αντικείμενο της εισαγωγικής εκπαίδευσης είναι:

α. η ενημέρωση για την αποστολή, την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης,

β. η μελέτη και ανάλυση των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών, των δικαστικών υπαλλήλων, των οργάνων της Διοίκησης, των δικηγόρων και των διαδίκων, με έμφαση στους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν τις σχέσεις των δικαστικών υπαλλήλων με τους δικαστικούς λειτουργούς,

γ. η ενημέρωση και εξοικείωση με τα βασικά νομοθετήματα που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία του οικείου δικαστηρίου ή της οικείας δικαστικής αρχής και την κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων,

δ. η ενημέρωση και εξοικείωση με τη χρήση των ηλεκτρονικών βάσεων και συστημάτων που λειτουργούν στο οικείο δικαστήριο ή στην οικεία δικαστική αρχή.

Κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος της εισαγωγικής εκπαίδευσης λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη συνειδητοποίηση από τους δικαστικούς υπαλλήλους της σημασίας του έργου τους για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

5. Στο τέλος της εισαγωγικής εκπαίδευσης από τους αναφερόμενους στην παρ. 3 υπευθύνους εκπαίδευσης συντάσσεται έκθεση πεπραγμένων, καθώς και έκθεση για την επίδοση κάθε υπαλλήλου. H έκθεση κοινοποιείται στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό που διευθύνει το δικαστήριο ή την δικαστική αρχή στο οποίο έχει διοριστεί ο υπάλληλος, καθώς και στον κατά την παρ. 2 αρμόδιο για την εκπαίδευση δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό.

6. Ειδικά για τους Κλάδους ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων η εισαγωγική εκπαίδευση παρέχεται, όπως ορίζεται στα άρθρα 34-38 και 74, αντιστοίχως.

Άρθρο 126 (μετεκπαίδευση και επιμόρφωση)

Η υπηρεσία μεριμνά για τη μετεκπαίδευση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους και διευκολύνει τη συμμετοχή τους σε προγράμματα που πραγματοποιούνται στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, σε δικαστήρια, υπηρεσίες, εκπαιδευτικά ιδρύματα και άλλους πιστοποιημένους φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, λαμβάνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για την ισότιμη πρόσβαση των υπαλλήλων σε αυτήν.

Άρθρο 127 (μεταπτυχιακή εκπαίδευση)

Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση γίνεται με τη συμμετοχή του δικαστικού υπαλλήλου σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών συναφή με το αντικείμενο της υπηρεσίας του.

Άρθρο 128 (έκθεση πεπραγμένων)

Μετά το πέρας οποιουδήποτε προγράμματος μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης ή μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, ο υπάλληλος υποχρεούται να καταθέσει στην υπηρεσία του σχετική έκθεση. Η υπηρεσία, αν το κρίνει σκόπιμο, οργανώνει την παρουσίασή της σε ευρύτερο υπηρεσιακό κύκλο.

Άρθρο 129 (άδειες υπηρεσιακής εκπαίδευσης)

1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του να λάβει μία φορά άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης είτε μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης είτε για τη συμμετοχή του σε προγράμματα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, συναφή με το αντικείμενο της εργασίας του. Η άδεια αυτή διαρκεί έως ένα (1) έτος και μπορεί να χορηγείται είτε ενιαία είτε τμηματικά. Πραγματοποιείται με βάση συγκεκριμένο πρόγραμμα, σε δικαστήρια ή άλλες συναφείς υπηρεσίες και δημόσιους φορείς ή οργανισμούς, ειδικώς δε η μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η άδεια για μεταπτυχιακή εκπαίδευση μπορεί να παραταθεί, με τη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, έως ένα (1) ακόμη έτος, αν το μεταπτυχιακό πρόγραμμα διαρκεί πλέον του έτους και οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν.

2. Η κατά την παρ. 1 υπηρεσιακή άδεια χορηγείται σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία δεν συνυπολογίζεται η δοκιμαστική, και δεν έχουν υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας τους.

3. Έως την 30ή Σεπτεμβρίου εκδηλώνεται εγγράφως στην Υπηρεσία Προσωπικού το ενδιαφέρον των δικαστικών υπαλλήλων για τη λήψη άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης κατά το επόμενο δικαστικό έτος. Έως την 30ή Νοεμβρίου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται, κατά τομέα του άρθρου 18, ο μέγιστος αριθμός υπαλλήλων στους οποίους θα χορηγηθεί το επόμενο έτος άδεια του παρόντος και ορίζεται προθεσμία για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων των υπαλλήλων και των απαραίτητων δικαιολογητικών από τα οποία προκύπτει η αποδοχή τους από τους φορείς μετεκπαίδευσης ή μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Ειδικά για τη χορήγηση άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης σε χώρα του εξωτερικού, απαιτείται πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας ή του οικείου προγράμματος, σύμφωνα με το π.δ. 50/2001 (Α’ 39).

4. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης χορηγείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των παρ. 1 έως 3 και λαμβάνει υπόψη: α) την υπηρεσιακή επίδοση του υπαλλήλου, β) τις ανάγκες της υπηρεσίας και γ) την αξία που έχει για την υπηρεσία το προτεινόμενο πρόγραμμα.

5. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 124 χορηγείται υποχρεωτικά, αν ο δικαστικός υπάλληλος έχει λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Υποτροφία που έχει χορηγηθεί στον δικαστικό υπάλληλο από άλλο ίδρυμα ή οργανισμό, ελληνικό ή αλλοδαπό, ή από αλλοδαπή κυβέρνηση, συνεκτιμάται από το υπηρεσιακό συμβούλιο για τη χορήγηση της άδειας. Στην περίπτωση αυτή η άρνηση χορήγησης της άδειας αιτιολογείται ειδικώς.

6. Στον δικαστικό υπάλληλο στον οποίο χορηγείται άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης στο εσωτερικό, καταβάλλονται πλήρεις οι αποδοχές του.

7. Στον δικαστικό υπάλληλο στον οποίο χορηγείται άδεια για υπηρεσιακή εκπαίδευση στο εξωτερικό, καταβάλλονται οι αποδοχές του αυξημένες έως το 50%, με ειδική αιτιολογία της απόφασης χορήγησης.

8. Η κατά την παρ. 7 προσαύξηση των αποδοχών μειώνεται κατά το μέρος που καλύπτεται από υποτροφία ή άλλου είδους σχετική χρηματική αμοιβή ή αποζημίωση, που χορηγείται στον δικαστικό υπάλληλο.

9. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται οδοιπορικά έξοδα για την αρχική μετάβασή του και την επιστροφή του μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης στο εξωτερικό.

10. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης ανακαλείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για λόγους που σχετίζονται με την επίδοσή του κατά την υπηρεσιακή εκπαίδευση, καθώς και για ενέργειες που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου και θίγουν το κύρος της υπηρεσίας του. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

11. Μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να παραμείνει στην υπηρεσία για χρονικό διάστημα τριπλάσιο της διάρκειας της άδειας. Αν δεν εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος που έλαβε άδεια για εκπαίδευση στο εξωτερικό οφείλει να επιστρέψει τις επιπλέον αποδοχές που έλαβε κατά τον χρόνο της άδειας, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής με τον νόμιμο τόκο από τη λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

12. Εάν, με υπαιτιότητα του δικαστικού υπαλλήλου, διακοπεί η φοίτηση ή παρέλθει άπρακτη η προθεσμία κατάθεσης του τίτλου, ο υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει στην υπηρεσία του την προσαύξηση των αποδοχών που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της άδειας, με τους νόμιμους τόκους και ο χρόνος της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Η επιστροφή αποδοχών ενεργείται με πράξη του αρμόδιου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών οργάνου, το οποίο οφείλει να ενημερώσει η αρμόδια για το προσωπικό Υπηρεσία. Σε περίπτωση άρνησης επιστροφής των ανωτέρω αποδοχών, η είσπραξη γίνεται με τη διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων. Εάν η διακοπή ή μη κατάθεση του τίτλου σπουδών στην υπηρεσία δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου, όπως ιδίως λόγω ασθένειας, ο υπάλληλος απαλλάσσεται από την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση επιστροφής αποδοχών.

13. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να καθορίζονται οι ειδικότερες υποχρεώσεις του δικαστικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο τρόπος ελέγχου της τήρησης των υποχρεώσεων αυτών και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

14. Άδειες μικρής χρονικής διάρκειας είναι δυνατό να χορηγούνται σε δικαστικούς υπαλλήλους ύστερα από αίτησή τους για συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια και κάθε είδους συναντήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, εφόσον η συμμετοχή κρίνεται επωφελής για την Υπηρεσία.

15. Οι άδειες της παρ. 14 χορηγούνται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, ύστερα από γνώμη του αμέσου προϊσταμένου του δικαστικού υπαλλήλου, με αποδοχές για όλο το διάστημα κατά το οποίο διαρκούν οι παραπάνω δραστηριότητες. Στον χρόνο αυτό προστίθενται οι αναγκαίες ημέρες για τη μετάβαση και επιστροφή του υπαλλήλου.

