Το δημόσιο ταμείο και η ανάπτυξη

Η διατήρηση υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια, και ιδίως η αύξηση των μέσων πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων, θα απαιτήσει παρεμβάσεις και στην πλευρά της φόρων και σε αυτή των δαπανών.

Υπάρχουν διαφορετικές οπτικές για τις εξελίξεις στην οικονομία μας. Η περισσότερο θετική τη βρίσκει σε ανοδική τροχιά, ιδίως συγκρινόμενη με τις άλλες ευρωπαϊκές, χάρη και στις επιλογές πολιτικής που έχουν γίνει. Η περισσότερο αρνητική κρίνει ότι οι οικονομικές επιδόσεις είναι ασθενείς, εξαιτίας και της πολιτικής που ακολουθείται. Υπάρχει και η οπτική ότι η οικονομία έχει κινηθεί θετικά,

όμως εξαντλούνται τα περιθώρια που θέτει η υφιστάμενη δομή της και η περαιτέρω ανάπτυξή της θα εξαρτηθεί από παρεμβάσεις που μπορεί να γίνουν.

Ενώ σε πλευρές της οικονομίας όπως το εμπορικό ισοζύγιο και η προσέλκυση νέων επενδύσεων μπορεί να δημιουργούνται ανησυχίες, μια διάσταση που γενικά εξελίσσεται θετικά είναι η δημοσιονομική. Μετά τη νέα ανισορροπία που δημιούργησε η κρίση της πανδημίας, το δημόσιο ταμείο φαίνεται ισορροπημένο και χωρίς ελλείμματα. Η δημιουργία αξιοσημείωτων πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς να καταπνίγεται η οικονομία, είναι θετική εξέλιξη. Παράλληλα, υπάρχει «υπεραπόδοση» στην πλευρά των εσόδων. Επίσης, το δημόσιο χρέος καταγράφει σημαντική μείωση ως ποσοστό του ΑΕΠ, μάλλον ταχύτερη από αυτήν που είχε προβλεφθεί.

Το δημόσιο ταμείο δεν είναι ασφαλώς το σύνολο μιας οικονομίας, μπορεί όμως να επηρεάσει με κρίσιμο τρόπο τις βαθύτερες λειτουργίες της και ιδίως τα κίνητρα που δημιουργούνται για παραγωγή και κατανάλωση. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για μια οικονομία που βρέθηκε σε αδυναμία χρηματοδότησης πριν από περίπου 15 χρόνια και που μέχρι πρόσφατα εγκλωβίστηκε σε μια μακρόχρονη και βαθιά κρίση. Η ιδέα πως μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά και το ιστορικό της δικής μας θα μπορούσε να αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια χωρίς δημοσιονομική πειθαρχία είναι παράλογη όσο και επικίνδυνη. Ακόμη και αν αυτή η πειθαρχία δεν επιβάλλονταν από τους συμφωνηθέντες κανόνες, με την πρώτη στραβοτιμονιά και υποψία επιστροφής σε μη βιώσιμα ελλείμματα το κόστος χρηματοδότησης της χώρας θα ανέβαινε εκθετικά.

Οι λόγοι για την τρέχουσα θετική πορεία στο δημόσιο ταμείο και χρέος είναι διάφοροι, αλλά τρεις είναι οι πιο συστηματικοί. Πρώτον, η ίδια η μεγέθυνση της οικονομίας που όσο ανακάμπτει από χαμηλή βάση με εύρωστους ρυθμούς συμβάλλει και στα έσοδα. Δεύτερον, το συνδυαστικό αποτέλεσμα άμεσων μέτρων και άλλων παραγόντων που έχει μειώσει τη φοροδιαφυγή σε μέρος της οικονομίας, ιδίως με τη σταδιακή διείσδυση των ηλεκτρονικών πληρωμών. Τρίτον, ο πληθωρισμός, που έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα και που αποκλιμακώνεται αλλά χωρίς ακόμη να βρεθεί επαρκώς χαμηλά.

Το ότι δημοσιονομικά δεν εμφανίζονται άμεσοι κίνδυνοι δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις. Το αντίθετο ισχύει, σε μια οικονομία που οφείλει μεσοπρόθεσμα να διατηρήσει την δημοσιονομική της ευστάθεια, ενώ θα υπάρχουν τάσεις για εξασθένηση των ρυθμών μεγέθυνσης, με πιέσεις από τις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους και τη δημογραφική γήρανση. Τέτοιες παρεμβάσεις είναι αναγκαίες για την υποστήριξη κινήτρων που θα αναβαθμίσουν την παραγωγή στη χώρα.

Το σημαντικότερο πρόβλημα στην ισορροπία που έχει διαμορφωθεί είναι ότι ο φόρος εισοδήματος επιβαρύνει ένα πολύ μικρό μέρος των φορολογουμένων, οι οποίοι όμως βρίσκονται αντιμέτωποι με πολύ υψηλούς συντελεστές. Ανάλογα, ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων επίσης πληρώνεται από μικρό ποσοστό των επιχειρήσεων, καθώς οι περισσότερες δεν εμφανίζουν συστηματικά κέρδη. Για τους φορολογούμενους πολίτες όμως το πρόβλημα είναι πολύ οξύτερο λόγω της έντονης προοδευτικότητας της κλίμακας ήδη από μέτρια εισοδήματα. Αυτή η ισορροπία είναι ασταθής και δεν αποτελεί βάση για βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας.

