Πρωτοπρ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός: «Τεχνητή νοημοσύνη και ελευθερία».

21:57 15/2/2025 - Πηγή: dogma

Γιά τόν Ἄγιο Γρηγόριο ἡ εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ δέν βρίσκεται στό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι φθαρτό καί μεταβαλλόμενο,
ἀλλά στήν ψυχή. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου «ἔχει τήν τελειότητα μέ τό νά εἶναι
νοερή καί λογική»2
. Ὅ Ἅγιος κάνει ἀντιδιαστολή μέ τήν ψυχή τῶν δημιουργημάτων, ἡ ὁποία ἔχει τήν θρεπτική ἐνέργεια, τήν δυνατότητα διακυβέρνησης μέ
τήν αἰσθητική δύναμη, «χωρίς νά μετέχουν οὔτε ἐκεῖνα στήν αἰσθητική, οὔτε
αὐτά στή νοερή φύση»3. Ἑπομένως, «καθετί πού δέν εἶναι καί νοερή καί λογική ψυχή, μπορεῖ μέν νά ἔχει τήν ὁμωνυμία μέ τήν ψυχή, ἀλλά δέν εἶναι πραγματικά ψυχή, παρά μόνο

κάποια ζωτική ἐνέργεια, πού γίνεται αἰσθητή μέ τήν
ὀνομασία τῆς ψυχῆς»4. Μόνο ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν πραγματική ψυχή καί γι’
αὐτό, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, ἐνῶ «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας μικρός κόσμος»5
,
ἐντούτοις τό μεγαλεῖο του βρίσκεται «ὄχι στήν ὁμοιότητά του πρός τόν κτιστό,
1 βλ. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, κείμενο-εἰσαγωγή-μετάφρασησχόλια Ἀρχιμ. Παγκρατίου Μπρούσαλη, ἐκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1992.
2 «Οὕτω τοίνυν καί τῆς ψυχῆς ἐν τῷ νοερῷ τε καί λογικῷ τό τέλειον ἐχούσης» (ὅ.π., 15,2, σσ.
132ἑπ.).
3 «Εἰ δέ τινα τῆς κτίσεως τήν θρεπτικήν ἐνέργειαν ἔχει, ἤ πάλιν ἕτερα τῇ αἰσθητικῇ διοικεῖται δυνάμει, μήτε ἐκεῖνα αἰσθήσεως μήτε ταῦτα τῆς νοερᾶς μετέχοντας φύσεως» (ὅ.π., 15,1, σσ. 132ἑπ.).
4 «Πᾶν ὅ μή τοῦτό ἐστιν ὁμώνυμον μέν εἶναι δύναται τῇ ψυχῇ, οὐ μήν καί ὄντως ψυχή, ἀλλά τις
ἐνέργεια ζωτική, τῇ τῆς ψυχῆς κλήσει συγκεκριμένη» (ὅ.π., 15,2, σσ. 132-134).
5 «Φασί γάρ μικρόν εἶναι κόσμον τόν ἄνθρωπον, ἐκ τῶν αὐτῶν τῷ παντί στοιχείων συνεστηκότα»
(ὅ.π., 16,1, σσ. 136ἑπ.).
171

τόν δημιουργημένο κόσμο, ἀλλά στό γεγονός ὅτι ἔχει δημιουργηθεῖ σύμφωνα
μέ τήν εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ τῆς ἀνθρώπινης φύσης»6.