Άρθρο 130 (προσωπικό μητρώο)

1. Στο δικαστήριο, την εισαγγελία ή την υπηρεσία στην οποία ανήκει κάθε δικαστικός υπάλληλος και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρείται το προσωπικό του μητρώο, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση. Ειδικά για τους υπαλλήλους του τομέα της περ. δ’ του άρθρου 18, το κατά τα ανωτέρω προσωπικό μητρώο τηρείται και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, προκειμένου να είναι εφικτή η σύνταξη της γνώμης που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 87.

2. Ειδικότερα το προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου περιλαμβάνει:

α) Τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τα στοιχεία του συζύγου ή του προσώπου με το οποίο κατάρτισε σύμφωνο συμβίωσης και των τέκνων του. Αν κάποιο στοιχείο οικογενειακής κατάστασης δεν είναι απαραίτητο για την τήρηση υποχρεώσεων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να μην το δηλώσει ή να ζητήσει τη μη τήρησή του. Ο υπάλληλος που δηλώνει τα ανωτέρω στοιχεία έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί και κάθε μεταβολή τους,

β) τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 117,

γ) τους τίτλους σπουδών και άλλα τυπικά προσόντα,

δ) τις εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων,

ε) τις αποφάσεις, έγγραφα, κάθε είδους άδειες και άλλα στοιχεία που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση και υπηρεσιακή δραστηριότητα του δικαστικού υπαλλήλου,

στ) τις πειθαρχικές αγωγές, πειθαρχικές αποφάσεις και προσφυγές που ασκήθηκαν κατά την πειθαρχική διαδικασία, καθώς και τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις,

ζ) τα στοιχεία επιστημονικής δραστηριότητας του δικαστικού υπαλλήλου, όπως δημοσιεύσεις, μελέτες, άρθρα και συγγραφικές γενικώς εργασίες και κάθε άλλης δραστηριότητας σχετικής με το αντικείμενο της υπηρεσίας του.

3. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να αφαιρεθεί στοιχείο που έχει περιληφθεί παράνομα στο προσωπικό του μητρώο, να καταχωριστεί σε αυτό κάποιο άλλο που, για οποιονδήποτε λόγο, έχει παραλειφθεί ή να διορθωθεί κάποιο στοιχείο. Αν η Υπηρεσία αρνείται να αφαιρέσει ή να διορθώσει κάποιο στοιχείο, επισυνάπτεται στο αμφισβητούμενο στοιχείο η άποψη του δικαστικού υπαλλήλου, η οποία εφεξής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Αν η Υπηρεσία διαφωνεί με την καταχώριση ορισμένου στοιχείου, καταχωρίζεται στο προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου η σχετική αίτησή του, επί της οποίας σημειώνεται η διαφωνία της υπηρεσίας.

4. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες υποχρεούνται να τηρούν το προσωπικό μητρώο σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 3 και έχουν την ευθύνη για τη σωστή ενημέρωσή του. Η παράλειψη των υποχρέων για εφαρμογή του πρώτου εδαφίου συνιστά το παράπτωμα της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 165.

5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται ειδικότερα ο τύπος του προσωπικού μητρώου και ο τρόπος τήρησης και ενημέρωσής του, ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος του δικαστικού υπαλλήλου να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου, η διαδικασία διόρθωσης και συμπλήρωσης του προσωπικού μητρώου και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

Άρθρο 131 (γενικές αρχές αξιολόγησης)

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι αξιολογούνται υποχρεωτικά ως προς τα ουσιαστικά τους προσόντα βάσει συστήματος αξιολόγησης, το οποίο διέπεται από τις αρχές της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας. Η αξιολόγηση διεξάγεται σε κλίμα αξιοπρέπειας και με πνεύμα συνεργασίας.

2. Σκοπός της αξιολόγησης είναι να αναδειχθεί επακριβώς η υπηρεσιακή εικόνα του συγκεκριμένου υπαλλήλου και ο βαθμός στον οποίο η άσκηση των καθηκόντων του ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της υπηρεσίας και επιτρέπει τη διατήρηση και την εξέλιξή του σε αυτήν. Κάθε αξιολογητής οφείλει να επιτελεί το έργο του με ιδιαίτερη προσοχή, υπευθυνότητα και αντικειμενικότητα, προστατεύοντας και προάγοντας το συμφέρον της υπηρεσίας, και με σεβασμό, σε κάθε περίπτωση, στην προσωπικότητα του αξιολογουμένου.

