Ενα δεκαήμερο μουσικής πανδαισίας!

Ενα δεκαήμερο μουσικής πανδαισίας!19.11.2018Άρθρα

Η επιλογή να χωρισθούν οι «Μπαγκατέλες» αποτελεί ατόπημα

Από τον
Γιώργο Κύρκο Τάγια*

Το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου υπήρξε ιδιαιτέρως πλούσιο για τους μουσικόφιλους της πρωτεύουσας, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν, μεταξύ άλλων, μια σειρά από συναυλίες με έργα σε πρώτη εκτέλεση ή που σπάνια παρουσιάζονται: την αγγλική όπερα-μπαλάντα «Η όπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι (1685-1732), σε μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του κειμένου αλλά και της μουσικής της, το νέο οργανικό σύνολο «Ensemble Mini», που

ειδικεύεται στη μετατροπή συμφωνικών έργων σε μουσική δωματίου, καθώς και αφιερώματα σε σημαντικές μουσικές προσωπικότητες, ελληνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως ο Αρμάνδος Μαρσίκ και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν.

Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννησή του, το αφιέρωμα στον Αμερικανό μαέστρο Μπερνστάιν (1918-1990) στην αίθουσα «Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής (31/10) επικεντρώθηκε στο συνθετικό έργο του τιμώμενου. Ο πιανίστας Νίκος Λαάρης παρουσίασε εννέα από τις συνολικά 29 (όχι 27, που ανέφερε το πρόγραμμα) «Επετείους» («Anniversaries»), σύντομα κομμάτια, αφιερωμένα σε φίλους ή οικείους του συνθέτη, σε αντιπαραβολή, ανά δύο, με τις «Μπαγκατέλες, έργο 126» του Μπετόβεν - μια έξυπνη επιλογή, όχι μόνο λόγω της ομοιότητας της φόρμας, αλλά και διότι τα έργα αμφότερων των συνθετών είναι τα τελευταία τους για το συγκεκριμένο όργανο (οι «Δεκατρείς Επέτειοι» φέρουν χρονολογία εκδόσεως το 1989). Ομως, ενώ η εκ πρώτης όψεως αυθαίρετη σειρά των «Επετείων» στο πρόγραμμα (το ρεσιτάλ άρχισε με το «Εις Μνήμην Ελλεν Γκαιτς», που είναι το τελευταίο κομμάτι του καταλόγου) δικαιώνεται μουσικά (π.χ. με όρους μουσικής αγωγής), η επιλογή να χωρισθούν οι «Μπαγκατέλες» αποτελεί ατόπημα - ο ίδιος ο Μπετόβεν είχε γράψει ότι αποτελούσαν έναν κύκλο και πρέπει να ερμηνεύονται ως ενιαίο έργο.

Οι «Επέτειοι» αποτελούν πολύ προσωπική μουσική και χωρίς γνώση της βιογραφίας του συνθέτη δύσκολα γίνεται κατανοητή η σύνδεσή τους με τα πρόσωπα στα οποία έχουν αφιερωθεί. Οι εναλλαγές του φωτισμού και η επιτήδευση της ανάγνωσης δεν διευκόλυναν ιδιαίτερα. Πιο εύκολα προσπελάσιμα υπήρξαν τα «Touches», επίσης του Μπερνστάιν, που έκλεισαν το πρώτο μέρος, καθώς και τα «Τέσσερα μπλουζ για πιάνο» του Ααρον Κόπλαντ (1900-1990), που ερμηνεύθηκαν σωστά. Από την εκτέλεση του «Ελ Σαλόν Μέχικο» περίμενα εντονότερες τις συχνές μετρικές αλλαγές που ο Μπερνστάιν ενέταξε στην παρτιτούρα της μεταγραφής αυτής, την οποία, όπως είπε κάποτε, αποφάσισε να κάνει, διότι είχε βαρεθεί να βλέπει Αμερικανούς πιανίστες να κλείνουν τις συναυλίες τους με τις «Ουγγρικές Ραψωδίες» του Λιστ! Την επομένη, στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» παρουσιάσθηκε «Η όπερα του ζητιάνου» (1/11), η θεωρούμενη ως πρώτη μουσική κωμωδία στην Ιστορία, σε μια ευφυή προσαρμογή του κειμένου στη σύγχρονη εποχή από τον Ιαν Μπέρτον. Ο Ουίλιαμ Κρίστι, από το τσέμπαλο, διηύθυνε επί σκηνής εννεαμελές κλιμάκιο της ορχήστρας «Les Arts Florissants» στην εισαγωγή του Γιόχαν Κρίστοφ Πέπους (1667-1752), ενώ τα τραγούδια είχαν εναρμονίσει και διασκευάσει οι μουσικοί του συνόλου. Τη σκηνοθεσία, που υπέγραφε ο Ρόμπερτ Κάρσεν, διέκριναν ο γρήγορος ρυθμός, η συνοχή και η έξυπνη διαχείριση του χώρου, ενώ στη διανομή ήταν ηθοποιοί του μουσικού θεάτρου που λειτουργούσαν συγχρόνως ως τραγουδιστές και χορευτές. Υποκριτικά άριστοι, το γεγονός ότι δεν διέθεταν σκευή λυρικού τραγουδιστή ζημίωνε κατά τόπους τη φωνητική τους επίδοση.

