Να μη χάσουμε το τραίνο της Ανάπτυξης

Όπως δείχνουν οι σχετικοί δείκτες που δημοσιεύει η Παγκόσμια Τράπεζα, ούτε η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, ούτε η ποιότητα των διοικητικών ρυθμίσεων έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά.

Στην πενθήμερη συζήτηση που έγινε στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό του 2025, η συντριπτική πλειονότητα των παρεμβάσεων αφορούσε την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και έγιναν ελάχιστες, μάλλον γενικόλογες, αναφορές για την οικονομική ανάπτυξη. Ίσως η στάση αυτή να

εξηγείται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι κοινοβουλευτικοί δεν θέλουν να ασχοληθούν με τα δύσκολα και η κυβέρνηση αποφεύγει να αναφερθεί σε ένα θέμα που προκαλεί πολλά ερωτήματα και αμφισβητήσεις της πολιτικής της. Επειδή όμως η Ευρώπη γενικότερα, έχει εισέλθει σε μια περίοδο χαμηλής αύξησης του ΑΕΠ, αλλά και οι προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας μετά το 2026 δεν είναι αισιόδοξες, ίσως είναι σκόπιμο να ασχοληθούμε, ασφαλώς πολύ ελλειπτικά, με το θέμα.

Με την πολυετή πείρα στα θέματα οικονομικής ανάπτυξης, οι ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη για να είναι διατηρήσιμη πρέπει να περιλαμβάνει τρία στοιχεία: Αύξηση του ΑΕΠ, μείωση των ανισοτήτων και γενικότερα βελτίωση στην ποιότητα ζωής και διαρθρωτικές αλλαγές. Ας δούμε πως το καθένα από αυτά τα στοιχεία εξελίσσεται στη χώρα μας και ποιες είναι οι προοπτικές.

Είναι αλήθεια ότι η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, αν και χαμηλός, είναι αρκετά υψηλότερος από εκείνον των χωρών της Ευρωζώνης. Παρά τη βελτίωση όμως η παραγωγικότητα στη χώρα μας είναι παραμένει χαμηλή συγκριτικά με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Πιο συγκεκριμένα.

Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χαμηλότερο και από εκείνο του 2008. Το ίδιο ισχύει και για την αμοιβή ανά ώρα εργασίας. Φαίνεται παράδοξο ίσως, ό,τι μετά από πολλά χρόνια λιτότητας και πλήθος μεταρρυθμίσεις δεν κατορθώσαμε να βελτιώσουμε την παραγωγικότητα μας και την αμοιβή εργασίας. Αυτό ίσως εξηγεί και το γεγονός ότι αν και οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες εργασίας συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, η αμοιβή παραμένει χαμηλή, λόγω μειωμένης παραγωγικότητας.

Ας δούμε το θέμα της ποιότητας ζωής και της ανισότητας στη διανομή του εισοδήματος.

Με βάση στοιχεία της Eurostat για την ικανοποίηση των πολιτών από τη ζωή τους, το 2023, η Ελλάδα είναι πάνω μόνο από τη Βουλγαρία. Με το δείκτη Gini για την ανισότητα στη διανομή εισοδήματος, παρά τη μικρή βελτίωση των τελευταίων ετών, η ανισότητα στην Ελλάδα είναι η έκτη μεγαλύτερη στην ΕΕ. Η σημασία των παραγόντων αυτών όχι μόνο από άποψη κοινωνικής ευαισθησίας αλλά και ως συντελεστές οικονομικής ανάπτυξης είναι εμφανής και από το γεγονός ότι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα τους θεωρούν αναπόσπαστα στοιχεία στις εισηγήσεις τους για την οικονομική πολιτική.

Είναι αλήθεια ότι στη διάρκεια των τριών μνημονίων έγιναν πολλές προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις, αλλά διαρθρωτικές αλλαγές δεν φαίνεται να έγιναν.

Αν με διαρθρωτικές αλλαγές εννοούμε τη μετάθεση πόρων από τομείς χαμηλής παραγωγικότητας σε τομείς υψηλής παραγωγικότητας και την αλλαγή μοντέλου ανάπτυξης, αυτό δεν συνέβη. Το παραγωγικό πρότυπο της οικονομίας δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά, όπως φαίνεται από τα σχετικά στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία για την παραγωγικότητα που προαναφέραμε. Επιπλέον, οι σχετικοί δείκτες που δημοσιεύει η UNCTAD δείχνουν ότι η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας μας δεν έχει βελτιωθεί μεταξύ 2008 και 2022.

Συνήθως προβάλλεται το επιχείρημα ότι οι διαθρωτικές αλλαγές αποδίδουν μετά από πολλά χρόνια. Έχουν περάσει όμως αρκετά χρόνια από τότε που ένα κύμα μεταρρυθμίσεων επιβλήθηκε, ιδίως μετά το δεύτερο μνημόνιο, αλλά ουσιαστικές αλλαγές δεν φαίνεται να έγιναν ούτε στο παραγωγικό πρότυπο της χώρας, ούτε στην ποιότητα των διοικητικών μεταρρυθμίσεων.

Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι στη διάρκεια της κρίσης έγιναν αρκετές αλλαγές που απλοποίησαν διαδικασίες και εξορθολόγησαν τη διαχείριση των δημόσιων δαπανών της Κεντρικής Κυβέρνησης. Οι αλλαγές αυτές όμως δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα στη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης.

Όπως δείχνουν οι σχετικοί δείκτες που δημοσιεύει η Παγκόσμια Τράπεζα, ούτε η αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, ούτε η ποιότητα των διοικητικών ρυθμίσεων έχουν βελτιωθεί ουσιαστικά.

Όπως μάλιστα αναφέρει η έκθεση μιας εταιρίας Συμβούλων (TMF) για την πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων που επηρεάζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα, η Ελλάδα για το 2024 κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των 79 πιο ανεπτυγμένων χωρών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η διαπίστωση της έκθεσης ότι οι επιχειρήσεις στη χώρα μας πρέπει να συμμορφωθούν με ένα νέο νόμο και 32 διοικητικές αποφάσεις ανά εβδομάδα.

Το γιατί δεν μπορέσαμε να κάνουμε την οικονομία μας πιο ανταγωνιστική, παρά το πλήθος των αλλαγών που επεβλήθησαν από τους δανειστές είναι ένα θέμα που έχει εξηγηθεί από πολλούς αναλυτές και διεθνείς φορείς. Βασικός παράγοντας, που αγνοήθηκε τουλάχιστο στα πρώτα χρόνια των μνημονίων, η χαμηλή ικανότητα του κράτους. Και αυτή δυστυχώς δεν βελτιώθηκε.

Όλα αυτά τα αναφέρουμε επειδή οι περιορισμοί για την αναπτυξιακή διαδικασία της οικονομίας μας εξακολουθούν να είναι σημαντικοί και επηρεάζουν αρνητικά τη δραστηριότητα επιχειρήσεων και ιδιωτών, αλλά και την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, παράγοντες καθοριστικούς για την οικονομική ανάπτυξη. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, με μεγάλο κόστος οικονομικό και κοινωνικό, τα δημόσια οικονομικά έχουν τεθεί υπό έλεγχο και το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι σε πτωτική πορεία. Είναι επίσης σημαντικό ότι το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμούς υψηλότερους από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Όπως όμως αναγράφεται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μετά τη λήξη του Προγράμματος Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα μειωθεί περίπου στο 1,5%. Ίσως αυτό να είναι ένδειξη ότι, παρά τις πολλαπλές νομοθετικές αλλαγές η οικονομία μας δεν έχει δημιουργήσει ενδογενείς δυνάμεις ανάπτυξης.

Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι και σε άλλες χώρες που οι πιστωτές επέβαλαν, παράλληλα με τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, ευρέα προγράμματα μεταρρυθμίσεων, αυτά δεν απέδωσαν είτε λόγω περιορισμένης κρατικής ικανότητας είτε λόγω αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να τα εφαρμόσει είτε και λόγω αντιτιθέμενων συμφερόντων. Πιο πετυχημένα είναι εκείνα τα προγράμματα που επέλεξαν τη μεταρρύθμιση στους κύριους τομείς που θεωρούνται ότι εμποδίζουν τις επενδύσεις και την εξωστρεφή αναδιάρθρωση της παραγωγής.

Στην περίπτωση της Ελλάδας τέτοιοι κρίσιμοι τομείς θα μπορούσε να είναι η ταχεία επίλυση διαφορών, η πολυπλοκότητα των διοικητικών ρυθμίσεων, οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα και η αποδοτικότητα των δημόσιων δαπανών. Για το κάθε ένα από αυτά τα ίσως χρειάζεται μια πιο τεκμηριωμένη ανάλυση.

Είναι χρέος της κυβέρνησης και του πολιτικού μας συστήματος γενικότερα να δει αυτά ή και άλλα καίρια θέματα και να προχωρήσει συστηματικά στη μεταρρύθμιση τους με την προοπτική να δημιουργηθούν απλά και σταθερά συστήματα που θα διασφαλίζουν στους πολίτες και τις επιχειρήσεις διαφάνεια και σταθερότητα.

Στην ανατολή ενός νέου έτους, με πολλές διεθνείς αβεβαιότητες, μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι το πολιτικό μας σύστημα, έχει μάθει από τα παθήματα του παρελθόντος και θα τολμήσει να σχεδιάσει και υλοποιήσει αλλαγές που θα θέσουν την οικονομία μας σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, που είναι αναγκαία συνθήκη για την ευημερία όλων και ένα καλύτερο μέλλον των παιδιών μας.

(O Βασίλης Θ. Ράπανος είναι ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)

#ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ #ΑΕΠ #ΑΝΑΠΤΥΞΗ #ΟΟΣΑ
Keywords
Τυχαία Θέματα