3. Κατά την ανάδειξη αδυναμιών του αξιολογουμένου, λαμβάνεται μέριμνα για την εξεύρεση, με τη συνεργασία του, πρόσφορων τρόπων βελτίωσής του.

Άρθρο 132 (αξιολογητές και έκθεση αξιολόγησης)

1. Κάθε δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο (2) αξιολογητές, οι οποίοι συντάσσουν υποχρεωτικά εκθέσεις αξιολόγησης. Πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενός του και δεύτερος ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος. Ως προϊστάμενοι για την εφαρμογή της παρούσας θεωρούνται οι δικαστικοί υπάλληλοι, προϊστάμενοι των οικείων οργανικών μονάδων. Σε περίπτωση απόσπασης, η αξιολόγηση γίνεται από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένος ο υπάλληλος. Αν, λόγω της θέσης του αξιολογουμένου στην οικεία υπηρεσιακή μονάδα ή της διάρθρωσης των υπηρεσιών του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας, δεν υπάρχει δικαστικός υπάλληλος ανώτερος του αμέσου προϊσταμένου, δεύτερος αξιολογητής είναι ο πρόεδρος του τμήματος του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος ή, εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο διευθύνων το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία ή δικαστικός λειτουργός που ορίζεται από αυτόν. Αν δεν υπάρχει ούτε άμεσος προϊστάμενος δικαστικός υπάλληλος, μόνος αξιολογητής είναι δικαστικός λειτουργός, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πέμπτο εδάφιο. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο προϊστάμενος τμήματος και δεύτερος ο Επίτροπος στην Υπηρεσία Επιτρόπου στην οποία ανήκει, για τους προϊσταμένους τμήματος, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο Επίτροπος και δεύτερος αξιολογητής ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Συντονιστής, για τους Επιτρόπους, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Συντονιστής και δεύτερος αξιολογητής ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος άσκησε επιθεώρηση κατά το αξιολογούμενο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία Επιτρόπου σύμφωνα με τα άρθρα 124 έως 130 του π.δ. 1225/1981 (Α’ 304). Για τους Γενικούς Συντονιστές, αξιολογητής είναι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Κάθε αξιολογητής υποχρεούται να συντάσσει εκθέσεις αξιολόγησης για όλους τους υπαλλήλους αρμοδιότητάς του, εφόσον προΐστατο αυτών κατά το προηγούμενο έτος για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, ανεξάρτητα αν είχε τοποθετηθεί με σχετική απόφαση ή όχι, έστω και αν κατά τον χρόνο σύνταξης των εκθέσεων υπηρετεί σε άλλη Υπηρεσία. Αν ο προϊστάμενος άσκησε καθήκοντα για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, αλλά η υπαλληλική σχέση λύθηκε λόγω παραίτησης ή αυτοδίκαιης απόλυσης από την υπηρεσία, οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται και υποβάλλονται με μέριμνα της αρμόδιας μονάδας προσωπικού, πριν από την αποχώρησή του και πάντως εντός τριμήνου από αυτή.

3. Η έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει: α) Τους τίτλους σπουδών του υπαλλήλου, καθώς και τις

δραστηριότητες επιμόρφωσης κατά το έτος στο οποίο αναφέρεται η αξιολόγηση,

β) συνοπτική περιγραφή του έργου που επιτελέσθηκε στην οργανική μονάδα στην οποία ανήκει ο αξιολογούμενος κατά την περίοδο που αξιολογείται,

γ) συνοπτική περιγραφή του έργου που επιτελέσθηκε από τον αξιολογούμενο κατά την περίοδο που αξιολογείται,

δ) τα στοιχεία της συνέντευξης, ε) τη βαθμολογία του αξιολογουμένου βάσει των κριτηρίων των επόμενων άρθρων.

4. Οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται υποχρεωτικά εντός του πρώτου εξαμήνου κάθε έτους.

5. Αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης κοινοποιείται από την αρμόδια Υπηρεσία υποχρεωτικά με απόδειξη στον αξιολογούμενο δικαστικό υπάλληλο.

