Σκέψεις για τις ιστορικές καταβολές του Δικαιώματος Αντίστασης
Από την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 πίσω στον «Όρκο των Αθηναίων Εφήβων»
Πρόλογος
Το Δικαίωμα Αντίστασης, όπως θεσπίζεται με λακωνικό πλην όμως κανονιστικώς πλήρη και συγκεκριμένο τρόπο από την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος, συνιστά μία από τις θεμελιώδεις –μάλλον δε από πλευράς θεσμικών συμβολισμών την πιο «εμβληματική»- εγγυήσεις για την τήρηση και, επέκεινα, για την υπεράσπιση του Συντάγματος στο σύνολό του. Και τούτο διότι το Δικαίωμα
Ι. Το Δικαίωμα Αντίστασης και η διαδρομή του στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία
Η πιο κατάλληλη ερευνητική «οδός» για την νομική περιγραφή και αξιολόγηση της διαδρομής του Δικαιώματος Αντίστασης στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία είναι εκείνη, η οποία έχει ως αφετηρία την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 και στην συνέχεια «ανατρέχει» πρώτον, στην περίοδο των Ελληνικών Συνταγμάτων μετά την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους. Και, δεύτερον, στην περίοδο των «επαναστατικών» Συνταγμάτων, δηλαδή εκείνων τα οποία θεσπίσθηκαν και εφαρμόσθηκαν αμέσως μετά την έναρξη της Εθνεγερσίας του 1821 και έως την άφιξη του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στην αγωνιζόμενη ακόμη Ελλάδα. Και τούτο, διότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται ευχερέστερη και πιο ουσιαστική η έρευνα του πως «οικοδομήθηκε» σταδιακώς και προοδευτικώς μέσα στα χρόνια το σαφώς πιο ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος, αφού έτσι είναι εφικτό ν’ αναζητηθεί με πιο ευκρινή τρόπο η προέλευση κάθε κανονιστικού στοιχείου της μέσα από τις «συγγενείς» διατάξεις όλων, ανεξαιρέτως, των Συνταγμάτων τα οποία προΐσχυσαν.
Α. Η ολοκληρωμένη κατοχύρωση του Δικαιώματος Αντίστασης κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975
Σε συνέχεια των όσων επισημάνθηκαν αμέσως πιο πάνω πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως προκύπτει από την γραμματική, την ιστορική, την συστηματική και ιδίως από την τελεολογική ερμηνεία της, η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος που θεσπίζει το Δικαίωμα Αντίστασης «συμπυκνώνει» και «προεκτείνει» κανονιστικώς όλα τα σχετικά δεδομένα των αντίστοιχων συνταγματικών ρυθμίσεων από τις «καταβολές» της Ελληνικής Συνταγματικής Ιστορίας. Η πραγματικότητα αυτή αιτιολογεί μ’ επάρκεια και το ότι πρέπει να θεωρηθεί πως η ως άνω διάταξη «συνθέτει» την πιο ολοκληρωμένη έως σήμερα συνταγματική κατοχύρωση του Δικαιώματος Αντίστασης, ορίζοντας τα εξής: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με βία». Με αυτό το περιεχόμενο η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, στις γενικές της γραμμές, θεσμοθετεί το Δικαίωμα Αντίστασης αποσαφηνίζοντας ρυθμιστικώς κυρίως ότι οι φορείς του –και συγκεκριμένα καθένας και όλοι οι Έλληνες μαζί- αφενός νομιμοποιούνται να το ασκήσουν επειδή η εν γένει τήρηση του Συντάγματος «επαφίεται» στον πατριωτισμό τους. Και, αφετέρου, με αυτή την άσκησή του εκδηλώνουν δημοσίως την βούλησή τους να εκπληρώσουν και μια μορφή υποχρέωσής τους για αντίσταση, με κάθε συνταγματικώς επιτρεπτό μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με την βία. Από αυτό το κανονιστικό πλαίσιο του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος προκύπτουν, κατά κύριο λόγο, και τα εξής:
1. Το Δικαίωμα Αντίστασης είναι θεσμικώς ιδιόμορφο δικαίωμα κατ’ εξοχήν λόγω της κανονιστικής του «πολυπρισματικότητας». Με την έννοια ότι δεν μπορεί να ενταχθεί, δίχως άλλες προϋποθέσεις, στην «χορεία» των λοιπών συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, ιδίως δε των ατομικών δικαιωμάτων.
α) Και τούτο διότι ναι μεν το Δικαίωμα Αντίστασης έχει και στοιχεία ατομικού δικαιώματος, λόγω του ότι η άσκησή του νομιμοποιείται κατά το Σύνταγμα όταν μπορεί –αλλά και πρέπει, εφόσον «ενεργοποιείται και το στοιχείο της υποχρέωσης» όπως θα διευκρινισθεί κατωτέρω- να ενεργοποιηθεί ως θεσμική «ασπίδα» των φορέων του για την με κάθε συνταγματικώς επιτρεπτό μέσο «απόκρουση» οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει διά της βίας.
β) Πλην όμως «εκ φύσεως», σύμφωνα με την ρύθμιση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, υπερβαίνει, και δη κατά πολύ, το πλαίσιο του κλασικού ατομικού δικαιώματος. Και αυτό διότι οι ίδιες διατάξεις, κυρίως κατά την τελεολογική ερμηνεία τους, εντάσσουν το Δικαίωμα Αντίστασης στην γενικότερη κατηγορία των «εγγυήσεων τήρησης του Συντάγματος». Και μάλιστα όλων των διατάξεων του Συντάγματος, πρωτίστως δε εκείνων που κατοχυρώνουν τις εγγυήσεις ακώλυτης άσκησης των συνταγματικώς ρυθμιζόμενων και οριοθετούμενων κανονιστικώς δικαιωμάτων, ήτοι κατ’ ουσία των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Υπ’ αυτή δε την θεσμική μορφή του το Δικαίωμα Αντίστασης εμφανίζεται, κατά κάποιο τρόπο, και ως πρωταρχικό «δικαίωμα θωράκισης των δικαιωμάτων» εν γένει.
