Ανάλυση για τις γερμανικές εκλογές: Πού κρίνεται η μάχη Μερτς-Σολτς

Στη Γερμανία διεξάγονται πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους. Οι δημοσκοπήσεις αυτή τη στιγμή δείχνουν ξεκάθαρο φαβορί, τον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Φρίντριχ Μερτς. Ωστόσο ο δρόμος προς την κάλπη είναι μακρύς και δεν αποκλείεται οι δεδομένοι συσχετισμοί να ανατραπούν.

Αναλυτικότερα, στις δημοσκοπήσεις

το CDU καταγράφει ποσοστά της τάξης του 30%, ενώ το SPD του Καγκελάριου Όλαφ Σολτς μόλις 15%. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν δεδομένη την επικράτηση του Μερτς, ωστόσο αν παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά την εκλογική ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας θα παρατηρήσει πώς η επικράτηση Μερτς μόνο βέβαιη δεν πρέπει να θεωρείται και πώς δεν αποκλείεται ο Όλαφ Σολτς να στείλει τους δημοσκόπους…αδιάβαστους.

Η κυβερνητική απειρία του Μερτς θα του κοστίσει

Στην μεταπολεμική Γερμανία δεν έχει αναδειχθεί υποψήφιος/-φια καγκελάριος που δεν είχε προηγουμένως κυβερνητική εμπειρία είτε σε ομοσπονδιακό είτε σε κρατιδιακό επίπεδο. Αξίζει λοιπόν να κάνουμε μία σύντομη ιστορική αναδρομή των κυβερνητικών αλλαγών στη Γερμανία.

Οι πρώτες εκλογές διεξήχθησαν το 1949 και έως το 1969 ο καγκελάριος προερχόταν από το CDU. Τότε «μετακόμισε» στη καγκελαρία για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία ένας Σοσιαλδημοκράτης, ο γνωστός Βίλυ Μπραντ, που μέχρι τότε ήταν δήμαρχος του Δυτικού Βερολίνου. Ωστόσο ακόμη κι εκείνος χρειάστηκε τρεις εκλογικές προσπάθειες για να είναι σε θέση να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, το οποίο πέτυχε αφού προηγουμένως απέκτησε κυβερνητική εμπειρία σε ομοσπονδιακό επίπεδο, στον πρώτο μεγάλο συνασπισμού (1966-1969) μεταξύ CDU-SPD, όπου διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών.

Τον Μπραντ διαδέχτηκε το 1974 ο Χέλμουτ Σμιτ, επίσης από το SPD, ο οποίος ήταν προηγουμένως επικεφαλής σε σημαντικά υπουργεία. Ο επόμενος Καγκελάριος, ο Χέλμουτ Κολ, ανέλαβε καθήκοντα το 1982. Ωστόσο ακόμη κι εκείνος δεν ηγήθηκε της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ως αποτέλεσμα της εκλογικής του νίκης το 1980. Παρά το γεγονός ότι τότε το CDU είχε πρωτεύσει, το SPD και το FDP είχαν συνολικά παραπάνω έδρες από εκείνο και συνέχισαν την κοινή κυβερνητική πορεία που είχαν από πριν. Το 1982, το FDP απέσυρε εν μέσω της κοινοβουλευτικής περιόδου, την εμπιστοσύνη του προς τον Σμιτ και σύναψε συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες του Κολ.

Οι ιδιαιτερότητες στις περιπτώσεις Σρέντερ και Μέρκελ

Οι Γκέρχαρντ Σρέντερ του SPD και Άνγκελα Μέρκελ του CDU έγιναν το 1998 και το 2005

αντίστοιχα καγκελάριοι μετά από μία περίοδο που τα κόμματά τους ήταν αντιπολιτευόμενα σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ωστόσο υπάρχουν αστερίσκοι που πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Ο Σρέντερ ήταν πρωθυπουργός προηγουμένως στην Κάτω Σαξονία. Μέσω αυτού του αξιώματος είχε επομένως επιρροή και σε ομοσπονδιακές πολιτικές, καθώς σε πολλά ζητήματα απαιτείται συνεννόηση της κεντρικής κυβέρνησης με εκείνες των κρατιδίων. Άρα ο Σρέντερ αναδείχθηκε καγκελάριος λόγω της πορείας του ως πρωθυπουργός σε ένα ισχυρό κρατίδιο και όχι λόγω κάποιας αποτελεσματικής αντιπολίτευσης.