Καί συνεχίζει ὁ Ἄγιος: «Ὁ Θεός κατά τή φύση του εἶναι καθετί πού μπορεῖ
νά χωρέσει ὁ νοῦς μας ὡς ἀγαθό. Ἤ, μᾶλλον, κι ἀπό κάθε ἀγαθό πού νοεῖται
καί γίνεται καταληπτό, εἶναι ἀκόμη ἀνώτερος. Καί δέν δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο γιά κανέναν ἄλλο λόγο, παρά μόνο γιατί εἶναι ἀγαθός. Κι ἐπειδή εἶναι αὐτό
πού εἶναι, κι ἐπειδή γι’ αὐτό παρακινήθηκε νά δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο, δέν
θά ἔδειχνε μισοτελειωμένη τή δύναμη τῆς ἀγαθότητάς του, δίνοντας μέν ἕνα
μέρος ἀπό τά προσόντά του, λυπούμενος δέ νά μεταδώσει καί τό ἄλλο. Ἀλλά
ἡ τέλεια μορφή τῆς ἀγαθότητας βρίσκεται ἐδῶ ἀκριβῶς· στό νά δημιουργήσει
δηλαδή τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀνυπαρξία, καί νά τόν καταστήσει ἐλεύθερο
ἀπό τήν ἀνάγκη τῶν ἀγαθῶν. Ἐπειδή ὅμως εἶναι μεγάλος ὁ κατάλογος τῶν ἐπί
μέρους ἀγαθῶν, δέν εἶναι εὔκολο νά τόν περιλάβει κανείς σέ ἀριθμό. Γι’ αὐτό,
ἀφοῦ τά περιέλαβε ὅλα στήν περιληπτική λέξη, τά φανερώνει λέγοντας πώς
ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό εἶναι
τό ἴδιο μέ τό νά λέγει, ὅτι δημιούργησε τόν ἄνθρωπο νά ἔχει μετοχή καί κοινωνία σέ κάθε ἀγαθό. Γιατί ἄν ὁ Θεός εἶναι τό πλήρωμα τῶν ἀγαθῶν, κι ὁ
ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄρα τό νά ἔχει τήν πληρότητα κάθε ἀγαθοῦ,
ὁμοιάζει ἡ εἰκόνα μέ τό πρότυπο. Συνεπῶς ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἔννοια κάθε
καλοῦ, κάθε ἀρετή καί σοφία καί κάθε ἄλλο, πού νοεῖται ὡς πρός τό καλύτερο. Ἕνα δέ ἀπό ὅλα εἶναι καί ἡ ἐλευθερία ἀπό κάθε ἀνάγκη, καθώς καί ἡ
μή ὑποταγή σέ κάποια ὑλική κυριαρχία, ἀλλά νά ἔχει ἡ προαίρεση τήν ἐλευθερία σύμφωνα μέ τήν κρίση της. Γιατί ἡ ἀρετή εἶναι πράγμα ἐλεύθερο καί
θεληματικό, ἐνῶ ὅ,τι γίνεται ἀναγκαστικά καί μέ τή βία δέν μπορεῖ νά εἶναι
ἀρετή»7
.
6 «Ἀλλ’ ἐν τίνι κατά τόν ἐκκλησιαστικόν λόγον τό ἀνθρώπινον μέγεθος; Οὐκ ἐν τῇ πρός τόν κτιστόν κόσμον ὁμοιότητι, ἀλλ’ ἐν τῷ κατ’ εἰκόνα γενέσθαι τῆς τοῦ Κτίσαντος φύσεως» (ὅ.π., 16,1,
σσ. 137ἑπ.).
7 «Θεός τῇ ἑαυτοῦ φύσει πᾶν ὅ,τι πέρ ἐστι κατ’ ἔννοιαν λαβεῖν ἀγαθόν, ἐκεῖνο ἐστι, μᾶλλον δέ,
παντός ἀγαθοῦ τοῦ νοουμένου τε καί καταλαμβανομένου ἐπέκεινα ὤν, οὐ δι’ ἄλλο τι κτίζει τήν
ἀνθρωπίνην ζωήν ἤ διά τό ἀγαθός εἶναι· τοιοῦτος δέ ὤν, καί διά τοῦτο πρός τήν δημιουργίαν τῆς
ἡμετέρας φύσεως ὁρμήσας, οὐκ ἄν ἡμιτελῆ τήν τῆς ἀγαθότητος ἐνεδείξατο δύναμιν, τό μέν τι δούς
ἐκ τῶν προσόντων αὐτῷ, τοῦ δέ φθονήσας τῆς μετουσίας· ἀλλά τό τέλειον τῆς ἀγαθότητος εἶδος
ἐν τούτῳ ἐστίν, ἐκ τοῦ καί παραγαγεῖν τόν ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς γένεσιν, καί ἀνενδεᾶ
τῶν ἀγαθῶν ἀπεργάσεσθαι· ἐπεί δέ πολύς τῶν καθ’ ἕκαστον ἀγαθῶν ὁ κατάλογος, οὐ μέν οὖν
ἐστιν ἀριθμῷ ῥαδίως τοῦτον διαλαβεῖν, διά τοῦτο περιληπτικῇ τινι φωνῇ τά πάντα συλλαβών ὁ
