Από τον βίο του αγίου Ουάρου

10:29 19/10/2023 - Πηγή: dogma

Η γυναίκα αυτή είχε έναν γιο μονάκριβο και σε αυτόν στήριζε όλες τις ελπίδες της, επειδή είχε χάσει τον άντρα της προ πολλού. Έστειλε λοιπόν χρήματα στους κρατούντες ζητώντας από αυτούς να δώσουν στον γιο της κάποιο αξίωμα, και αμέσως έλαβε βασιλικό έγγραφο που επικύρωνε την απονομή του αξιώματος στο παιδί της. Εκείνη τότε ανέβαλε προσωρινά την υπόθεση, γιατί μοχθούσε με πολλή επιμέλεια για την οικοδόμηση του ναού του μάρτυρος.

Όταν αποπερατώθηκε ο ναός, κάλεσε για τα εγκαίνιά του τους επισκόπους και τους ιερείς της περιοχής, όπως επίσης και όσους μοναχούς ξεχώριζαν για την ενάρετη

ζωή τους. Πήρε τότε από τη θήκη το ιερό σώμα του μάρτυρος και με λαμπρότητα το τοποθέτησε σε πολυτελές φορείο. Επάνω του έβαλε τη χλαμύδα και τη ζώνη, τα διακριτικά δηλαδή του αξιώματος τα οποία θα φορούσε ο γιος της, ζήτησε από τους κληρικούς που είχαν έρθει εκεί να τα ευλογήσουν και στη συνέχεια τα έδωσε και τα δύο να του τα φορέσουν. Έπειτα έκανε ολονύκτια αγρυπνία μαζί με όλο το πλήθος, και αυτή με τον γιο της πήγαν πρώτοι στο σώμα του μάρτυρος, το πήραν στα χέρια και το κατέθεσαν με σεβασμό μέσα στο άγιο βήμα του ναού. Μετά από αυτά, η φιλομάρτυς Κλεοπάτρα στάθηκε με θερμή αφοσίωση και με δάκρυα και ζητούσε με πίστη από τον μάρτυρα τα θεία αγαθά για τον γιο της και για την ίδια.

Όταν τελείωσε η θεία Λειτουργία, παρέθεσε σε όσους είχαν έρθει πλούσιο και λαμπρό τραπέζι, στο οποίο υπηρετούσαν ο γιός της και η ίδια. Ο γιος μάλιστα είχε πάρει εντολή από τη μητέρα να μη φάει ούτε να πιει τίποτε, πριν τελειώσει το συμπόσιο. Όταν λοιπόν αυτό τελείωσε, και ενώ είχε γίνει κιόλας απόγευμα, κατάκοπος ο νέος πλάγιασε στο κρεβάτι του και κυριεύτηκε από σφοδρό και υψηλό πυρετό. Η μητέρα του, νηστική και αυτή, κάθισε δίπλα του και έμενε άυπνη προσπαθώντας όσο μπορούσε να του δροσίσει τον πυρετό της αρρώστιας. Και γύρω στα μεσάνυχτα – τι είναι οι κρίσεις του Θεού! – είδε ότι το παιδί της υπέκυψε στην αρρώστια και κείτονταν νεκρό.

Μόλις λοιπόν το είδε αυτό, την έπιασε αμέσως ίλιγγος και έπεσε άφωνη στη γη· έπειτα, αφού συνήλθε λίγο, σήκωσε στους ώμους το σώμα του παιδιού της, μπήκε μέσα στον ναό, τον οποίο είχε χτίσει για τον μάρτυρα, και πήγε και το έβαλε στο άγιο βήμα. Και μιλώντας στο σώμα του μάρτυρος σαν να ήταν ακόμη έμψυχο, του έλεγε:

«Τι κακό μεγάλο σου έκανα, μάρτυς του Χριστού, ώστε να με βρει τέτοια πικρή συμφορά; Δεν άφησα τον άντρα μου στα ξένα και δεν φρόντισα περισσότερο από κάθε άλλο για τη μεταφορά του δικού σου σώματος; Δεν σου οικοδόμησα από τα θεμέλια αυτόν τον ναό; Αν όχι τίποτε άλλο, δεν σου πρόσφερα τουλάχιστο την ολόψυχη αφοσίωσή μου; Τι σκοπό είχαν αυτά; Ποιο ήταν το καλό που ήλπιζα για ανταπόδοση; Δεν ήταν η σωτηρία του παιδιού μου; Δεν ήταν να μείνει με τη μητέρα του μέχρι τα γεράματα; Αλίμονο, τι ελπίδες είχα, και διαψεύστηκαν! Τι περίμενα και τι είδα! Αλλά, μάρτυς του Χριστού, ή δώσε μου ζωντανό το παιδί, όπως ο Ελισσαίος στη Σωμανίτισσα (Δ’ Βασ. 4:32-37), ή μην αρνηθείς να μου δώσεις θάνατο που ενώνει· εμένα δηλαδή, που γέννησα και μεγάλωσα παιδί με τέτοια δυστυχισμένη κατάληξη, κάνε να φύγω μαζί με το παιδί μου».

