Αδυνάτισμα: Με διαλειμματική νηστεία ή μέτρηση θερμίδων; Οι ερευνητές του Johns Hopkins απαντούν

Ο συνολικός αριθμός των θερμίδων που καταναλώνετε μπορεί να είναι πιο σημαντικός από το διάστημα μέσα στο οποίο τις καταναλώνετε, υποστηρίζουν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins σε μελέτη που δημοσιεύεται στο Annals of Internal Medicine. Τα νέα συμπεράσματα έρχονται σε αντίθεση με τη δημοφιλή πεποίθηση για τα οφέλη της διαλειμματικής νηστείας στις προσπάθειες απώλειας βάρους.

Η διαλείπουσα νηστεία περιγράφει εκείνο το διατροφικό πρότυπο, όπου τα άτομα καταναλώνουν όλα τα γεύματά τους μέσα

σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο κατά τη διάρκεια της ημέρας, το οποίο συνήθως ακολουθείται από μια περίοδο νηστείας. Προηγούμενες μελέτες έχουν σημειώσει ότι όταν τα άτομα περιορίζουν το φαγητό τους σε 4-10 ώρες, μειώνουν φυσικά την ημερήσια θερμιδική τους πρόσληψη κατά περίπου 200 έως 550 θερμίδες, κάτι που οδηγεί σε αποτελεσματική απώλεια βάρους.

Η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής τη Nisa Maruthur, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, διεξήγαγε μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη δοκιμή σε 41 συμμετέχοντες, που είχαν διαγνωστεί με παχυσαρκία και προδιαβήτη. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: Η μία ακολουθούσε ένα σχήμα διαλείπουσας διατροφής, που περιόριζε το φαγητό σε ένα χρονικό παράθυρο 10 ωρών και η άλλη ακολουθούσε ένα παραδοσιακό πρόγραμμα γευμάτων από τις 8 π.μ. έως τα μεσάνυχτα. Κατά τη διάρκεια των 12 εβδομάδων της μελέτης, και οι δύο ομάδες κατανάλωναν τον ίδιο αριθμό θερμίδων.

Στην αρχή της μελέτης, οι ερευνητές αξιολόγησαν το ιστορικό και το επίπεδο δραστηριότητας των συμμετεχόντων για να εκτιμήσουν τις βασικές θερμιδικές ανάγκες. Οι συμμετέχοντες έλαβαν έτοιμα γεύματα με πανομοιότυπη σύνθεση μακροθρεπτικών και μικροθρεπτικών συστατικών, μαζί με οδηγίες για το πότε να καταναλώνουν τα γεύματα. Η ομάδα με τους χρονικούς περιορισμούς έλαβε οδηγίες να τρώει μόνο μεταξύ των ωρών 8 π.μ. έως 6 μ.μ. και κατανάλωνε τις περισσότερες θερμίδες πριν από τη 1 μ.μ.. Από την άλλη, η ομάδα του συνήθους διατροφικού προτύπου έτρωγε μεταξύ 8 π.μ. και 12 π.μ και κατανάλωνε τις περισσότερες από τις θερμίδες της μετά τις 5 μ.μ.

Στόχος των ερευνητών ήταν να συγκρίνουν την απώλεια βάρους των συμμετεχόντων, καθώς και άλλους δείκτες μεταβολικής υγείας.

Σε αντίθεση με όσα αναμένονταν, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι δύο ομάδες παρουσίασαν παρόμοια απώλεια βάρους, ανεξάρτητα από το πότε κατανάλωναν τις θερμίδες τους. «Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι η αποτελεσματικότητα της περιορισμένης χρονικά διατροφής μπορεί να προέρχεται περισσότερο από τη μειωμένη πρόσληψη θερμίδων λόγω του μικρότερου διατροφικού παραθύρου παρά από κάποιο εγγενές όφελος του ίδιου του διατροφικού προγράμματος», υποστήριξε η δρ. Maruthur.

Ειδικότερα, με την ολοκλήρωση της κλινικής δοκιμής, και οι δύο ομάδες έχασαν περίπου την ίδια ποσότητα βάρους, ενώ δεν υπήρχαν αξιοσημείωτες διαφορές στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, την περίμετρο της μέσης, την αρτηριακή πίεση ή τα επίπεδα των λιπιδίων.

Τα ευρήματα υπογραμμίζουν ότι, ενώ η διαλείπουσα νηστεία μπορεί να απλοποιήσει τη διαδικασία απώλειας βάρους, μειώνοντας την ανάγκη για καταμέτρηση θερμίδων και επιτρέποντας την κατανάλωση οικείων τροφίμων, δεν είναι εγγενώς ανώτερη από άλλες μεθόδους δίαιτας, όταν η πρόσληψη θερμίδων είναι συνεπής. Από την άλλη, ένα συνοδευτικό άρθρο από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις υπογράμμισε τις κλινικές επιπτώσεις αυτών των ευρημάτων, υποστηρίζοντας ότι η απλότητα της διαλείπουσας νηστείας μπορεί να την καταστήσει προτιμότερη επιλογή για ορισμένους ασθενείς που παλεύουν με την παχυσαρκία, ιδίως για όσους βρίσκουν την καταμέτρηση θερμίδων πρόκληση. Οι ερευνητές υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι όσοι προσπαθούν να χάσουν βάρος θα ήταν προτιμότερο να εστιάσουν στη μείωση της θερμιδικής πρόσληψης, παρά στην έμφαση στον χρόνο κατανάλωσης των γευμάτων.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Αδυνάτισμα, Johns Hopkins,adynatisma, Johns Hopkins