Δυνατότητα υποβολής ξεχωριστών δηλώσεων μεταξύ συζύγων μετά την απόφαση του ΣτΕ

Χωριστές φορολογικές δηλώσεις θα μπορούν να υποβάλλονται από τους συζύγους εφόσον το επιθυμούν, σύμφωνα με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση. Η εν λόγω διάταξη εναρμονίζει τον Κώδικα Φορολογία Εισοδήματος (ΚΦΕ) με την απόφαση 330/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι κάθε σύζυγος μπορεί να υποβάλλει χωριστή ηλεκτρονική δήλωση φόρου εισοδήματος, καθόσον δεν συντρέχει προφανής λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την

υποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης.

Η απόφαση του ΣτΕ ερείδεται στις αρχές του Συντάγματος περί ισότητας και ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Εως τώρα, ο ΚΦΕ προέβλεπε ότι οι σύζυγοι υποβάλλουν υποχρεωτικά κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Πλέον, η φορολογική δήλωση μπορεί να υποβάλλεται χωριστά, εφόσον ένας τουλάχιστον εκ των συζύγων το επιλέξει με ανέκκλητη δήλωσή του έως την 28η Φεβρουαρίου του έτους υποβολής της δήλωσης. Η επιλογή αυτή είναι δεσμευτική ως προς το φορολογικό έτος που αφορά και τον άλλο σύζυγο, ενώ καλύπτει και τυχόν τροποποιητικές δηλώσεις που θα υποβληθούν.

Η δυνατότητα αυτή παρέχεται για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2018 (που θα υποβληθούν έως την 30/6/2019) και εφεξής.

Εισόδημα ανηλίκων τέκνων. Σε περίπτωση υποβολής χωριστής δήλωσης, το εισόδημα των ανήλικων τέκνων προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο συνολικό εισόδημα και φορολογείται στο όνομά του. Εάν οι γονείς έχουν ίσο ποσό συνολικού εισοδήματος, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του πατέρα. Στην περίπτωση που ένας εκ των γονέων έχει τη γονική μέριμνα, το εισόδημα του ανήλικου τέκνου προστίθεται και φορολογείται στο όνομα του γονέα αυτού.

Τεκμήρια. Οταν οι σύζυγοι υποβάλλουν κοινή δήλωση τόσο οι δαπάνες διαβίωσης (τεκμήρια) όσο και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων προσδιορίζονται και καλύπτονται από το συνολικό εισόδημα των συζύγων. Αντίθετα, σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και τα τεκμήρια που αφορούν τον κάθε σύζυγο βαρύνουν αυτόν ατομικά και θα πρέπει να δικαιολογούνται από τα ατομικά του εισοδήματα.

Επίσης, σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων το ποσό της δαπάνης που μπορεί να εκπέσει για τον προσδιορισμό του προς ανάλωση κεφαλαίου, δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 3.000 ευρώ για κάθε σύζυγο, ενώ στην περίπτωση της κοινής δήλωσης δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 5.000 ευρώ προκειμένου για συζύγους.

Χωριστή βεβαίωση φόρων. Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις αποσαφηνίζεται ότι ακόμα και στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν στα εισοδήματα κάθε συζύγου, όχι μόνο υπολογίζονται χωριστά για κάθε σύζυγο (όπως ίσχυε και στο παρελθόν), αλλά βεβαιώνονται και χωριστά και η ευθύνη καταβολής βαρύνει τον κάθε σύζυγο.

Συνεπώς, ο ένας σύζυγος θα μπορεί να λαμβάνει φορολογική ενημερότητα ακόμα και στην περίπτωση που ο άλλος σύζυγος έχει φορολογικές οφειλές.

Υπό το καθεστώς των προγενέστερων διατάξεων, στην πράξη η φορολογική οφειλή που αναλογούσε στα εισοδήματα των συζύγων βεβαιωνόταν στο όνομα του συζύγου (αν και αυτός ο χειρισμός δεν έβρισκε κατ’ ουσία έρεισμα στον νόμο). Ουσιαστικά, δηλαδή, η υποβολή από τον σύζυγο δήλωσης και για το εισόδημα της συζύγου του είχε ως αποτέλεσμα να καταχωρίζεται στα βιβλία της φορολογικής διοίκησης ως εισπρακτέο ή επιστρεπτέο στο όνομα του συζύγου, το σύνολο των φορολογικών οφειλών ή απαιτήσεων αμφοτέρων των συζύγων ή το ποσό που πρόκυπτε ύστερα από συμψηφισμό της φορολογικής οφειλής του ενός με τη φορολογική απαίτηση του άλλου έναντι του Δημοσίου.

Πηγή: Καθημερινή

Keywords
Τυχαία Θέματα