2. Επέκεινα, το Δικαίωμα Αντίστασης με αυτά τα θεσμικά διακριτικά γνωρίσματα νοείται ως δικαίωμα το οποίο μπορεί ν’ ασκηθεί τόσον ατομικώς, από κάθε Έλληνα, όσο και συλλογικώς, αφού φορείς του είναι και οι Έλληνες γενικώς, προκειμένου να υπερασπισθούν το Σύνταγμα από κάθε επιχείρηση κατάλυσής του διά της βίας. Δεν είναι λοιπόν ανακριβές το να υποστηριχθεί ότι μια τέτοια «συλλογική» άσκηση του Δικαιώματος Αντίστασης ταιριάζει περισσότερο με την όλη κανονιστική του «υπόσταση», αν αναλογισθούμε το πόσο πιο αποτελεσματική μπορεί ν’ αποδειχθεί στην πράξη η «συλλογική αντίσταση» λόγω του τρόπου με τον οποίο, όπως η ιστορική πορεία έχει καταδείξει, εκδηλώνονται οι ως άνω επιχειρήσεις κατάλυσης του Συντάγματος, καθιστώντας άκρως δυσχερή έως αδύνατη την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους από καθέναν ατομικώς.
α) Αυτή η ευρύτερη «θεσμική» θεώρηση του Δικαιώματος Αντίστασης εμφανίζεται τόσο περισσότερο επιβεβλημένη, όσο η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος -αντίθετα προς τις προγενέστερες αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις που προέβλεπαν ότι η τήρηση του Συντάγματος «αφιερούται» στον πατριωτισμό των Ελλήνων– ορίζει ότι η τήρηση του Συντάγματος «επαφίεται» στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
α1) Μια τέτοια «δυναμική» θεώρηση του Δικαιώματος Αντίστασης «σηματοδοτεί», αυτοθρόως, και την «ενεργητική» ισχυροποίησή του. Υπό την έννοια ότι κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος η άσκησή του καθίσταται περισσότερο «επιτακτική» για τον φορέα ή τους φορείς του, σε σημείο ώστε στην δυνατότητα άσκησής του να προστίθεται –και μάλιστα ρητώς κατά την ως άνω διάταξη- μια μορφή «υποχρέωσης» άσκησής του.
α2) Την ερμηνεία αυτή της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος «επιρρωνύει», ιδίως κατά την τελεολογική και την συστηματική της διάσταση, η διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Πραγματικά, με την διατύπωση αυτή η ως άνω διάταξη συνιστά την κανονιστική sedes materiae της αντίστοιχης υποχρέωσης τήρησης του Συντάγματος που επαφίεται «στον πατριωτισμό των Ελλήνων», κατά την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 120. Και κατ’ ακρίβεια, η «διακηρυκτική» θέσπιση του σεβασμού του Συντάγματος και των νόμων και της αφοσίωσης «στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία» της παρ. 2 «προετοιμάζουν το έδαφος», ερμηνευτικώς, για τον καθορισμό του ουσιαστικού νοήματος της υποχρέωσης τήρησης του Συντάγματος, ως «πυρηνικής» πτυχής του «πατριωτισμού» των Ελλήνων κατά την ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 120.
β) Βεβαίως, και πάντοτε κατά το γράμμα και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, η υποχρέωση αυτή δεν είναι «πλήρης», δηλαδή δεν απολήγει στην θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής άσκησης του Δικαιώματος Αντίστασης, με ανάλογες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης μιας τέτοιας υποχρέωσης.
β1) Κατά τούτο, και ως προς το σκέλος της «υποχρέωσης» που αφορά την άσκηση του Δικαιώματος Αντίστασης, η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική «lex perfecta», ήτοι σε «πλήρη» κανόνα δικαίου. Αλλά σε μια μορφή «lex minus quam perfecta», με έντονα τα χαρακτηριστικά της «κατευθυντήριας διάταξης». Η οποία έτσι καθιερώνει κανονιστικώς ένα είδος «επιτακτικής προτροπής» προς αντίσταση έναντι οιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα διά της βίας.
β2) Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, με την πρόβλεψη μιας τέτοιας μορφής «υποχρέωσης αντίστασης», προσθέτει στο Δικαίωμα Αντίστασης και ένα «ηθικώς δέον» σε ό,τι αφορά την τήρηση και την υπεράσπιση του Συντάγματος, συμβάλλοντας ουσιωδώς και στην σταδιακή καλλιέργεια και εμπέδωση μιας «νοοτροπίας αντίστασης». «Νοοτροπίας» σύμφυτης τόσο με την πλήρη κανονιστική υπεροχή του Συντάγματος έναντι των λοιπών κανόνων δικαίου της Έννομης Τάξης, όσο και με τον, οπωσδήποτε συνακόλουθο, αυστηρό χαρακτήρα του.
