Οι "Δύο Πάπες" και ένα "Ραντεβού στο Belle Époque"

Οι κριτικές της εβδομάδας:

Ραντεβού στο Belle Époque

*****

(“La Belle Époque”, Νικολά Μπεντός, 1ω50λ)

Καστ: Ντανιέλ Οτέιγ, Γκιγιόμ Κανέ, Ντόρια Τίλιερ, Φανί Αρντάν

Ο 60άρης Βικτόρ δεν τα περνάει καλά: Ο γάμος του βρίσκεται σε τέλμα και σα να μην έφτανε αυτό, δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του. Η τεχνολογία, οι άνθρωποι κι οι σχέσεις προχωρούν αλλά ο ίδιος έχει μείνει πίσω, στο παρελθόν. Ένας γνωστός του θα του προσφέρει μια νύχτα κερασμένη σε μια νέου είδους ατραξιόν, που θα του αλλάξει

τη ζωή. Εκεί, μια μίξη ψεύτικων ντεκόρ και πιστής ανασύστασης εποχών δίνει στους πελάτες μια όσο γίνεται αυθεντική εμπειρία του όποιου παρελθόντος διαλέξουν. Άλλοι παρτάρουν με τον Χέμινγουεϊ. Άλλοι γνωρίζουν τον Χίτλερ. Κι ο Βικτόρ θέλει, απλά, να ζήσει ξανά μια νύχτα από 40 χρόνια πριν, όταν ένα βράδυ στο Belle Époque γνώρισε τον μεγάλο του έρωτα.

Όσο δύσκολο είναι για τον Βικτόρ να αντισταθεί στο νοσταλγικό κάλεσμα του παρελθόντος άλλο τόσο δύσκολο είναι να μιλήσεις για την ταινία χωρίς να υποπέσεις σε συνδυασμούς και συγκρίσεις. Πολύ καλά λοιπόν: Φαντάσου το «Παιχνίδι» του Φίντσερ αλλά αντικαθιστώντας το υπαρξιακό θρίλερ με ένα ρομαντικό μυστήριο. Είναι η «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού», λιγότερο αιχμηρή, λιγότερο επικίνδυνη, λιγότερο συναισθηματικά απεγνωσμένη. Σαν το «San Junipero» επεισόδιο του «Black Mirror», όπου ένα πλαίσιο ασφαλούς επιστροφής στο παρελθόν βυθίζεται σε μια εξερεύνηση της νοσταλγίας, ως παγίδας και ως γιατρειάς.

Τι είναι από μόνο του λοιπόν αυτό το «Ραντεβού»; Με έναν τρόπο καθαρά κινηματογραφικό, με ατμόσφαιρα και οπτική πάνω στην επικοινωνία ως παιχνίδι μνήμης και ρόλων, ο Μπεντός βουτά στο παρελθόν με άγκυρα τον Ντανιέλ Οτέιγ, που μεταμορφώνεται σταδιακά παράλληλα με τον ήρωά του, ζωντανεύει, διασκεδάζει, σα να θυμάται να ζει σκηνή με τη σκηνή. Η ταινία προσπαθεί να έχει και την πίτα ολόκληρη και στον σκύλο χορτάτο και ως ένα βαθμό το πετυχαίνει, μιλώντας για την αυθεντικότητα των συναισθημάτων αλλά τονίζοντας την ανάγκη του να προχωράς. Το παρελθόν του Βικτόρ δεν είναι ποτέ ακριβώς ίδιο, παρά γεννά ένα καινούριο παρόν και την υπόσχεση ενός κάποιου μέλλοντος.