6. Ο αξιολογούμενος δικαιούται να ασκήσει ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου ένσταση κατά της έκθεσης αξιολόγησης, αν ο μέσος όρος βαθμολογίας της έκθεσης αξιολόγησης είναι μικρότερος του εβδομήντα πέντε (75), καθώς επίσης και για: α) διόρθωση της βαθμολογίας στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων στα οποία η διαφορά βαθμού του πρώτου με τον δεύτερο αξιολογητή είναι μεγαλύτερη από είκοσι τέσσερις (24) μονάδες, β) διόρθωση της αξιολόγησης στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων για τα οποία ελλείπει η απαιτούμενη κατά την παρ. 5 του άρθρου 133 και την παρ. 5 του άρθρου 134 ειδική αιτιολογία, γ) διόρθωση της βαθμολογίας, σε περίπτωση που ο αξιολογηθείς κατά το προηγούμενο έτος ως άριστος βαθμολογηθεί συνολικά με βαθμό κάτω του ενενήντα (90) και δ) διαγραφή ανακριβών γεγονότων και καταστάσεων που μνημονεύονται στην έκθεση και διόρθωση της βαθμολογίας η οποία στηρίχθηκε στα γεγονότα και τις καταστάσεις αυτές. Η ένσταση, η οποία περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου αναλυτικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ο αξιολογούμενος θεμελιώνει τους ισχυρισμούς του, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης στον υπάλληλο. Η ένσταση κατατίθεται στην υπηρεσία του υπαλλήλου, διαβιβάζεται στο υπηρεσιακό συμβούλιο και κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ειδικώς, για την περ. α), ένσταση δικαιούται να ασκήσει υπέρ της υπηρεσίας και ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

7. Το υπηρεσιακό συμβούλιο εξετάζει το παραδεκτό και βάσιμο της ένστασης και μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να οριστικοποιήσει είτε να διορθώσει την έκθεση αξιολόγησης με παράθεση πλήρους αιτιολογίας είτε να αναπέμψει την υπόθεση στους αξιολογητές προς νέα κρίση, σε περίπτωση μη τήρησης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει οποιεσδήποτε πρόσθετες διευκρινίσεις κρίνει απαραίτητες από τους αξιολογητές ή τον αξιολογούμενο και γενικώς να ενεργήσει για τη διακρίβωση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, τηρουμένης σε κάθε περίπτωσης της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφαίνεται για την ένσταση μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την περιέλευσή της σ’ αυτό.

8. Αν το συμβούλιο κληθεί να αξιολογήσει ενστάσεις υπαλλήλων που έχουν αξιολογηθεί από μέλος του, το συγκεκριμένο μέλος κωλύεται να συμμετάσχει και αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του.

9. Η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται υποχρεωτικά κατά τα υποδείγματα των εντύπων που αναφέρονται στο Παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος. Είναι δυνατή η ηλεκτρονική διεξαγωγή της κατά τα ανωτέρω αξιολόγησης των υπαλλήλων και των προϊσταμένων οργανικών μονάδων, κατά τα ισχύοντα για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Άρθρο 133 (κριτήρια και διαδικασία αξιολόγησης δικαστικών υπαλλήλων)

1. Τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

Α. Γνώση του αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.

Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά. Γ. Αποτελεσματικότητα.

2. Κάθε κατηγορία κριτηρίων αναλύεται σε επί μέρους κριτήρια ως ακολούθως:

Α. Γνώση του αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα:

α) Εμπειρία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δικαστικού υπαλλήλου.

β) Ολοκληρωμένη γνώση του αντικειμένου της θέσης εργασίας του δικαστικού υπαλλήλου στην οργανική μονάδα στην οποία υπηρετεί.

γ) Ουσιαστικό ενδιαφέρον, ανάπτυξη δεξιοτήτων και αφοσίωση στην άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού υπαλλήλου.

δ) Πρωτοβουλία, καινοτομίες, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, συντονισμός και προγραμματισμός των εργασιών του.

ε) Ανάληψη ευθυνών και ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων, συναφών προς τη φύση της υπηρεσίας.

στ) Εκπόνηση μελετών και άρθρων, καθώς και βράβευση τέτοιων εργασιών, συναφών με το αντικείμενο της υπηρεσίας.

ζ) Προτάσεις εισηγήσεις που έχουν κατατεθεί στην υπηρεσία ή έχουν υποβληθεί στην υπηρεσιακή συνέλευση, ιδίως αν έχουν γίνει αποδεκτές.

Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά α) Ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας με τους άλλους υπαλλήλους, τους προϊσταμένους, καθώς και με άλλες υπηρεσίες.

β) Συμπεριφορά και εξυπηρέτηση του κοινού. Γ. Αποτελεσματικότητα Ποιοτική και ποσοτική εργασιακή απόδοση.