3. Το Δικαίωμα Αντίστασης, ως δικαίωμα ρυθμιζόμενο από συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις, ασκείται μέσα στα όρια που προσδιορίζουν οι διατάξεις αυτές. Άρα ασκείται μέσα στα όρια του ρυθμιστικού πλαισίου της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος και μόνο προς αποτροπή της κατάλυσης του Συντάγματος διά της βίας. Γεγονός που σημαίνει, περαιτέρω, και ότι η άσκησή του προϋποθέτει πλήρη σεβασμό τόσο της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας όσο και της Δημοκρατικής Αρχής. Εξ αυτών συνάγεται και ότι:
α) Προκαταρκτικώς τονίζεται ότι πρωτεύουσα και ιδιάζουσα ερμηνευτική σημασία για την κανονιστική οριοθέτηση του Δικαιώματος Αντίστασης έχει η διατύπωση εκείνη της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία διευκρινίζει με σαφήνεια ότι το δικαίωμα τούτο αναγνωρίζεται σε καθένα και όλους μαζί τους Έλληνες προκειμένου ν’ αντιστέκονται με κάθε μέσο «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει με βία» το Σύνταγμα. Και κύριο «μέτρο» για την ως άνω ερμηνευτική «πρόσληψη» της προμνημονευόμενης διάταξης είναι η θεσμική και κανονιστική υπόσταση από την μια πλευρά της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και, από την άλλη πλευρά, της Δημοκρατικής Αρχής. Ειδικότερα:
α1) Το Δικαίωμα Αντίστασης, και υπό την εκδοχή του αμιγώς ατομικού δικαιώματος και υπό την εκδοχή της «πρόσθετης» σε αυτό υποχρέωσης, επιτρέπεται -ή και επιβάλλεται, όσο επιβάλλεται- ν’ ασκηθεί εναντίον όσων επιχειρούν την κατάλυση του Συντάγματος «με τη βία». Δηλαδή με πραξικοπηματικά και άλλα εξωθεσμικά μέσα, τα οποία ουδόλως ρυθμίζονται από το Σύνταγμα και από σύμφωνες με αυτό διατάξεις. Όπως είναι κατά κύριο λόγο τα μέσα που, κατ’ αποτέλεσμα, στρέφονται ευθέως και απροκαλύπτως εναντίον της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής, με βασικό στόχο την ουσιαστική κανονιστική παράκαμψή τους ή και την πλήρη κανονιστική αποδυνάμωσή τους, είτε για την επιβολή lato sensu δικτατορικού καθεστώτος είτε και για την επικράτηση μιας μορφής «διαλυτικής» των θεσμών αναρχίας.
α2) Όλως αντιθέτως, το κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος Δικαίωμα Αντίστασης δεν μπορεί να «ενεργοποιηθεί» όταν πρόκειται για οιασδήποτε μορφής «συνταγματική αλλαγή», η οποία επέρχεται υπό τους συνταγματικώς προβλεπόμενους ή και ανεκτούς όρους, άρα με πλήρη σεβασμό της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής. Πρόκειται για τους όρους οι οποίοι εντάσσονται στο κανονιστικό πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, ακόμη και της πιο ευρείας, εφόσον συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του Συντάγματος. Ή και εφόσον συντελείται κατά praeter constitutionem -ουδέποτε όμως και κατ’ ουδένα τρόπο κατά contra constitutionem- ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, πάντοτε όμως, όπως τονίσθηκε προηγουμένως, με πλήρη σεβασμό και τήρηση της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής. Επομένως εφόσον συντελείται μέσα στο πλαίσιο της lato sensu αναθεώρησης του Συντάγματος και δίχως υπέρβαση των ακραίων ορίων της. Ένα τέτοιο παράδειγμα καθ’ όλα επιτρεπτής, θεσμικώς και κανονιστικώς, αλλαγής ακόμη και των ρυθμίσεων του Συντάγματος που αφορούν την μορφή, όχι όμως και την βάση, του Πολιτεύματος -με την απαραίτητη διευκρίνηση ότι η αλλαγή αυτή συντελέσθηκε υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1952 κατά το «μεσοδιάστημα» έως την θέσπιση του νέου Συντάγματος και δεν είναι, κατ’ ουδένα τρόπο, πλέον επιτρεπτή υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος, σύμφωνα με την ρητή και «αδιάστικτη» απαγόρευση αναθεώρησης των διατάξεών του εκείνων οι οποίες αφορούν την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, κατά την διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1- συνιστά το δημοψήφισμα του 1974. Το οποίο προκηρύχθηκε -δοθέντος ότι η επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος του 1952 είχε γίνει με την ρητή εξαίρεση των διατάξεών του ως προς την μορφή του Πολιτεύματος, κατά τις προβλέψεις της Συντακτικής Πράξης της 1ης Αυγούστου 1974- την 22α Νοεμβρίου 1974 (ΦΕΚ Α΄353). Και διεξήχθη την 8η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους με πλήρη σεβασμό της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας και της Δημοκρατικής Αρχής, μέσω δε αυτού το Πολίτευμα της «Βασιλευομένης Δημοκρατίας» αντικαταστάθηκε από εκείνο της "Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».
β) Επέκεινα, το Δικαίωμα Αντίστασης κατ’ ουδένα τρόπο συμπεριλαμβάνει εντός του «δικαιωματικού πυρήνα» του και ένα «δικαίωμα επανάστασης». Άρα το Δικαίωμα Αντίστασης, κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος, δεν είναι επιτρεπτό ν’ ασκηθεί «ἐπαναστατικῷ δικαίῳ» και με στόχο την ανατροπή της «υφιστάμενης συνταγματικής τάξης» με την πολλαπλώς ενισχυμένη δημοκρατική νομιμοποίηση. Με άλλες λέξεις το Δικαίωμα Αντίστασης δεν μπορεί ν’ ασκηθεί κατά το Σύνταγμα με στόχο την «αθέμιστη» επέλευση οιασδήποτε μορφής «επαναστατικής αλλαγής».
γ) Ο τρόπος με τον οποίο η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος θεσμοθετεί το Δικαίωμα Αντίστασης «θεραπεύει» πολλές από τις «παθογένειες» του παρελθόντος. Ιδίως δε εκείνες, οι οποίες προέκυψαν ύστερα από πραξικοπήματα που είχαν προκαλέσει και ορισμένα μεγάλα νομικά ζητήματα. Ακριβέστερα, και πάντα σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος:
γ1) Η επικράτηση ενός καθεστώτος διά της ισχύος και κατά κατάλυση του Συντάγματος και της αντίστοιχης συνταγματικής τάξης κατ’ ουδένα τρόπο δημιουργεί «δίκαιο». Κατά νομική λογική ακολουθία, το προκλητικώς αντιδημοκρατικό «δόγμα» «επανάστασις επικρατήσασα δημιουργεί δίκαιο» ανήκει, άπαξ διά παντός, σ’ ένα σκοτεινό και μακρινό παρελθόν. Την ερμηνεία αυτή της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος ενισχύει καταλυτικώς και η διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του ίδιου άρθρου αναφορικά με την θεσμική «θωράκιση» της Λαϊκής Κυριαρχίας έναντι των σφετεριστών της, σύμφωνα με την οποία: «Ο σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η παραγραφή του εγκλήματος».