Το σενάριο βέβαια, επειδή Τσάρλι Κάουφμαν δεν βγαίνουν πολλοί, χάνεται σε αρκετά σημεία και δεν διαθέτει την απαιτούμενη πολύπλοκη διαστρωμάτωση. (Η τρίτη πράξη μοιάζει ένα βήμα από το να χάσει τελείως το δρόμο της πριν μια εκπληκτική τελευταία σκηνή προσγειώσει το φιλμ απολύτως ικανοποιητικά.) Όμως στο παιχνίδι που εξαρχής παρουσιάζει, ο Μπεντός κερδίζει. Το φιλμ είναι μιλά για την αυθεντικότητα των συναισθημάτων ως άγκυρα μέσα στη δίνη της νοσταλγίας, έχοντας ήδη προσφέρει ένα απολαυστικά κατασκευασμένο δίωρο παρελθοντικό ταξίδι ως κάποιου είδους απόδραση. Είναι εφευρετικό, έχει αυτοπεποίθηση, είναι αστείο και γλυκό, και είναι σχεδόν όσο έξυπνο νομίζει. Ένα ιδανικό ραντεβού.

Οι Δύο Πάπες

*****

(“The Two Popes”, Φερνάντο Μειϊρέλες, 2ω5λ)

Καστ: Τζόναθαν Πράις, Άντονι Χόπκινς

Ο συντηρητικός πάπας Βενέδικτος υποδέχεται τον προοδευτικό μελλοντικό πάπα Φραγκίσκο. Η συνάντηση θεωρητικά αφορά την πρόθεση του Φραγκίσκου να αφήσει το αξίωμά του, όμως δεν ξέρει πως στην πραγματικότητα προετοιμάζεται από τον Βενέδικτο για τον αντικαταστήσει στην κορυφή της εκκλησίας.

O Άντονι ΜακΚάρτεν, σεναριογράφος βιογραφικών σαν την «Πιο Σκοτεινή Ώρα» και το «Bohemian Rhapsody», κάτι σαν ένας λιγότερο ταλαντούχος και ενδιαφέρων Πίτερ Μόργκαν («The Crown», «Frost/Nixon»), εμπνέεται από το σοκαριστικό πραγματικό γεγονός της παραίτησης εν ζωή πάπα και φαντάζεται μια μάλλον ανύπαρκτη συνάντηση ανάμεσα σε εκείνον και τον διάδοχό του. Καθόλου κακή ιδέα και μάλιστα ένα κόνσεπτ που ξεφεύγει από την στεγνή ακολουθία γεγονότων που χαρακτηρίζει τα περισσότερα βιογραφικά φιλμ. Το πρόβλημα είναι η σχηματικότητα με την οποία σκιαγραφεί τις δύο προσωπικότητες και, ακόμα περισσότερο, όσα συγχωρεί ή αφήνει εκτός οθόνης.

Το φιλμ είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου στημένο πάνω σε εκτεταμένους διαλόγους των δύο αντρών, κατά βάση φιλοσοφικής και ιδεολογικής φύσεως, αγγίζοντας από θεολογία μέχρι κοινωνική ματιά, με το συντηρητισμό του ενός να έρχεται κόντρα στον προοδευτισμό και την -ας πούμε- ταξική συνείδηση του άλλου. Τα πάντα βασίζονται στους δύο ηθοποιούς, Άντονι Χόπκινς και Τζόναθαν Πράις, που παρότι πρακτικά ακίνητοι και έχοντας να σύρουν ένα φιλμ διαλόγου πάνω σε ψεύτικες προφορές, καταφέρνουν να παρασύρουν τον θεατή. Θα τους έβλεπα να συνομιλούν για άλλες δύο ώρες. Σα να μην πιστεύει στους ηθοποιούς του, ή απλά νιώθωντας εγκλωβισμένος και ακινητοποιημένος μες στα τείχη του Βατικανού, ο σκηνοθέτης Φερνάντο Μεϊρέλες («Η Πόλη του Θεού») ορμά στο διάλογο με φαινομενικά τυχαίους τρόπους, ασύμμετρα, άρρυθμα, με ζουμ, με κάμερα που ταράζεται λες και ο οπερατέρ απλώς ξύπνησε. Λιγότερο υπογραμμίζει και περισσότερο αποσυντονίζει.