λόγος ἐσήμανεν, ἐν τῷ εἰπεῖν, κατ’εἰκόνα Θεοῦ γεγενῆσθαι τόν ἄνθρωπον· ἴσον γάρ ἐστι τοῦτο
τῷ εἰπεῖν, ὅτι παντός ἀγαθοῦ μέτοχον τήν ἀνθρωπίνην φύσιν ἐποίησεν· εἰ γάρ πλήρωμα μέν ἀγαθῶν
ΜΕΡΟΣ Β´. ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
172

Γιά τόν Ἅγιο ἡ ἀνθρώπινη θέληση κινεῖται, ρέπει πρός τήν μεταβολή, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι αὐτεξούσια καί ἐλεύθερη8. Ἑπομένως, ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη
φύση ἔχει συγγένεια καί μέ τήν ἄλογη φύση, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου νικιέται ἀπό τόν λογισμό, «ὁ ὁποῖος σάν ἄλλος γεωργός, καλλιεργεῖ τίς ἀφορμές
τῶν παθῶν καί τά ἐπαυξάνει σε πολλά διά μέσου τῶν λίγων. Γιατί, συνεργαζόμενος ὁ λογισμός μέ τό πάθος, ὁλοκληρώνει τό ἔργο, γιά νά γεννηθοῦν ποικίλα κι ἄφθονα ἄτοπα»9. Ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ἁμαρτίας δέν καταργεῖ τήν
ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, ὡς συστατικό στοιχεῖο τοῦ κατ’ εἰκόνα
Θεοῦ εἶναι ἀναφαίρετη ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ προαίρεση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου
εἴτε ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ διαβόλου εἴτε ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ ἰδίου παρασύρεται καί κάνει «πολλές φορές τό λογικό νά ἀποκτηνώνεται, ὅταν συγκαλύπτει τό καλύτερο μέ τό χειρότερο, μέ τή ροπή καί τήν τάση πρός τό ἄλογο.
Ὄταν δηλαδή παρασύρει κανείς τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ κι ἐξαναγκάζει τή σκέψη, νά γίνει ὑπηρέτης τῶν παθῶν, τότε σημειώνεται κάποια μεταβολή τῆς
ἀγαθῆς μορφῆς πρός τήν ἄλογη, ἐπειδή ὁλόκληρη ἡ φύση μετασχηματίζεται
πρός αὐτή τή μορφή»10. «Ἄν ὅμως ὁ λογισμός ἐξουσιάσει τά κινήματα τῆς
ψυχῆς, τό καθένα ἀπό αὐτά ἀλλάζει καί μετατρέπεται σέ μορφή ἀρετῆς. Κι ὁ
μέν θυμός γεννάει τήν ἀνδρεία, ἡ δέ δειλία τήν ἀσφάλεια, κι ὁ φόβος τήν ὑπακοή, τό μίσος τήν ἀποστροφή πρός τήν κακία, ἡ δέ δύναμη τῆς ἀγάπης τήν
ἐπιθυμία πρός τό ἀληθινό καλό. Τό ὑψηλό φρόνημα ἀνεβάζει πάνω ἀπό τά
πάθη καί διατηρεῖ τή διάνοια ἀδούλωτη ἀπό τό κακό. Αὐτή τή μορφή τῆς
ἔπαρσης ἐξαίρει καί ὁ μεγάλος Ἀπόστολος (Παῦλος), παραγγέλοντας συνεχῶς
νά φρονοῦμε τά ἄνω (Κολ. 3, 1-2). Κι ἔτσι μπορεῖς νά ἀντιληφθεῖς ὅτι κάθε
τό Θεῖον, ἐκείνου δέ τοῦτο εἰκών· ἄρα ἐν τῷ πλῆρες εἶναι παντός ἀγαθοῦ, πρός τό ἀρχέτυπον ἡ
εἰκόνα ἔχει τήν ὁμοιότητα. Οὐκοῦν ἐστιν ἐν ἡμῖν παντός μέν καλοῦ ίδέα, πᾶσα δέ ἀρετή καί σοφία
καί πᾶν ὅ,τι περ ἐστι πρός τό κρεῖττον νοούμενον· ἕν δέ τῶν πάντων καί τό ἐλεύθερον ἀνάγκης
εἶναι, καί μή ὑπεζεῦχθαί τινι φυσικῇ δυναστείᾳ, ἀλλ’ αὐτεξούσιον πρός τό δοκοῦν ἔχειν τήν γνώμην· ἀδέσποτον γάρ τι χρῆμα ἡ ἀρετή καί ἑκούσιον, τό δέ κατηναγκασμένον καί βεβιασμένον ἀρετή
εἶναι οὐ δύναται» (ὅ.π., 16,10-11, σσ. 144-146).