γ2) Εξ αυτού προκύπτει και ότι κάθε άλλη πράξη αντίστασης των φορέων του κατά την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος Δικαιώματος Αντίστασης, με σκοπό την μη εφαρμογή διατάξεων που είναι ενδεχόμενο να επιβληθούν από οιασδήποτε μορφής δικτατορικό καθεστώς, είναι απολύτως νόμιμη και οι κυρώσεις που είναι επίσης ενδεχόμενο να έχουν επιβληθεί εν προκειμένω είναι παντελώς ανυπόστατες και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Αν δε έχουν παραχθεί εν τω μεταξύ τέτοια αποτελέσματα, αυτά μετά την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης ανατρέπονται νομικώς και με αναδρομική ισχύ, ως προς όλες τους τις συνέπειες.
δ) Το Δικαίωμα Αντίστασης διαφέρει σαφώς από την λεγόμενη «πολιτική ανυπακοή». Και τούτο διότι η τελευταία αφορά την «δυναμική» αμφισβήτηση της νομιμότητας διατάξεων, οι οποίες έχουν θεσπισθεί μέσω κανόνων δικαίου υποδεέστερης τυπικής ισχύος έναντι των διατάξεων του Συντάγματος. Ενώ το Δικαίωμα Αντίστασης, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ενεργοποιείται αποκλειστικώς και μόνο προς αντιμετώπιση των ενεργειών όσων επιχειρούν να καταλύσουν το Σύνταγμα διά της βίας.
4. Ως «εγγύηση τήρησης του Συντάγματος», κατά τ’ ανωτέρω, το Δικαίωμα Αντίστασης σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος μπορεί και πρέπει να συνδυάζεται ως προς την άσκησή του και με τις λοιπές ανάλογες «εγγυητικές» ρυθμίσεις του Συντάγματος. Και οπωσδήποτε με την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος η οποία, στο πλαίσιο των ευρύτερων εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας, ορίζει τα εξής: «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Όμως ως προς την ένταση και τα όρια του προμνημονευόμενου συνδυασμού μεταξύ τέτοιων συναφών συνταγματικών ρυθμίσεων παρατηρούνται τ’ ακόλουθα:
α) Πριν απ’ όλα η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος, υπό το συγκεκριμένο κανονιστικό της περιεχόμενο, συνιστά «θεμέλιο» και για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων –αλλά και όλων των υποδεέστερης τυπικής ισχύος, σε σχέση μ’ εκείνη του Συντάγματος, διατάξεων της Έννομης Τάξης- εκ μέρους των λειτουργών της Δικαστικής Εξουσίας. Λειτουργών, οι οποίοι ασκούν την δικαιοδοσία τους «θωρακισμένοι» με τις εγγυήσεις της κατά το Σύνταγμα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Βεβαίως, ο κατά τ’ ανωτέρω δικαστικός έλεγχος που αφορά την τήρηση του Συντάγματος «θεμελιώνεται» πρωτίστως στην συνταγματικώς καθιερωμένη κανονιστική ιεραρχία της Έννομης Τάξης. Ιεραρχία η οποία, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, ως προς τις κανονιστικές της διαστάσεις χαρακτηρίζεται ιδίως εκ του ότι «βάση» αλλά ταυτοχρόνως και «κορυφή» της Έννομης Τάξης είναι αυτό τούτο το Σύνταγμα. Και τούτο διότι από τις διατάξεις του Συντάγματος απορρέει η ιεραρχική θέση όλων των λοιπών κανόνων δικαίου της Έννομης Τάξης.
β) Ως προς την κατά την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση των δικαστικών λειτουργών να μην συμμορφώνονται «με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» διευκρινίζονται και τα εξής:
β1) Η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από το γράμμα και το πνεύμα της, δεν καθιερώνει ένα ιδιαίτερο «δικαίωμα αντίστασης» των δικαστικών λειτουργών, ανάλογο μ’ εκείνο που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος. Με την έννοια ότι δεν θεσπίζει ένα «γνήσιο» Δικαίωμα Αντίστασης υπέρ των δικαστικών λειτουργών αλλά, όλως αντιθέτως, θεσμοθετεί μια υποχρέωσή τους σύμφυτη με την άσκηση του δικαιοδοτικού τους λειτουργήματος. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά το Σύνταγμα –ιδίως δε κατά τις διατάξεις των άρθρων 87 επ.- δεν νοείται άσκηση δικαιώματος εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών κατά την εκπλήρωση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.
β2) Νοείται, πάντοτε κατά το Σύνταγμα, μόνον in concreto άσκηση της δικαιοδοσίας που τους απονέμεται κατά τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις, η οποία μάλιστα θεσπίζεται ως υποχρεωτική. Και αυτό, διότι κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του ο δικαστικός λειτουργός δεν διαθέτει οιασδήποτε μορφής διακριτική ευχέρεια. Αλλά κρίνει, και μάλιστα εν τέλει με δύναμη δεδικασμένου, κατά δέσμια ουσιαστικώς δικαιοδοσία, φυσικά με την κανονιστική ιδιαιτερότητα που εμφανίζει μια τέτοια «δεσμευτικότητα» ακριβώς λόγω της αντίστοιχης ιδιαιτερότητας της δικαστικής απόφασης και του εξ αυτής παραγόμενου δεδικασμένου, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες κατά περίπτωση δικονομικές ρυθμίσεις.