Η Μέρκελ από την άλλη, μπορεί να μην ήταν πρωθυπουργός σε κάποιο κρατίδιο όπως πολλοί προκάτοχοί της, είχε όμως κυβερνητική εμπειρία από την δεκαετία του 1990, καθώς ήταν υπουργός επί Κολ. Οι εκλογές του 2005 ήταν πρόωρες, όπως οι επερχόμενες, οπότε αξίζει κανείς να εστιάσει παραπάνω σε αυτές, καθώς έμειναν στην ιστορία για την αποτυχία των δημοσκοπήσεων να προβλέψουν σωστά το αποτέλεσμα. Όλες οι μεγάλες δημοκοπικές εταιρίες προέβλεπαν 3 μέρες πριν τις εκλογές μία καθαρή επικράτηση της Μέρκελ επί του Σρέντερ με διαφορά 10 μονάδων. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα περιορίστηκε στη διαφορά του 1% (!) (35,2-34,2) υπέρ της Μέρκελ.

Αποτυχημένα και πετυχημένα πειράματα

Οι τελευταίοι που προσπάθησαν να διεκδικήσουν την καγκελαρία χωρίς κυβερνητική εμπειρία ήταν ο Μάρτιν Σουλτς για το SPD το 2017 και η Ανναλένα Μπέρμποκ για τους Πράσινους το 2021. Και οι δύο απέτυχαν, καταγράφοντας ποσοστά πολύ κατώτερα των προσδοκιών που είχαν, παρά τις καλές δημοσκοπικές επιδόσεις που είχανε κάποιος μήνες πριν τις εκλογές, ορισμένες από τις οποίες τους έδιναν και πιθανότητες εκλογικής πρωτιάς.

Ο Όλαφ Σολτς αντιθέτως, θεωρούνταν στο 2021 το αουτσάιντερ. Τον Ιούλιο αυτής της χρονιάς συγκέντρωνε στις δημοσκοπήσεις μόλις 15% και υπήρχαν μάλιστα συζητήσεις αν υπήρχε νόημα να καλεστεί στην τηλεμαχία των επικρατέστερων υποψηφίων για την καγκελαρία- στην οποία συμμετείχε εντέλει κανονικά. Δύο μήνες αργότερα, το SPD επικράτησε στις εκλογές με 25,7%, διαψεύδοντας όλες τις προβλέψεις που είχαν προηγηθεί.

Πώς η πανδημία ανέδειξε τον Σολτς ως καλό διαχειριστή

Πώς εξηγείται αυτή η ανατροπή; Πριν γίνει Καγκελάριος, ο Σολτς ήταν Υπουργός Οικονομικών την περίοδο 2018-2021, στα πλαίσια της κυβέρνησης CDU-SPD υπό την Μέρκελ και κλήθηκε να διαχειριστεί την πρωτόγνωρη κατάσταση που προέκυψε λόγω της πανδημίας. Ως «τσάρος» της Οικονομίας, ο Σολτς διαχειρίστηκε αρκετά καλά τις έκτακτες συνθήκες, καθώς κύλησαν οικονομικές βοήθειες προς τις επιχειρήσεις και επιδόματα για τους ευάλωτους κι αυτό επιβραβεύτηκε εντέλει από τους ψηφοφόρους.

Στην περίπτωση του Σολτς επιβεβαιώνεται λοιπόν εκ νέου πώς μία καλή υπουργική θητεία μπορεί να στείλει κάποιον στην ηγεσία μιας ομοσπονδιακής κυβέρνησης παρά τις φαινομενικά δύσκολες συνθήκες.