Το πιο μεγάλο πρόβλημα όμως αφορά στην οπτική. Η σκιαγράφηση δύο αντιθετικών προφίλ είναι ικανότατη (Ο ένας δεν ξέρει τι είναι το Abbey Road, ο άλλος βλέπει φανατικά ποδόσφαιρο! Ο ένας τρώει μόνος του, ο άλλος παραγγέλνει πίτσα! Τι τρελιάρικο δίδυμο!) όμως λειτουργεί τελικά ως ξέπλυμα προσωπικοτήτων και, χειρότερα, θεσμών. Ο Βενέδικτος είναι απλά συντηρητικός αλλά όχι δόλιος, για τον δε Φραγκίσκο η ταινία λειτουργεί σχεδόν ως native διαφήμιση. Μονοκόμματα μπλοκ άτεχνα δοσμένης επεξηγηματικής πληροφορίας γεμίζουν τα κενά του παρελθόντος του χαρακτήρα με τρόπο που δεν επιτρέπει στον θεατή ή στην ταινία να αναμετρηθεί ηθικά με οτιδήποτε, παρά εξαναγκαστικά να αποδεχθεί. (Τα φλάσμπακς είναι όλα απλοϊκότατα.) Το δε Βατικανό είναι θεσμικά απών, δεν έχει για απολύτως τίποτα να λογοδοτήσει, τίποτα να κοιτάξει στα μάτια.

Εξαιρετικά αποτελεσματικό και απρόσμενα διασκεδαστικό για ένα φιλμ δύο ωρών όπου κατά βάση δύο γερασμένοι άντρες συζητούν για τη σχέση τους με το θεό και τον κόσμο, το φιλμ ωστόσο είναι ηθικά μεμπτό. Στη διάρκεια μιας κρίσιμης συζήτησης, ο ήχος του διαλόγου σβήνει, επιστρέφοντας μόνο όταν ο έκπληκτος Φραγκίσκος του Τζόναθαν Πράις αντιδρά σα να άκουσε για πρώτη φορά αυτό που οι πάντες γνωρίζουμε. Όταν φτάνουν τα δύσκολα, η ταινία κάνει πως δεν ακούει.

Επίσης κυκλοφορούν

Ζίζοτεκ

*****

(Βαρδής Μαρινάκης, 1ω32λ)

Μια δεκαετία μετά το εικαστικά εντυπωσιακό του «Μαύρο Λιβάδι» ο Βαρδής Μαρινάκης επιστρέφει με άλλη μια ιστορία που ακροβατεί ανάμεσα στο σκληρό λυρισμό και τον παραμυθένιο ρεαλισμό, αλλά όπως και με το «Λιβάδι» μοιάζει με πολλά υποσχόμενη, ατελώς αναπτυγμένη ιδέα, αποτυπωμένη με ομολογουμένως εντυπωσιακό τρόπο. Σε ένα πανηγύρι στα σύνορα Ελλάδας και Βουλγαρίας, ένα 9χρονο αγόρι θα εγκαταλειφθεί από τη μητέρα του και θα βρει καταφύγιο σε μια καλύβα στα βάθη του δάσους, και υπό τη φροντίδα ενός άντρα που δεν μιλάει, πλήρως αποκομμένου από την κοινωνία.

Σαν τρυφερή, μες στο πολύ σκληρό περιβάλλον που εκτυλίσσεται, ιστορία ενηλικίωσης με συμβολικές επεκτάσεις πάνω στο προσφυγικό και στην ανάγκη για να κατανόηση του ξένου, η ταινία θέτει βάσεις. Η ονειρική επαναληψιμότητα είναι κυρίαρχο στοιχείο αλλά δεν μοιάζει ποτέ να υπάρχει κίνηση πίσω από αυτό το επίπεδο και σύντομα το φιλμ (που σημειωτέον, εξακολουθεί να κρατά το ενδιαφέρον αν μη τι άλλο σε επίπεδο εικόνας και ατμόσφαιρας) μοιάζει παραδομένο σε αμηχανία.

