Λιανεμπόριο-Παραγωγή: Οι προκλήσεις της αγοράς-Ανισότητες, δημογραφία, κόστη και ψηφιακά Mέσα

Πολλαπλές είναι οι προκλήσεις της επόμενης μέρας για το οργανωμένο λιανεμπόριο με βάση όσα είπε ο πρόεδρος της Ένωσης Σούπερ Μάρκετ Ελλάδος (ΕΣΕ), Αριστοτέλης Παντελιάδης, μιλώντας στο 15ο Συνέδριο του ΙΕΛΚΑ.

Ο κ. Παντελιάδης εστίασε στο πώς μπορεί να αποτυπωθεί στην ζήτηση η κοινωνική ανισότητα αλλά και η γήρανση του πληθυσμού. Όπως τόνισε ο κ. Παντελιάδης, ανεξάρτητα από τις όποιες υπερβολές και ανακρίβειες κυκλοφορούν γύρω από το θέμα της ακρίβειας και των ανισοτήτων, είναι γεγονός ότι μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού έχει φτωχοποιηθεί και, σε κάθε περίπτωση, οι αυξήσεις στις τιμές

αποτέλεσαν βασική παράμετρο ψήφου στις τελευταίες ευρωεκλογές.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο, όπως είπε, οι αλυσίδες να διαχειριστούν με διαφορετικό τρόπο την εικόνα τους και, παράλληλα, να διαφοροποιήσουν την γκάμα και την ποικιλία των προϊόντων τους. Παράλληλα ο κ. Παντελιάδης αναφέρθηκε και στη γήρανση του πληθυσμού, που οδηγεί σε δημογραφική συρρίκνωση, κάτι που έχει αποτύπωμα και στην παραγωγή αλλά και στην καταναλωτική ζήτηση καθώς μειώνονται οι πελάτες αλλά και οι όγκοι της ζήτησης. Επίσης, όπως είπε, η γήρανση οδηγεί και σε αυξημένα όρια συνταξιοδότησης, κάτι που δημιουργεί στις επιχειρήσεις super market ζητήματα διαχείρισης ενός μεγαλύτερου σε ηλικία εργατικού δυναμικού.

Επίσης στο θέμα εστίασε και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), Γιάννης Γιώτης, κατά την παρέμβασή του στο 15ο συνέδριο του ΙΕΛΚΑ. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒΤ, «η διατήρηση της ζήτησης και η ενίσχυσή της είναι ζωτικής σημασίας για να συνεχίσουμε να λειτουργούμε και να μπορούμε με συνέπεια να στηρίζουμε χιλιάδες οικογένειες που εξαρτώνται από εμάς».

Πέρα από τα ζητήματα αυτά σημαντικό ρόλο για τις επιχειρήσεις, είτε είναι από την πλευρά των παραγωγών, είτε των οργανωμένων λιανεμπόρων, παίζουν τα κόστη αλλά και τα ρυθμιστικά βάρη. Όπως είπε ο κ. Παντελιδης, καταγράφεται μια αύξηση του παρεμβατισμού στην αγορά, που δεν περιορίζεται στα μέτρα που λαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά έχει να κάνει και με τις απαιτήσεις που επιβάλλονται από το εξωτερικό, και δη από την ΕΕ. Ενδεικτικά, ο κ. Παντελιάδης ανέφερε το DRS που, όπως είπε, συνιστά μια τεράστια πρόκληση σε επίπεδο logistics (τόσο για τους προμηθευτές όσο, και για τις αλυσίδες), το CSRD που αυξάνει τη γραφειοκρατία, την οδηγία για την κυβερνοασφάλεια που, όπως είπε, «δημιουργεί μια βιομηχανία πιστοποιητικών», αλλά και την κουβέντα που έχει ανακινηθεί σε επίπεδο ΕΕ για περαιτέρω μείωση του χρόνου εξόφλησης.