Β. Το Δικαίωμα Αντίστασης από το Σύνταγμα του 1844 έως το Σύνταγμα του 1952
Διευκρινίσθηκε ήδη ότι ιστορική «μήτρα», από την οποία διαμορφώθηκε το βασικό ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 για το Δικαίωμα Αντίστασης -φυσικά με τις πολύ σημαντικές προσθήκες που ολοκλήρωσαν την κανονιστική μορφή του- υπήρξε η διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844. Σύνταγμα το οποίο «παραχωρήθηκε» από τον «ελέω Θεού Βασιλέα της Ελλάδος» Όθωνα, ως «συμβιβασμός» του προς τις απαιτήσεις των «ηγητόρων» της επαναστατικής κίνησης της 3ης Σεπτεμβρίου 1842, και ίσχυσε μέχρι το 1864 ως «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος».
1. «Εμπνεόμενο» από τις «ρήτρες» περί των εγγυήσεων τήρησης του Συντάγματος, οι οποίες προϋπήρχαν σε σχετικά Ψηφίσματα που συμπλήρωναν το κείμενο τόσο του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» του 1823 (Σύνταγμα του Άστρους) όσο και του οριστικού «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», του 1827 (Σύνταγμα της Τροιζήνας) -για τα οποία θα γίνει λόγος εκτενέστερα στην συνέχεια- το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1844, μ’ εξαιρετικά λακωνικό τρόπο, όριζε τα εξής: «Ἡ τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
α) Ουδεμία όμως άλλη, πρόσθετη, εγγύηση υπήρχε στο Σύνταγμα αυτό για την προοπτική άσκησης ενός κανονιστικώς ολοκληρωμένου Δικαιώματος Αντίστασης σε περίπτωση επιχείρησης κατάλυσής του δια της βίας. Είναι φανερό ότι η νοοτροπία αυτή των συντακτών του όλου κειμένου του Συντάγματος του 1844 εξηγείται από την ίδια την θεσμική του φύση, και συγκεκριμένα από το γεγονός ότι ήταν προϊόν «παραχώρησης» προς τον Ελληνικό Λαό από τον «ελέω Θεού Βασιλέα της Ελλάδος», τον Όθωνα.
β) Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, σε ό,τι αφορά την ως άνω θεσμική φύση του Συντάγματος του 1844, ότι στο προοίμιό του (άρ. 2) αναφέρεται ρητώς πως ο Όθων έκανε σημαντικές παρεμβάσεις και παρατηρήσεις επί του σχεδίου του Συντάγματος τούτου πριν από την ψήφισή του εκ μέρους της Εθνοσυνέλευσης, οι οποίες έγιναν «μετ’ ευχαριστιών» δεκτές από αυτή (άρ. 3). Ενώ στην συνέχεια του ίδιου προοιμίου (άρ. 4) αναφέρεται, επίσης ρητώς, ότι αφενός ο Όθων «απεδέχθη τας παρ’ αυτής εκφρασθείσας ευχάς» και, αφετέρου, το Σύνταγμα του 1844 «συνωμολογήθη» μεταξύ αυτού «και των πληρεξουσίων του Έθνους».
2. Κατά τρόπο μάλλον «παράδοξο» η διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844, αναφορικά με το «πρωτόλειο» Δικαίωμα Αντίστασης το οποίο θέσπιζε, «υιοθετήθηκε» αυτούσια από τα μεταγενέστερα Συντάγματα μολονότι αυτά είχαν πια αποκτήσει πολύ πιο δημοκρατικά χαρακτηριστικά και, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν «Συντάγματα κατά παραχώρηση». Κάτι το οποίο προκύπτει, μεταξύ άλλων, και εκ του ότι σε όποιες περιπτώσεις τα Συντάγματα αυτά ίσχυσαν υπό το καθεστώς της Βασιλείας, ο επικεφαλής του Κράτους αναφερόταν όχι πλέον ως «Βασιλεύς της Ελλάδος» -όπως συνέβαινε με το Σύνταγμα του 1844- αλλά ως «Βασιλεύς των Ελλήνων».
α) Ειδικότερα δε η ως άνω διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844 υιοθετήθηκε αυτούσια:
α1) Από το Σύνταγμα του 1864, ως άρθρο 107.
α2) Από το Σύνταγμα του 1911, ως άρθρο 111.
α3) Από το Σύνταγμα του 1927, ως άρθρο 127.
α4) Και από το Σύνταγμα του 1952, ως άρθρο 114.
β) Από την ιστορική αναδρομή που προηγήθηκε, ως προς την πορεία της θεσμικής και κανονιστικής εξέλιξης του Δικαιώματος Αντίστασης από την διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844 έως την διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975, «αποκαλύπτονται» ευχερώς τα στοιχεία εκείνα τα οποία αναδεικνύουν τον σαφώς ολοκληρωμένο, όπως ήδη επισημάνθηκε, ρυθμιστικό «πυρήνα» της τελευταίας. Συμπερασματικώς λοιπόν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, σε σχέση με τις προγενέστερες εν προκειμένω συνταγματικές ρυθμίσεις, η διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος του 1975 έχει «εμπλουτίσει», μέσω της κανονιστικής «διορατικότητας» των συντακτών της, τα θεσμικά χαρακτηριστικά του Δικαιώματος Αντίστασης προεχόντως με τα εξής στοιχεία, τα οποία άλλωστε έχουν αναδειχθεί και στο πλαίσιο των σκέψεων που προεκτέθηκαν:
β1) Η αντικατάσταση του όρου «αφιερούται» με τον όρο «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» ενέχει προδήλως τ’ αναγκαία «ενεργητικά», και κατά τούτο «δυναμικά», στοιχεία για την πλήρη άσκηση του Δικαιώματος Αντίστασης εντός του κανονιστικού πλαισίου μιας πραγματικής «lex perfecta». Πολλώ μάλλον όταν ο όρος «επαφίεται» αιτιολογεί καταλλήλως και την καθιέρωση μιας μορφής «υποχρέωσης αντίστασης» -πάντοτε με τις διευκρινίσεις που ήδη παρατέθηκαν στον οικείο τόπο- όπως αυτή θεσπίζεται και στην συνέχεια της διάταξης του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος.