Η Ναυμαχία του Μίντγουεϊ

*****

(“Midway”, Ρόλαντ Έμεριχ, 2ω18λ)

Διασκευή ομώνυμης ταινίας του 1976 με τον Τσάρλτον Χέστον, από τον Ρόλαντ Έμεριχ, ‘90s εξπέρ εφετζίδικων ταινιών καταστροφής («Ημέρα Ανεξαρτησίας», «Γκοτζίλα»). Πρωταγωνιστεί ο Πάτρικ Γουίλσον ως αμερικάνος αξιωματικός με κομβικό ρόλο στην προσπάθεια του αμερικάνικου στρατού να τα βάλει με τον γιαπωνέζικο στόλο στον Ειρηνικό. Άνευρο, μονότονο, δεν πιάνει μία μπροστά στο «Περλ Χάρμπορ» του Μάικλ Μπέι του οποίου τεράστια σεκάνς κλιμάκωσης παραμένει αξεπέραστη στον τομέα της.

Τσάρλι

*****

(Θανάσης Τσαλταμπάσης, 1ω31λ)

Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε μια ας πούμε εκδοχή του Τσάρλι Τσάπλιν στη σημερινή Αθήνα. Τα περισσότερα αστεία δε λειτουργούν, η διαφημιστική αισθητική προδίδει το homage στο βουβό σινεμά για το οποίο στοχεύει, και μια ακατάληπτη πλοκή κάνει το φιλμ να πλατειάζει πιο πολύ από όσο χρειάζεται. Ο Τσαλταμπάσης προσπαθεί να περάσει κάποια σύγχρονες ιδέες και προβληματισμούς με αυτό έστω τον τρόπο, αλλά το όλο πακέτο μοιάζει πραγματικά άστοχο.

Marianne & Leonard Λόγια Αγάπης (“Marianne & Leonard Words of Love”, Νικ Μπρούμφιλντ, 1ω42λ). Βιογραφικό, μουσικό ντοκιμαντέρ που βουτά βαθιά στη σχέση του Λέοναρντ Κοέν και της Νορβηγίδας μουσικού Μάριαν Ίλεν την οποία γνώρισε και ερωτεύτηκε στην Ύδρα.

Keywords
bohemian rhapsody, Τσάρλι Τσάπλιν, μυστήριο, black, mirror, φιλμ, bohemian, rhapsody, crown, ζουμ, road, πιτσα, μπλοκ, μαρινακης, ελλαδα, βασεις, αθηνα, κινηση στους δρομους, βιογραφικο, βασιλικος γαμος, Καλή Χρονιά, νεος παπας, ξανα, κοινωνια, μιλα, βγαινουν, βημα, γαμος, ηχος, θριλερ, κοντρα, μητερα, ντοκιμαντερ, πλαισιο, σημερινη, σινεμα, υδρα, χιτλερ, αγκυρα, αμηχανια, αισθητικη, απλα, αστεια, ατμοσφαιρα, αυτοπεποιθηση, βατικανο, βιογραφικα, βραδυ, βρισκεται, γεγονος, γινεται, δινη, διωρο, υπαρχει, επικοινωνια, ερχεται, τεχνολογια, εξυπνο, ζωη, ζουμ, ιδεα, ιδεες, ιδιο, διαφημιση, φιλμ, κινηση, κοεν, λογια, ματια, μεμπτο, μιξη, μυστήριο, μπλοκ, νυχτα, παντα, περιβαλλον, πιο πολυ, ραντεβου, ρολο, σεναριο, συντομα, τι ειναι, τειχη, τριτη, φορα, χειροτερα, χοπκινς, ωρες, αντρες, αγορι, απων, εξπερ, road, γλυκο, ιδανικο, μεινει, μοιαζει, μπροστα, πακετο, παιχνιδι, σκηνη, ταξιδι, τρωει, θανασης, θεολογια, ξεπλυμα, λογια αγαπης
Τυχαία Θέματα