Ο ΣΕΒΤ

Από την πλευρά του ο κ. Γιώτης στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα των τιμών των πρώτων υλών, οι οποίες, όπως είπε, δημιουργούν αστάθεια και επιδεινώνουν την ήδη περιορισμένη διαθεσιμότητα των πόρων. Αναφέρθηκε, επίσης, στις δυσκολίες πρόσβασης στη χρηματοδότηση που καλούνται να υπερκεράσουν οι μικρομεσαίες ιδίως επιχειρήσεις του κλάδου, με το πρόβλημα της ρευστότητας να επιτείνεται από τις καθυστερήσεις στην αποπληρωμή επενδυτικών προγραμμάτων. Οι καθυστερήσεις αυτές, «μαζί με τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, τις εργοδοτικές εισφορές, τη χαμηλή παραγωγικότητα, το υψηλό κόστος ενέργειας αλλά και τα αυξημένα κόστη διάθεσης των προϊόντων μας για τη διανομή, την προώθηση, την τοποθέτηση στην αγορά, αυξάνουν το κόστος παραγωγής οδηγώντας σε δυσανάλογες συγκρίσεις της Ελλάδας με άλλες χώρες της Ευρώπης», τόνισε ο κ. Γιώτης.

Οι τιμές

Πάντως, ο κ. Γιώτης ανέφερε ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου τα τελευταία χρόνια προσπάθησαν να σταθούν στο πλευρό του καταναλωτή που είναι, όπως τόνισε, η πιο πολύτιμη περιουσία τους. Υπογράμμισε ότι η βιομηχανία τροφίμων απορρόφησε μεγάλο μέρος των αυξήσεων σε ενέργεια και πρώτες ύλες, εμποδίζοντας τη μετακύλισή τους στον τελικό καταναλωτή, ενώ σημείωσε ότι «με τη συντονισμένη προσπάθεια όλων, είδαμε τη σταθεροποίηση των τιμών στα ράφια τον Οκτώβριο, με τον δείκτη των τυποποιημένων τροφίμων να βρίσκεται μόλις στο 0,5%, εξαιρώντας το ελαιόλαδο».

Εξέφρασε, δε, τη δυσαρέσκειά του για το κλίμα δυσπιστίας που έχει καλλιεργηθεί εναντίον της βιομηχανίας τροφίμων, το οποίο ανατροφοδοτείται και από τους συνεχείς ελέγχους - «έλεγχοι που βαραίνουν ένα κλάδο που έχει αποδείξει την αξιοπιστία και τη συνέπειά του και του οποίου η φήμη πλήττεται», όπως εξήγησε.

Έρευνα

Με βάση, πάντως, τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν χθες στο πλαίσιο ημερίδας που διοργάνωσε το ΙΕΛΚΑ από τις εταιρείες ερευνών Circana και NielsenIQ αλλά και από έρευνα του ίδιου του Ινστιτούτου οι τιμές στα σούπερ μάρκετ στο τελευταίο δεκάμηνο έχουν σταθεροποιηθεί με οριακές αυξήσεις στο 0,22% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.

Ωστόσο, όπως είπε ο γενικός διευθυντής του ΙΕΛΚΑ, Λευτέρης Κιοσές, η άποψη και η πεποίθηση των καταναλωτών είναι ότι για την εξέλιξη των τιμών είναι πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα. Συνέδεσε δε την αντίληψη που υπάρχει με αναφορά στα στοιχεία της Eurostat - δείχνουν το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των πολιτών που θεωρούν ότι είναι φτωχοί και αυτών που πραγματικά είναι κάτω από όριο της φτώχειας- αλλά και με το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντικειμενική παρουσίαση της εικόνας στα σούπερ μάρκετ.

«Κατά τη γνώμη μου αυτό προέρχεται από κάτι ευρύτερο από τα σούπερ μάρκετ και έχει να κάνει με το σύνδρομο φτωχός πλην τίμιος που έχουμε στην Ελλάδα από δεκαετία του ’60. Ενοχοποιούμε τον πλούτο», ανέφερε ο κ. Κιοσές.