3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι βαθμολογούνται χωριστά σε κάθε κριτήριο αξιολόγησης από κάθε αξιολογητή. Στη συνέχεια, εξάγεται ο μέσος όρος ανά κατηγορία κριτηρίων και ανά αξιολογητή και ακολούθως εξάγεται ο μέσος όρος βαθμολογίας των κατηγοριών κριτηρίων κάθε αξιολογητή. Ο τελικός βαθμός της αξιολόγησης προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμολογιών των δύο αξιολογητών. Η κλίμακα των βαθμών ορίζεται από το μηδέν (0) ως το εκατό (100), με ανώτατο βαθμό το εκατό (100) και κατώτατο το μηδέν (0). Δεκαδικοί αριθμοί στρογγυλοποιούνται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

4. Όλες οι κρίσεις των αξιολογητών αιτιολογούνται.

5. Με τους βαθμούς από ενενήντα (90) έως εκατό (100) βαθμολογούνται οι άριστοι υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν επιδείξει όλως εξαιρετική επίδοση στα καθήκοντά τους. Ως όλως εξαιρετική επίδοση νοείται η προσφορά έργου ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου από τον αξιολογούμενο, από το οποίο προέκυψε σημαντικό όφελος για την υπηρεσία. Για βαθμολογία ενενήντα (90) και άνω κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με καταγραφή των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων στα οποία στηρίζεται. Την πρώτη φορά που ο υπάλληλος αξιολογείται κατά τον τελικό βαθμό της παρ. 3 ως «άριστος» για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, η έκθεση αξιολόγησης εξετάζεται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, στο οποίο διαβιβάζεται από την αρμόδια για το προσωπικό υπηρεσία. Το συμβούλιο, στην περίπτωση αυτή, καλεί υποχρεωτικά σε ακρόαση τόσο τους αξιολογητές όσο και τον αξιολογούμενο. Με την απόφασή του, το συμβούλιο είτε οριστικοποιεί τη βαθμολογία της έκθεσης αξιολόγησης, είτε αποφαίνεται ότι δεν προσιδιάζει σε αυτόν ο χαρακτηρισμός «άριστος» και βαθμολογεί το ίδιο τον υπάλληλο, όπου μπορεί να προβεί αιτιολογημένα σε μείωση της βαθμολογίας. Η απόφαση του συμβουλίου δεσμεύει τους αξιολογητές.

6. Με τους βαθμούς από εβδομήντα πέντε (75) έως ογδόντα εννέα (89) βαθμολογούνται οι πολύ καλοί υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

7. Με τους βαθμούς από εξήντα (60) έως εβδομήντα τέσσερα (74) βαθμολογούνται οι καλοί υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται επαρκώς στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

8. Με τους βαθμούς από πενήντα (50) έως πενήντα εννέα (59) βαθμολογούνται οι μέτριοι υπάλληλοι, οι οποίοι, ανταποκρίνονται, κατ’ αρχήν, στις βασικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.

9. Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς υπάλληλοι.

10. Με τους βαθμούς από μηδέν (0) έως τριάντα εννέα (39) βαθμολογούνται οι ακατάλληλοι για τη συγκεκριμένη υπηρεσία υπάλληλοι.

11. Για βαθμολογία κάτω του βαθμού εξήντα (60) κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικά περιστατικά ή καταστάσεις, όπως η επιβολή πειθαρχικών ποινών, δυσμενών παρατηρήσεων προϊσταμένων του υπαλλήλου ή άλλων αντικειμενικών στοιχείων που να καταδεικνύουν προδήλως μειωμένη ανταπόκριση στα υπηρεσιακά καθήκοντα.

12. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η έκθεση αξιολόγησης, στην οποία περιέχεται και αιτιολογημένη κρίση περί του εάν ο υπάλληλος μπορεί, παρά ταύτα, να παραμείνει στην υπηρεσία, διαβιβάζεται στο οικείο δικαστικό συμβούλιο, προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση λύσης της υπαλληλικής σχέσης.

13. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ανεπαρκής σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων επί τρεις (3) συνεχόμενες αξιολογήσεις, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία της παρ. 12.

Άρθρο 134 (κριτήρια και διαδικασία αξιολόγησης προϊσταμένων οργανικών μονάδων)

1. Τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων, διευθύνσεων και τμημάτων κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:

Α. Γνώση του αντικειμένου, αντίληψη, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.

Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά.

Γ. Διοικητικές ικανότητες Αποτελεσματικότητα.

2. Κάθε κατηγορία κριτηρίων αναλύεται σε επιμέρους κριτήρια, ως ακολούθως: Α. Γνώση του αντικειμένου: α. Επαγγελματική επάρκεια. Αξιολογούνται η γνώση του αντικειμένου της υπηρεσίας, η ικανότητα οργάνωσης του ατομικού και συλλογικού φόρτου εργασίας και η ευθυκρισία.