8 «Πρός ὅ,τι ῥέπει κατά τό αὐτοκρατές καί αὐτεξούσιον τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως» (ὅ.π.,
16,14, σσ. 148ἑπ.).
9 «Καθάπερ γεωργοῦντος τοῦ λογισμοῦ τάς τῶν παθημάτων ἀρχάς καί δι’ ὀλίγων εἰς πλῆθος
ἐπαύξαντος· τήν γάρ παρ’ ἑαυτοῦ συνεργίαν χρήσας τῷ πάθει, πολύχουν καί ἀμφιλαφῆ τήν τῶν
ἀτόπων γένεσιν ἀπειργάσατο» (ὅ.π., 18,3, σσ. 162ἑπ.).
10 «πολλάκις δέ καί ὁ λόγος ἀποκτηνοῦται, διά τῆς πρός τό ἄλογον ῥοπῆς τε καί διαθέσεως συ –
γκαλύπτων τό κρεῖττον τῷ χείρονι· ἐπειδάν γάρ τις πρός ταῦτα τήν διανοητικήν ἐνέργειαν καθελκύσῃ, καί ὑπηρέτην τῶν παθῶν γενέσθαι τόν λογισμόν ἐκβιάσηται, παρατροπή τις γίνεται τοῦ
ἀγαθοῦ χαρακτῆρος πρός τήν ἄλογον εἰκόνα, πάσης πρός τοῦτο μεταχαρασσομένης τῆς φύσεως»
(ὅ.π., 18,3, σσ. 162ἑπ.).
173
ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

τέτοια κίνηση τῆς ψυχῆς, ὅταν συνανυψώνεται πρός τό ὕψος τοῦ νοῦ, συμμορφώνεται πρός τό κάλλος πού ὑπάρχει στή θεία εἰκόνα, δηλαδή στόν Θεό.
Ἑπειδή ὅμως ἡ κλίση πρός τήν ἁμαρτία εἶναι μεγάλη καί κατηγορική, συχνότερα συμβαίνει τό ἄλλο: δηλαδή ὁ νοῦς, τό ἡγεμονικό μέρος τῆς ψυχῆς, σύρεται περισσότερο πρός τά κάτω, πιεζόμενος ἀπό τό βάρος τῆς ἄλογης φύσης,
παρά ἀνυψώνεται τό βαρύ καί χοϊκό βοηθούμενο ἀπό τό ὕψος τῆς διάνοιας.
Γι’ αὐτό ἡ ἀθλιότητα πού μᾶς περιβάλλει κάνει συχνά, νά ἀγνοεῖται τό δῶρο
τῆς θείας εἰκόνας, φορῶντας τά σωματικά πάθη, σάν ἄλλο αποκρουστικό
προσωπεῖο πάνω ἀπό τό κάλλος τῆς εἰκόνας. Γι’ αὐτό ὅσοι προσβλέπουν πρός
αὐτά, θεωροῦνται κατά κάποιο τρόπο ἄξιοι συγγνώμης, ἐπειδή ἰσχυρίζονται
στή συνέχεια, πώς δέν εἶναι εὔκολο νά διακρίνει σ’ αὐτά τή θεία εἰκόνα. Ὅμως
διά μέσου ἐκείνων πού πέτυχαν νά ζήσουν ἐνάρετα στή ζωή, μπορεῖς νά βλέπεις τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων»11.