Επίσης, το 77% των στελεχών του λιανεμπορίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του ΙΕΛΚΑ, πιστεύει ότι η εικόνα παρουσιάζεται στα media για τις τιμές στα σούπερ μάρκετ δεν είναι αλήθεια. Η εξέλιξη από το 2006 μέχρι σήμερα πάντως παρά τη «γκρίνια» για το πώς οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται τις τιμές στα σούπερ μάρκετ η εικόνα σήμερα της κατανάλωσης στην εγχώρια αγορά είναι καλύτερη από αυτή στην Ευρώπη.

Ενώ σε σχέση με δύο δεκαετίες πριν οι πωλήσεις σε αξία έχουν αυξηθεί κατά 28% η κατανάλωση έχει μειωθεί μόλις κατά 2%. Την ίδια στιγμή στο 11μηνο του τρέχοντος έτους (έως τις 10 Νοεμβρίου 2024) σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Παναγιώτης Μπορέτος, αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Circana η αγορά, ανεβαίνει 3,3% σε αξία 3% σε όγκο.

Σε αυτό έχουν συμβάλλει καθοριστικά οι προσφορές, η ανοδική πορεία των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, η αύξηση του τουρισμού και η άνοδος της in home κατανάλωσης.

Τα ψηφιακά μέσα

Σε σχέση με το μέλλον, πάντως, πέρα από το εάν ο καταναλωτής θεωρεί ότι έχει αγοραστική δύναμη ή όχι, καταλυτικό ρόλο για το οργανωμένο λιανεμπόριο θα παίξει και η νέα τάση με τα ψηφιακά Mέσα (Retail Media), δηλαδή τα ψηφιακά εργαλεία, που είτε αξιοποιούνται εντός των φυσικών σημείων (π.χ. οθόνες), είτε στο διαδίκτυο με τα ηλεκτρονικά καταστήματα - e-shop, τις ιστοσελίδες site, τηλεπωλήσεις κτλ.

Επίσης, η ψηφιακή επικοινωνία με email, sms αρχίζει και επηρεάζει και την εγχώρια εφοδιαστική αλυσίδα. «Ήδη κάπoιες εταιρείες του κλάδου μας έχουν ξεκινήσει να το εκμεταλλεύονται, κάτι που είναι λογικό δεδομένου ότι μεταφράζεται σε έσοδα για τις ίδιες, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και μια πολύ καλή ευκαιρία για τον προμηθευτή να διαφημιστεί στο σημείο επαφής του πελάτη με την κατανάλωση», τόνισε ο κ. Παντελιάδης.

Το επόμενο βήμα, σύμφωνα με τον ίδιο, θα είναι τα Retail Media Networks. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο πρόεδρος της ΕΣΕ, σε παγκόσμιο επίπεδο, η αγορά των Retail Media ανερχόταν το 2023 σε $123 δισ., με τα $50 δισ. να αντιστοιχούν στην Αmazon, όταν ο μεγαλύτερος παίκτης από τον κλάδο των super markets είχε $3,4 δισ.

Το 2029 η εν λόγω αγορά αναμένεται να έχει υπερδιπλασιασθεί, φτάνοντας τα $293 δισ. Τα Retail Media είναι μια από τις νέες ευκαιρίες, τις οποίες η τεχνολογία παρέχει στις αλυσίδες super markets, δίπλα σε αυτές που έχουν να κάνουν με τη διάδραση με τον πελάτη, τα αυτόματα ταμεία, τις ηλεκτρονικές ετικέτες, τους αυτοματισμούς στα κέντρα διανομής και τις επενδύσεις σε e-shop, sites και apps.

Γιώργος Αλεξάκης

#λιανεμπόριο #ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ #ΚΟΣΤΗ #ΨΗΦΙΑΚΑ_MΕΣΑ
Keywords
Τυχαία Θέματα