Καθώς λοιπόν η Κλεοπάτρα τα έλεγε αυτά με θερμά δάκρυα, την πήρε ύπνος που την ξεκούρασε λίγο, και τότε της παρουσιάστηκε ο γιός της μαζί με τον μάρτυρα. Είδε δηλαδή σε όραμα τον αθλητή του Χριστού να αγκαλιάζει τον γιο της σαν δικό του γιο, και να φορούν ο καθένας μανδύα υπερφυσικό και υπέρλαμπρο, έχοντας τα κεφάλια στολισμένα πολύ ωραία με στέμματα, των οποίων η ομορφιά ήταν θεϊκή και ανείπωτη. Και ο μάρτυς φάνηκε να της λέει: «Γυναίκα, γιατί δεν χαίρεσαι, αλλά φοβερή λύπη έχει αναστατώσει την καρδιά σου; Μήπως εγώ είμαι τόσο αχάριστος και δεν αισθάνθηκα τίποτε από όσα έκανες για εμένα; Για όλα αυτά δεν σου έδωσα πλούσια ανταμοιβή; Δεν βλέπεις τι δόξα έχει αξιωθεί να λάβει ο γιός σου και ποια χάρη αστράφτει επάνω του; Γιατί λοιπόν δεν αφήνεις αυτή τη λύπη και δεν γεμίζεις χαρά; Αλλά, αν θέλεις, ας σε πλησιάσει πιο πολύ το παιδί σου, ώστε να το δεις καλά και να βεβαιωθείς για την κατάστασή του».

Όταν τα είπε αυτά, της φάνηκε ότι στράφηκε προς το παιδί της λέγοντας: «Πήγαινε, παιδί μου, κοντά στη μητέρα σου, να της δείξεις πώς είσαι και να παρηγορήσεις τα πολλά δάκρυά της». Ο νέος όμως κρατούσε πιο σφιχτά τον μάρτυρα και καθόλου δεν ήθελε να τον αφήσει, ούτε να πάει στη μητέρα του, αλλά φέρνοντας αντίρρηση της είπε: «Πήγαινε, μητέρα μου, πήγαινε να μείνεις μόνη σου και άφησε πια αυτούς τους θρήνους. Θεωρώ εντελώς άτοπο να αλλάξω τη ζωή με τον θάνατο και την ατέλειωτη ηδονή με τη λύπη, και αντί για την αιώνια ζωή να προτιμήσω την πρόσκαιρη».

Όταν η μητέρα τα άκουσε αυτά από τον γιο της, παρακαλούσε πολύ τον μάρτυρα να την πάρει και αυτήν μαζί με το παιδί της και να την κάνει συμμέτοχο σε αυτά που έβλεπε· εκείνος όμως τη συμβούλεψε να συνεχίσει να βαδίζει τον δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία. Τέλος, αφού της ευχήθηκε να έχει ειρήνη, έφυγε μαζί με το παιδί για την ουράνια κατοικία τους.

Εκείνη ξύπνησε αμέσως και ευχαριστούσε πολύ τον Θεό και τον μάρτυρα. Έπειτα τοποθέτησε και το σώμα του γιου της δίπλα στον μάρτυρα και έκανε ολονύκτια ευχαριστία μαζί με όσους ήταν μαζί της. Το πρωί, μετά τη θεία μυσταγωγία, παρέθεσε λαμπρό τραπέζι σε εκείνους που συμμετείχαν στους ιερούς ύμνους.

Μετά από αυτά, μοίρασε όλα της τα υπάρχοντα στους φτωχούς, φόρεσε ένα λιτό ένδυμα και υπηρετούσε στον τάφο του μάρτυρος, αφοσιωμένη σε αδιάλειπτες νηστείες και προσευχές· με τις οποίες τόσο πολύ καθάρισε την ψυχή της, ώστε κάθε Κυριακή έβλεπε τον μάρτυρα μαζί με τον γιο της να έρχονται στολισμένοι όπως πρώτα και να δίνουν παρηγοριά στη λύπη της. Αφού πέρασε έτσι επτά χρόνια, έφυγε για την ουράνια μακαριότητα.

Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Δ’, Υπόθεση ΙΒ’ (12), σελ. 163. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2010.

The post Από τον βίο του αγίου Ουάρου appeared first on Dogma.

Keywords
Τυχαία Θέματα