Αξιομνημόνευτα ήταν τα τραγούδια της Κέιτ Μπάτερ (Πόλι) στην Α’ Πράξη, ειδικά το «Σκεφτείτε πολύ…» («Now ponder well, ye Parents dear»), όπως και το «Γεμίστε τα ποτήρια με κρασί» («Fill every glass») της συμμορίας του Μακχίθ στη Β’ Πράξη, που οι αντίστοιχοι ηθοποιοί απέδωσαν, ενώ συγχρόνως επιδίδονταν σε χορευτικά. Η ελληνική μετάφραση στους υπέρτιτλους είχε ελάχιστα λάθη (ενδεχομένως ελεύθερη απόδοση) ή αδόκιμους όρους, για τους οποίους έπρεπε να καταφύγω σε λεξικό (π.χ. το ρήμα «τσουρνεύω»). Πάντως, η αδιάλειπτη διαδοχή των ελάχιστης χρονικής διάρκειας τραγουδιών αυτών (πάνω από 50 σε αριθμό), από τα οποία σχεδόν κανένα δεν παρέμεινε στη μνήμη μου, θέτει κάποια ερωτηματικά ως προς την πειστικότητα της εκδοχής αυτής ενός έργου το οποίο δεν σταμάτησε να αναβιώνει από το 1728.

Η ημερίδα για τον Βέλγο συνθέτη και αρχιμουσικό Αρμάνδο Μαρσίκ (1877-1959) στο Ωδείο Αθηνών (2/11) υπήρξε η απόδοση μιας επί μακρόν οφειλομένης τιμής στον σημαντικό αυτόν καθηγητή του ιδρύματος, δάσκαλο του Γεωργίου Σκλάβου και του Δημήτρη Μητρόπουλου, και διαμορφωτή της Ορχήστρας του Ωδείου, του συνόλου δηλαδή που εξελίχθηκε στη σημερινή Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Το ενδιαφέρον πρόγραμμα της συναυλίας που ολοκλήρωσε την εκδήλωση περιελάμβανε έργα των ανωτέρω τριών συνθετών σε ερμηνείες από τις οποίες ξεχώρισαν αυτές του πιανίστα Θοδωρή Τζοβανάκη σε έργα του Μητρόπουλου για σόλο πιάνο. Ο Δημήτρης Μαρίνος συνόδευσε με ευαισθησία την υψίφωνο Βάσια Αλάτη στο «Τραγούδι της Εσμεράλδας» (επίσης του Μητρόπουλου), ενώ ο φλαουτίστας Πέτρος Στεργιόπουλος πρόβαλε με σωστό φραζάρισμα τη γραμμή των δύο έργων του Μαρσίκ στα οποία συνέπραττε.

Αντιθέτως, το ρεσιτάλ του Ρώσου βιολονίστα Γιούρι Ρέβιτς και της πιανίστας Ευγενίας Παπαδήμα (αίθουσα «Μητρόπουλος», 5/11), παρά το ωραίο πρόγραμμα που προσέφερε, υπήρξε δείγμα τού πώς είναι δυνατόν δύο καλλιτέχνες να παίζουν μαζί, αλλά μουσικά να μη συναντώνται. Αυτό ήταν εμφανές ήδη από το πρώτο έργο που ερμήνευσαν, το οποίο, αντίθετα με όσα έγραφε το συνοδευτικό φυλλάδιο, δεν ανήκει στον Περγκολέζι (1710-1736), αλλά από ετών θεωρείται ότι αποτελεί διασκευή μιας τρίο σονάτας για δύο βιολιά και συνεχές βάσιμο του Ντομένικο Γκάλο (1730-1768). Ειδικά στο δεύτερο μέρος της περίφημης «Τρίλιας του διαβόλου» του Ταρτίνι, όπως και στο αργό τής «Σονάτας για βιολί και πιάνο αρ. 3» του Μπραμς, ήταν καταφανές ότι η τέχνη της συνοδείας δεν περιλαμβάνεται στη συγκρότηση της συγκεκριμένης πιανίστας. Αλλά στην τέχνη του accompagnamento είναι λίγοι αυτοί που κατάφεραν να διακριθούν.

*Κριτικός μουσικής

Keywords
Τυχαία Θέματα