β2) Τέλος, το ρυθμιστικό πλαίσιο της άσκησης του Δικαιώματος Αντίστασης ολοκληρώνεται καθοριστικώς μέσω της λακωνικής, πλην όμως άκρως περιεκτικής, κανονιστικής οριοθέτησης του όρου «επαφίεται», όπως επισημάνθηκε αμέσως προηγουμένως. Και τούτο, διότι η ως άνω οριοθέτηση «συμπλέει» με τον κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος θεσπισμένο σκοπό της άσκησης του Δικαιώματος Αντίστασης. Δηλαδή τον σκοπό της εκ μέρους του φορέα ή των φορέων του Δικαιώματος τούτου προβολής αντίστασης, και δη με κάθε συνταγματικώς επιτρεπτό μέσο, «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει με τη βία».
Γ. Το Δικαίωμα Αντίστασης στο πλαίσιο των σχετικών ρυθμίσεων των προ του 1830 Ελληνικών Συνταγμάτων
Η τεκμηριωμένη ιστορική έρευνα αποδεικνύει ότι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη ήταν η βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Αγωνιζόμενων -καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ήτοι τόσο στο πλαίσιο του ένοπλου αγώνα όσο και στο πλαίσιο του αγώνα με κάθε διαθέσιμο πνευματικό ή άλλο παρεμφερές μέσο- Ελλήνων όχι μόνο ν’ απελευθερωθεί το επί τέσσερις αιώνες υπόδουλο, υπό τον οθωμανικό ζυγό, Ελληνικό Έθνος και να καταστεί η Ελλάδα ανεξάρτητο και αυτόνομο Έθνος-Κράτος.
1. Αλλά και ν’ αποκτήσει το Κράτος αυτό -το «Νεότερο Ελληνικό Κράτος»- ευθύς εξ αρχής θεσμικές βάσεις Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και κατοχύρωσης των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την θέσπιση ολοκληρωμένου Συντάγματος εφαρμοζόμενου στα εν τω μεταξύ απελευθερωμένα εδάφη της τότε Επικράτειας.
α) Ήταν δε τέτοια η ισχύς αυτής της και θεσμικώς προσανατολισμένης βούλησης των Αγωνιζόμενων Ελλήνων, ώστε αρκετά χρόνια πριν την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους -το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου- μέσω διαδοχικών Εθνικών Συνελεύσεων θέσπισαν Συντάγματα «μεσούσης» της «επαναστατικής περιόδου». Και τούτο, προκειμένου να θεμελιώσουν και πάνω σε όσο το δυνατόν πιο στέρεες θεσμικές «αντηρίδες» τον Αγώνα για την ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821, ενισχύοντας έτσι και το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων ως προς την προοπτική άμεσης «αποτίναξης» του οθωμανικού ζυγού. Αυτό είναι, σε τελική ανάλυση, το όλο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε, ταχύτατα, αυτό το οποίο έχει συμβολικώς χαρακτηρισθεί ως «ο συνταγματισμός των Ελλήνων» ήδη από τις απαρχές της Εθνεγερσίας του 1821.
β) Τα προμνημονευόμενα, «επαναστατικά» όπως αποκλήθηκαν, εφαρμοσθέντα Συντάγματα, ήταν:
β1) Πρώτον, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», το οποίο θέσπισε η Α΄ Εθνική Συνέλευση, το 1822.
β2) Δεύτερον, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» ή «Νόμος της Επιδαύρου», το οποίο θέσπισε η Β΄ Εθνική Συνέλευση, το 1823.
γ) Και, τρίτον, το οριστικό «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο θέσπισε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, το 1827.
2. Ο «συνταγματισμός» των Ελλήνων εκείνης της περιόδου αναδεικνύεται, μ’ εμφατική μάλιστα ενάργεια, και εκ του ότι οι κατά τα προεκτεθέντα Εθνικές Συνελεύσεις όχι μόνο θέσπισαν πλήρη κανονιστικώς και σαφώς προοδευτικά, από δημοκρατική έποψη, Συντάγματα. Αλλά φρόντισαν να «θωρακίσουν» τα Συντάγματα αυτά και με ορισμένες εγγυήσεις για την τήρησή τους. Και μάλιστα εγγυήσεις οι οποίες προοιωνίζονταν σαφώς, σε ό,τι αφορά τις ειδικότερες εγγυήσεις τήρησης του θεσπιζόμενου Συντάγματος, από την μια πλευρά το μετέπειτα «Δικαίωμα Αντίστασης» υπό την μορφή που αναλύθηκε προηγουμένως. Και, από την άλλη πλευρά, τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ο οποίος καταδεικνύει τον «αυστηρό» χαρακτήρα των Συνταγμάτων αυτών, ιδίως μέσω των προβλέψεων που όριζαν ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με κανονιστικού περιεχομένου διατάξεις υποδεέστερης τυπικής ισχύος, τις οποίες μπορούσαν να θεσπίσουν κυρίως η Νομοθετική Εξουσία και η Εκτελεστική Εξουσία. Τέτοιες εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος θέσπιζαν:
α) Πρώτον, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» («Νόμος της Επιδαύρου») του 1823, δια του Ψηφίσματος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης (άρ. 19 των Πρακτικών), το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του Συντάγματος τούτου. Κατ’ ακρίβεια, το προμνημονευόμενο Ψήφισμα όριζε, μεταξύ άλλων:
α1) «α΄ Τὸ Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὸ ὄνομα, Νόμος τῆς Ἐπιδαύρου, ἀναγνωριζόμενον εἰς τὸ ἑξῆς, ἀφιερώνεται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν λαῶν, καὶ εἰς τὸν πατριωτισμὸν παντὸς Ἕλληνος, διὰ νὰ ἐνεργῆται καθ'όλην τὴν ἔκτασιν.» Όπως ευθέως προκύπτει από την διάταξη αυτή τότε φαίνεται να θεσπίζεται, για πρώτη φορά στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, ένα «Δικαίωμα Αντίστασης» που η άσκησή του συνιστά μια μορφή εγγύησης της τήρησης του Συντάγματος, υπό την έννοια του πλήρους σεβασμού του και της επέκεινα πλήρους εφαρμογής του. Επιπλέον ο όρος «αφιερώνεται», που περιλαμβάνεται στο κείμενο της διάταξης αυτής υπήρξε, δίχως αμφιβολία, «οδηγός» για την κατά τα ως άνω διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1844 -κατά την οποία η τήρηση του Συντάγματος «αφιερούται» στον πατριωτισμό των Ελλήνων- που, όπως ήδη επισημάνθηκε, ήταν και η «αφετηρία» για την έκτοτε ρητή κατοχύρωση του Δικαιώματος Αντίστασης σε όλα, ανεξαιρέτως, τα μεταγενέστερα Συντάγματά μας.