Μόνιμη εκλογική κινητικότητα

Πρέπει επίσης να τονιστεί πώς η Γερμανία έχει το «μειονέκτημα» λόγω των ομοσπονδιακού της συστήματος να βρίσκεται σε μόνιμη προεκλογική μάχη, καθώς τα 13 κρατίδια δεν ψηφίζουν ταυτόχρονα. Στις κρατιδιακές εκλογές, η ψήφος βασίζεται πολλές φορές σε τοπικές ιδιαιτερότητες, ωστόσο λειτουργούν ταυτόχρονα και ως ψήφο τιμωρίας και διαμαρτυρίας για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Βερολίνου. Όπως όμως προκύπτει και από τα παραπάνω, η τάση των ψηφοφόρων σε εκλογές κρατιδίων δεν ταυτίζεται απαραίτητα με εκείνη των ομοσπονδιακών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα κόμματα των Πρασίνων και του FDP, τα οποία συνήθως χάνουν αρκετά στις κρατιδιακές εκλογές όσο συμμετέχουν σε κάποιον κυβερνητικό συνασπισμό στο Βερολίνο, «υπεραποδίδουν» όμως συνήθως όταν έρχεται η ώρα της ομοσπονδιακής κάλπης.

Ένα νέο πλαίσιο

Το ιστορικό προηγούμενο μπορεί φυσικά να «σπάσει». Ποτέ δεν υπάρχουν μόνιμες καταστάσεις στην πολιτική, πόσο μάλλον σε δημοκρατικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα, των οποίων η βιωσιμότητά τους εξαρτάται από την εναλλαγή κυβερνήσεων και την ανάδειξη νέων προσώπων.

Στην Γερμανία η κατάσταση είναι πλέον πιο ρευστή, όπως εξάλλου στο μεγαλύτερο μέρος της Δύσης, καθώς στο κομματικό τοπίο έχουν αναδειχθεί ακραία μορφώματα, όπως το ακροδεξιό AfD και το ρωσόφιλο BSW. Ωστόσο, η εξέλιξη των ομοσπονδιακών εκλογών του 2021 δείχνουν πώς ο Όλαφ Σολτς δεν πρέπει να υποτιμάται από τους αντιπάλους του, καθώς έχει αποδείξει ότι παρά το γεγονός ότι δεν «εμπνέει» τον κόσμο, το εκλογικό κοινό δείχνει να τον εκτιμά, παρά την δικαιολογημένη κριτική που ασκείται στο πρόσωπό του.

Τέλος, δεν είναι μόνο το κομματικό τοπίο που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, αλλά ολόκληρη η γεωπολιτική περίσταση. Οι επεκτατικές τάσεις της Ρωσίας θέτουν υπό αμφισβήτηση την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της ελεύθερης Ευρώπης. Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας θα κυριαρχήσουν στην ατζέντα της προεκλογικής περιόδου.

Η αβεβαιότητα είναι πλέον αυξημένη, λόγω της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ο οποίος θα επαναπροσδιορίσει την στάση των ΗΠΑ προς την Ευρώπη και την Ουκρανία. Η επιστροφή του Τραμπ δεν αποκλείεται μάλιστα να ευνοήσει τον Σολτς, ο οποίος θα αναδείξει την κυβερνητική απειρία του Μερτς, στην προσπάθειά του να πείσει τους εκλογείς ότι λόγω της εμπειρίας του, είναι ο κατάλληλος ηγέτης για να διαχειριστεί τον απρόβλεπτο τέως και νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.

Γιώργος Ραυτόπουλος

#εκλογές #Γερμανία #Μερτς #Σολτς
Keywords
Αναζητήσεις
analysi-gia-tis-germanikes-ekloges-pou-krinetai-i-machi-merts-solts.htm
Τυχαία Θέματα