β. Αντίληψη και ικανότητα λύσης προβλημάτων. Αξιολογούνται η ορθή σύλληψη των προβλημάτων, η ικανότητα αντίληψης σύνθετων καταστάσεων και η θέση προτεραιοτήτων, η πρόβλεψη και έγκαιρη αντιμετώπιση συνεπειών και η ορθή διαχείριση κρίσεων.

γ. Πρωτοβουλία Καινοτομίες. Αξιολογούνται η ανάπτυξη δημιουργικών και πρακτικών λύσεων, η δυνατότητα για συνεχή βελτίωση της απόδοσης και δημιουργικότητας και η εισαγωγή και αποδοχή καινοτόμων μεθόδων. Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά:

α. Συμπεριφορά και εξυπηρέτηση του κοινού. β. Επικοινωνία και συνεργασία με τους προϊσταμένους. γ. Επικοινωνία και συνεργασία με τους υφισταμένους. δ. Επικοινωνία και συνεργασία με άλλες υπηρεσίες. Αξιολογείται η ικανότητα ακριβούς και σαφούς επικοινωνίας, προφορικής και γραπτής, η ικανότητα διαπραγμάτευσης, αλλά και αντίληψης των προβλημάτων επικοινωνίας, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα.

Γ. Διοικητικές ικανότητες Αποτελεσματικότητα: α. Ικανότητα να προγραμματίζει, οργανώνει, συντονίζει και ελέγχει τις εργασίες της μονάδας του. Αξιολογείται η ηγετική ικανότητα, ιδίως ως προς την προετοιμασία μελλοντικών στελεχών και την κατανομή έργου στο προσωπικό.

β. Ικανότητα να καθοδηγεί, ενημερώνει, παρακινεί τους υπαλλήλους, να αναπτύσσει τις επαγγελματικές και προσωπικές ικανότητες και δεξιότητές τους και να παρέχει κίνητρα συνεχούς επιμόρφωσης.

γ. Ικανότητα αντικειμενικής και αμερόληπτης αξιολόγησης.

δ. Ικανότητα λήψης αποτελεσματικών αποφάσεων, ιδίως σε συνθήκες κρίσης.

ε. Κατάθεση προτάσεων για την αποδοτικότερη λειτουργία της υπηρεσίας. Εκπόνηση μελετών και άρθρων, καθώς και βράβευση τέτοιων εργασιών, συναφών με το αντικείμενο της υπηρεσίας.

στ. Ικανότητα εφαρμογής γνώσεων και εμπειρίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ανάληψη ευθυνών και ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων, συναφών προς τη φύση της υπηρεσίας, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, συντονισμός και προγραμματισμός των εργασιών του.

ζ. Εξοικονόμηση πόρων, όπως οικονομικών, εργασίας, χρόνου και υλικών μέσων.

3. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων βαθμολογούνται χωριστά σε κάθε κριτήριο αξιολόγησης από κάθε αξιολογητή. Στη συνέχεια, εξάγεται ο μέσος όρος ανά κατηγορία κριτηρίων και ανά αξιολογητή και ακολούθως εξάγεται ο μέσος όρος βαθμολογίας των κατηγοριών κριτηρίων κάθε αξιολογητή. Ο τελικός βαθμός της αξιολόγησης προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμολογιών των δύο αξιολογητών. Η κλίμακα των βαθμών ορίζεται από το μηδέν (0) ως το εκατό (100), με ανώτατο βαθμό το εκατό (100) και κατώτατο το μηδέν (0). Δεκαδικοί αριθμοί στρογγυλοποιούνται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

4. Όλες οι κρίσεις των αξιολογητών αιτιολογούνται.

5. Με τους βαθμούς από ενενήντα (90) έως εκατό (100) βαθμολογούνται οι άριστοι προϊστάμενοι, οι οποίοι έχουν επιδείξει όλως εξαιρετική επίδοση στα καθήκοντά τους. Ως «όλως εξαιρετική επίδοση» νοείται η προσφορά έργου ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου από τον αξιολογούμενο, από το οποίο προέκυψε σημαντικό όφελος για την υπηρεσία. Για βαθμολογία ενενήντα (90) και άνω κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με καταγραφή των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων στα οποία στηρίζεται. Την πρώτη φορά που ο υπάλληλος αξιολογείται κατά τον τελικό βαθμό της παρ. 3 ως άριστος για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, η έκθεση αξιολόγησης εξετάζεται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, στο οποίο διαβιβάζεται από την αρμόδια υπηρεσία προσωπικού. Το συμβούλιο, στην περίπτωση αυτή, καλεί υποχρεωτικά σε ακρόαση τόσο τους αξιολογητές όσο και τον αξιολογούμενο. Με την απόφασή του, το συμβούλιο είτε οριστικοποιεί τη βαθμολογία της έκθεσης αξιολόγησης είτε αποφαίνεται ότι δεν προσιδιάζει σε αυτόν ο χαρακτηρισμός «άριστος» και βαθμολογεί το ίδιο τον υπάλληλο, όπου μπορεί να προβεί αιτιολογημένα σε μείωση της βαθμολογίας. Η απόφαση του συμβουλίου δεσμεύει τους αξιολογητές.