α2) «β΄ Ἐπ' οὐδεμίᾳ προφάσει καὶ περιστάσει δύναται ἡ Διοίκησις νὰ νομοθετήσῃ ἐναντίον εἰς τὸν παρὸν Πολίτευμα». Η διάταξη αυτή «ενισχύει» ρυθμιστικώς την προηγούμενη ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος. Και τούτο ιδίως διότι κατοχυρώνει, ανενδοιάστως και αδιακρίτως, την αρχή της υπεροχής της τυπικής ισχύος του Συντάγματος έναντι των λοιπών κανόνων δικαίου της Έννομης Τάξης και, επέκεινα, έστω και εμμέσως αποσαφηνίζει κανονιστικώς τον «αυστηρό» χαρακτήρα του Συντάγματος. Με άλλες λέξεις, η διάταξη αυτή μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη ρύθμιση στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία η οποία καθιέρωσε, ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος, την κανονιστικώς θεμελιώδη αρχή του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, και δη ως ευθεία συνέπεια του «αυστηρού» χαρακτήρα του Συντάγματος. Μια αρχή η οποία «μεταφυτεύθηκε» σταδιακώς, με ολοένα και πληρέστερες διατάξεις, σε όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματά μας, με «κολοφώνα» τις ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1975, για τις οποίες έγινε λόγος προηγουμένως.
β) Δεύτερον, το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος» («Σύνταγμα της Τροιζήνας») του 1827, δια του Ψηφίσματος της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης (άρ ΙΕ΄ του «κώδηκος των ψηφισμάτων»), που και αυτό -όπως και το Ψήφισμα της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης κατά τα αμέσως πιο πάνω εκτεθέντα- αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του ως άνω Συντάγματος. Ας σημειωθεί δε ότι το Ψήφισμα αυτό της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης, μ’ ελάχιστες και καθαρώς διευκρινιστικές αλλαγές, επαναλάμβανε σχεδόν αυτούσιες τις κατά τ’ ανωτέρω «εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος» του Ψηφίσματος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης:
β1) Για το «Δικαίωμα Αντίστασης»: «Α΄ Τὸ αὐτὸ πολίτευμα, ὑπὸ τ' ὄνομα, Πολιτικὸν σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, ἀναγνωριζόμενον ἐφεξῆς ἀφιεροῦται εἰς τὴν πίστιν τῆς Βουλῆς, τοῦ Κυβερνήτου καὶ τοῦ Δικαστικοῦ, διὰ νὰ διατηρῆται ἐν ἀκριβείᾳ, ἀφιεροῦται εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν λαῶν, καὶ εἰς τὸν πατριωτισμὸν παντὸς Ἕλληνος, διὰ νὰ ἐνεργῆται καθ' ὅλην τὴν ἔκτασιν.»
β2) Και για την «ρήτρα» του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ως συνέπειας του «αυστηρού» χαρακτήρα του Συντάγματος: «Β΄ Ἐπ' οὐδεμίᾳ προφάσει καὶ περιστάσει δύναται ἡ Βουλή, ἢ ἡ Κυβέρνησις νὰ νομοθετήσῃ ἢ νὰ ἐνεργήσῃ τί ἐναντίον εἰς τὸ παρὸν πολιτικὸν σύνταγμα".
ΙΙ. Ένας «προπομπός» του Δικαιώματος Αντίστασης στο θεσμικό πλαίσιο της «Αθηναίων Πολιτείας» υπό το καθεστώς της Άμεσης Δημοκρατίας
Τίθεται, περαιτέρω, το ζήτημα αν και κατά πόσον ο κατά τα προεκτεθέντα εξαιρετικά πρώιμος «συνταγματισμός» των, αγωνιζόμενων ακόμη για την άνευ όρων ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους Ελλήνων, αποτελεί την τελική αφετηρία και για τις θεσμικές καταβολές του Δικαιώματος Αντίστασης, όπως τούτο «αποτυπώνεται» σήμερα -μετά την προδιαγραφείσα ιστορική του εξέλιξη- στην διάταξη του άρθρου 120 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος του 1975. Ή μήπως είναι επιτρεπτό επιστημονικώς -αλλά και από ιστορικονομική έποψη επιβεβλημένο- ν’ αναχθούμε και σε πολύ προγενέστερη εποχή, πάντα με οδηγό την οιονεί εκ φύσεως «προσήλωση» των Ελλήνων στους θεσμούς, και κυρίως τους πολιτειακούς, προεχόντως μέσω της ενεργού «προσήλωσής» τους στην έννοια της Δημοκρατίας εν γένει. Υπ’ αυτό το ερευνητικό «πρίσμα» επιχειρείται στην συνέχεια η θεμελίωση και τεκμηρίωση της θέσης ότι, φυσικά υπό συγκεκριμένες μεθοδολογικές, και όχι μόνο, προϋποθέσεις, το υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα Δικαίωμα -και η σύμφυτη με αυτό υποχρέωση- Αντίστασης υπέρ των πολιτειακών θεσμών και υπέρ των αυξημένης τυπικής ισχύος κανόνων δικαίου που τους εμπεδώνουν στην πράξη κανονιστικώς μπορεί ν’ αναζητηθεί στο θεσμικό πλαίσιο της «Αθηναίων
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Κατηγορίας Ειδήσεις
- Θρήνος: Πέθανε ο αγαπημένος Δημήτρης Αλεξανδρής
- Η Φάρμα: Μαρία ή Δημήτρης - Ποιος αποχωρεί στις 27/11
- Το ΝΑΤΟ μας ενημερώνει για τη βαθύτερη εμπλοκή μας στον πόλεμο της Ουκρανίας με απόφαση Μητσοτάκη!