Είναι αληθές, και αποτέλεσε σωστή κατεύθυνση πολιτικής, ότι τα τελευταία χρόνια μειώθηκε η επιβάρυνση των πολιτών , με διάφορες παρεμβάσεις όπως η σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Όμως, μετά και τη μεγάλη συσσώρευση του πληθωρισμού, οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές από όλο και χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα. Στην πράξη, αυτό οδηγεί σε ένταση της φοροδιαφυγής και σε μειωμένη διάθεση για εργασία. επίσης, στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων φορολόγησης, όπως με τη δημιουργία προσωπικών σχημάτων για εταιρική φορολόγηση στο εσωτερικό ή το εξωτερικό της χώρας. Τουλάχιστον στις επίσημες στατιστικές, το μεγάλο πλήθος όσων εργάζονται στη χώρα εμφανίζονται με εισοδήματα στο όριο του αφορολόγητου των μισθωτών ή ως αυτοαπασχολούμενοι με χαμηλές αμοιβές. Η υψηλή συνδυαστική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση από τα μεσαία εισοδήματα, εκτός από παράγοντας αδικίας είναι πλέον οξεία τροχοπέδη για την άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων, την αύξηση των επενδύσεων και τη στροφή προς παραγωγικές δραστηριότητες υψηλής αξίας. Η δραστική μείωση αυτής της επιβάρυνσης, το συντομότερο δυνατό και με διατηρήσιμο τρόπο, είναι ένα από τα αναγκαία σκαλοπάτια για την ανάπτυξη της χώρας την επόμενη πενταετία.

Υπάρχει βέβαια πάντα το ζήτημα των έμμεσων φόρων, των οποίων η συμμετοχή στα έσοδα είναι μεγαλύτερη στη δική μας οικονομία από ότι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές. Όμως αυτό είναι ουσιαστικά η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, όταν οι άμεσοι φόροι πληρώνονται από λίγους και οι οποίοι αντιμετωπίζουν υψηλούς συντελεστές. Όσο η οικονομία μας θα χρειάζεται να υποστηρίξει περισσότερο την εργασία και όχι την κατανάλωση, και ταυτόχρονα όσο το εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο είναι συστηματικά ελλειμματικό, η μείωση των φόρων θα πρέπει να γίνεται κατά προτεραιότητα για την υποστήριξη της εργασίας των νοικοκυριών. Άλλωστε, σε μια χώρα με υψηλή συμμετοχή του τουρισμού στην οικονομία της, σημαντικό μέρος των έμμεσων φόρων δεν επιβαρύνει την κατανάλωση των μόνιμων κατοίκων. Μείωση του ΦΠΑ και εξορθολογισμός άλλων έμμεσων φόρων θα ήταν μια καλή επιλογή, αλλά σε δεύτερο χρόνο, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τη μείωση της επιβάρυνσης των φορολογουμένων που εργάζονται συστηματικά και της συγκέντρωσης περισσότερων ειδών εισοδημάτων σε μια κοινή κλίμακα.

Η αντιμετώπιση του προβλήματος που δημιουργεί η ανισορροπία στον φόρο εισοδήματος, με δραστικές παρεμβάσεις, θα ενισχύσει την ευστάθεια και δυναμική της οικονομίας στα επόμενα χρόνια. Θα πρέπει φυσικά να συνδυαστεί με ένα πλέγμα άλλων παρεμβάσεων στην πλευρά των εσόδων και των δαπανών. Όσον αφορά τις δαπάνες, και στο πλαίσιο πώς δημιουργούν από τη μια πλευρά οι νέοι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες και από την άλλη η μείωση της θετικής επίδρασης από τους πόρους του «ταμείου ανάκαμψης», οι προκλήσεις είναι μεγάλες και πρέπει και αυτές να αντιμετωπιστούν σταδιακά ήδη από την νέα χρονιά. Οι δυο πιο σοβαρές σχετίζονται με τις δημογραφικές εξελίξεις. Στη χώρα μας δεν έχουμε επαρκές, ποιοτικά και ποσοτικά, σύστημα βρεφονηπιακής αγωγής και προσχολικής εκπαίδευσης, αναγκαίο τόσο για την υποστήριξη των οικογενειών όσο και για τη μετέπειτα κοινωνική κινητικότητα, ούτε σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας για ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, μια ανάγκη που θα γίνεται εντονότερη κάθε χρόνο.

Συνολικά, στην εκκίνηση της νέας χρονιάς και μέσα από τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές της οικονομίας μας, η ισορροπία στο δημόσιο ταμείο δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η διατήρηση υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια, και ιδίως η αύξηση των μέσων πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων, θα απαιτήσει παρεμβάσεις και στην πλευρά της φόρων και σε αυτή των δαπανών.

(Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής ΙΟΒΕ και Καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών- Το άρθρο αποτελεί προδημοσίευση από το K-Report)

#ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Keywords
Τυχαία Θέματα
Το δημόσιο ταμείο και η ανάπτυξη,