6. Με τους βαθμούς από εβδομήντα πέντε (75) έως ογδόντα εννέα (89) βαθμολογούνται οι πολύ καλοί προϊστάμενοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

7. Με τους βαθμούς από εξήντα (60) έως εβδομήντα τέσσερα (74) βαθμολογούνται οι καλοί προϊστάμενοι που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

8. Με τους βαθμούς από πενήντα (50) έως πενήντα εννέα (59) βαθμολογούνται οι μέτριοι προϊστάμενοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται κατ’ αρχήν στις βασικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.

9. Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς προϊστάμενοι.

10. Με τους βαθμούς από μηδέν (0) έως τριάντα εννέα (39) βαθμολογούνται οι ακατάλληλοι για τη συγκεκριμένη θέση προϊσταμένου.

11. Για βαθμολογία κάτω του βαθμού εξήντα (60) κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικά περιστατικά ή καταστάσεις, όπως η επιβολή πειθαρχικών ποινών, δυσμενών παρατηρήσεων προϊσταμένων του αξιολογουμένου ή άλλων αντικειμενικών στοιχείων που να καταδεικνύουν προδήλως μειωμένη ανταπόκριση στα υπηρεσιακά καθήκοντα.

12. Εφόσον ο προϊστάμενος κριθεί μέτριος, ανεπαρκής ή ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η έκθεση αξιολόγησης διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής του από τα καθήκοντα του προϊσταμένου κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 146. Προκειμένου για Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η έκθεση διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμ

Keywords
αξιολογηση, μελετη, υπουργειο δικαιοσυνης, ιεκ, αει, θεσσαλονικη, αθηνα, πειραιας, ζητείται, συμμετοχή, ελλαδα, συγκεκριμένο, οφείλεται, νέα, διευκρινίσεις, ηλεκτρονική, αφοσίωση, προσφορες, συλληψεις, σταση εργασιας, μετρο, αξια, απολυσεις στο δημοσιο, κυβερνηση εθνικης ενοτητας, νεα κυβερνηση, Καλή Χρονιά, οφειλετες δημοσιου, θεμα εκθεσης 2012, ιδρυμα κρατικων υποτροφιων, αμοιβες, ζητείται, ηλεκτρονική, αδεια, αιτηση, γνωμη, γνωση, εθνικη, ιεκ, προγραμμα, σημερινη, υλη, αει, αρθρα, αρθρο, αποζημιωση, αφοσίωση, βαθμολογια, γεγονοτα, γινει, γινεται, δευτερο, διαστημα, δυνατοτητα, δηλωσεις, διδακτορικο, διευκρινίσεις, δοθει, διπλωμα, εγγραφα, υπαρχει, εκθεση, εκθεσεις, εκκαθαριση, εκπαιδευση, ενημερωση, ενενηντα, ενσταση, εξελιξη, εξι, εξυπηρετηση, εξηντα, εξοικειωση, εξοδα, επικοινωνια, ετη, ετος, ευθυνη, ιδιο, εικοσι, υπηρεσια, υπηρεσιες, υποθεση, ιδρυμα, εικονα, κυβερνηση, κλιμακα, κλιμα, λειτουργια, ληψη, ληξη, λογο, μεριμνα, μηνες, μηδεν, μειωση, μορφη, ογδοντα, ορος, ουσιαστικα, ουσιαστικο, οφελος, οφείλεται, παμε, παρουσιαση, προγραμματα, σεβασμος, σεμιναρια, συγκεκριμένο, συγκεκριμενα, συνεχεια, συνταξη, συλληψη, συμμετοχή, τυπος, τμημα, υλοποιηση, φυση, φορα, χρονος, ανηκει, δικαιωμα, εβδομηντα, εφαρμογη, εμφαση, εννεα, ερωτησεις, χωρα, υπουργειο, μια φορα, τριαντα
Τυχαία Θέματα