- Survivor 27/11: Ανατροπή στη δοκιμασία αποχώρησης - Σοκ στο αποτέλεσμα
- Πρίγκιπας Παύλος: Πώς αντέδρασε μετά την απάτη με ηλικιωμένο στο Facebook
- Έκτακτο επίδομα σε οικογένειες με παιδιά, συνταξιούχους και ΑμεΑ - Πότε θα καταβληθεί
- Πυροβόλησαν άνδρα έξω από κατάστημα στον Βύρωνα
- Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου
- Εορτολόγιο 27 Νοεμβρίου: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα
- Αναδρομικά: Καταβάλλονται σήμερα 6,5 εκατ. ευρώ σε 23.000 συνταξιούχους
- Δημοφιλέστερες Ειδήσεις Dikaiologitika
- Survivor: «Άλλοι ήταν ζευγάρι και δεν είχαν δώσει ούτε φιλί μπροστά στην κάμερα»
- Greenpeace για COP29: Αυτό δεν ήταν συμφωνία, ήταν παρωδία
- Η κοινή ανακοίνωση Μπάιντεν - Μακρόν για την εκεχειρία στο Ισραήλ
- Ο Μπένος επιστρέφει στο ΠΑΣΟΚ - Πλήγμα για Μητσοτάκη
- Αναδρομικά: Πληρώνονται σήμερα 23.000 συνταξιούχοι - Αναλυτικά τα ποσά με παραδείγματα
- Σκέψεις για τις ιστορικές καταβολές του Δικαιώματος Αντίστασης
- Πυροβολισμοί στον Βύρωνα: Ένας 43χρονος ο τραυματίας - Μεταφέρθηκε στο Λαϊκό
- Ο ακροδεξιός Μπολσονάρου είχε «πλήρη επίγνωση» στο σχέδιο δολοφονίας του Λούλα
- Ισραήλ - Λίβανος: Τα ξημερώματα ξεκινά η «εύθραυστη» εκεχειρία - Όσα είπαν Μπάιντεν και Νετανιάχου
- Ο Τομ Χανκς εξερευνά την άγρια ζωή στη σειρά ντοκιμαντέρ «The Americas»
- Τελευταία Νέα Dikaiologitika
- Σκέψεις για τις ιστορικές καταβολές του Δικαιώματος Αντίστασης
- Τι θα συζητήσουν Μητσοτάκης-Ανδρουλάκης
- Το αυξημένο κόστος ζωής σε πρώτο πλάνο
- Οι νέες επενδύσεις του ΟΤΕ στο FWA, η Trade Estates και τα φορολογικά δώρα στα Αμοιβαία Κεφάλαια Επιχειρηματικών Συμμετοχών
- Τόνια σε Μιχάλη: Εσύ όπως μπήκες, έτσι έφυγες, δεν κατάλαβες τι γίνεται εδώ μέσα
- Ενοίκια: Γιατί δεν θα βγουν στην αγορά περισσότερα ακίνητα
- Ο Μπένος επιστρέφει στο ΠΑΣΟΚ - Πλήγμα για Μητσοτάκη
- Φορολογικό νομοσχέδιο: Πώς η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια και σε startup οδηγεί σε θηριώδη έκπτωση φόρου
- Πόσο ειρηνικά ζούσαν στον σοσιαλισμό Ρώσοι και Ουκρανοί;
- Καμπάνες στην κυβέρνηση από την ακρίβεια, τους χαμηλούς μισθούς, αλλά και την υπερφορολόγηση!
- Τελευταία Νέα Κατηγορίας Ειδήσεις
- Έρχεται νέο πρόγραμμα της ΔΥΠΑ για 10.000 ανέργους με μισθό 1.118 ευρώ
- Αναδρομικά: Πληρώνονται σήμερα 23.000 συνταξιούχοι - Αναλυτικά τα ποσά με παραδείγματα
- Έκρηξη στους Αμπελόκηπους: Τα αποτυπώματα του 26χρονου στη βάση δεδομένων και η επίθεση στον πρύτανη
- Πώς το σχέδιο Τραμπ για την Ουκρανία επηρεάζει τη συζήτηση για το «φρένο χρέους» στη Γερμανία και το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης
- Αμπελόκηποι: Συνελήφθη 26χρονος – Βρέθηκε αποτύπωμα στην ίδια σακούλα
- Μανιταρόπιτα με πράσα και γιαούρτι σε φύλλο κρούστας
- Σε ισχύ η κατάπαυση πυρός στον Λίβανο με βομβαρδισμούς μέχρι την τελευταία στιγμή - Τι προβλέπει η συμφωνία Ισραήλ με Χεζμπολάχ
- Κασσελάκης: Στον Άρειο Πάγο για την ίδρυση του Κινήματος Δημοκρατίας – Ποιος είναι ο Σωτήρης Τσιακμάκης που θα τον συνοδεύει
- ΣΥΡΙΖΑ: Ο Φάμελλος δίνει ρόλους σε όλους – Ελπίδες ότι «τελειώνουν» οι ανεξαρτητοποιήσεις