Τά λεγόμενα αὐτά ἀπό τόν Ἄγιο μᾶς θέτουν ἐνώπιον ἑνός σπουδαίου ζητήματος πού ἔχει νά κάνει μέ τό κατά πόσον τό ἐπίτευγμα τῶν καιρῶν μας, ἡ τε –
χνητή νοημοσύνη ἀποτελεῖ ἀπειλή γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν τό
πρόβλημα ἐντοπιστεῖ στό ζήτημα τῆς πιθανῆς χρήσης τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης ἀπό ὁλοκληρωτικά συστήματα, τά ὁποῖα ἀποσκοποῦν στό νά ἐλέγξουν
ἀπόλυτα τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί ζωή, ἀνακύπτει ἕνα μεγάλο ἐρώτημα:
πόσο εἶναι ἐφικτό, κατά τήν πίστη μας, ὁ ἄνθρωπος νά στερηθεῖ ἐντελῶς τήν
ἐλευθερία του; Σήμερα, προφανῶς ὑφιστάμεθα ἐπιδράσεις καί ἀλλοιώσεις
ἀπό συστήματα καί ἰδεολογίες, πού χρησιμοποιοῦν τήν τεχνολογία ὄχι ἁπλῶς
γιά νά διαμορφώσουν τήν κοινή γνώμη πρός κατευθύνσεις ὑλιστικές, μηδενι11 «Εἴπερ ὁ λογισμός τῶν τοιούτων κινημάτων ἀντιμεταλάβοι τό κράτος, εἰς ἀρετῆς εἶδος ἕκαστον
τούτων ἀντιμεθίσταται· ποιεῖ γάρ ὁ μέν θυμός τήν ἀνδρείαν, τό δέ δειλόν τήν ἀσφάλειαν, καί ὁ
φόβος τήν εὐπείθειαν, τό μῖσος δέ τήν τῆς κακίας ἀποστροφήν, ἡ δέ ἀγαπητική δύναμις τήν πρός
τό ἀληθῶς καλόν ἐπιθυμίαν· τό δέ γαῦρον τοῦ ἤθους ὑπεραίρει τῶν παθημάτων καί ἀδούλωτον
ὑπό τοῦ κακοῦ διαφυλάσσει τό φρόνημα. Ἐπαινεῖ δέ τό τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος καί ὁ μέγας
ἀπόστολος, συνεχῶς ἐγκελευόμενος τά ἄνω φρονεῖν· καί οὕτως ἐστί εὑρεῖν, ὅτι πᾶν τό τοιοῦτον
κίνημα τῷ ὑψηλῷ τῆς διανοίας συνεπαιρόμενον, τῷ κατά τήν θείαν εἰκόνα κάλλει συσχηματίζεται.
Ἀλλ’ ἐπειδή βαρεῖά τις ἐστί καί κατωφερής ἡ τῆς ἁμαρτίας ῥοπή, πλεῖον τό ἕτερον γίνεται· μᾶλλον
γάρ τῷ βάρει τῆς ἀλόγου φύσεως συγκατασπᾶται τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς, ἥπερ τῷ ὕψει τῆς
διανοίας τό βαρύ τε και χοϊκόν ἀνυψοῦται· διά τοῦτο πολλάκις ἀγνοεῖσθαι ποιεῖ τό θεῖον δῶρον
ἡ περί ἡμᾶς ἀθλιότης, οἷον προσωπεῖον εἰδεχθές τῷ κατά τήν εἰκόνα κάλλει τά πάθη τῆς σαρκός
ἐπιπλάσσουσα. Οὐκοῦν συγγνωστοί πως εἰσίν οἱ πρός τά τοιαῦτα βλέποντες, εἶτα τήν θείαν μορφήν
ἐν τούτοις εἶναι οὐκ εὐχερῶς συντιθέμενοι· ἀλλά διά τῶν κατωρθωκότων τόν βίον, ἔξεστι τήν θείαν
ἐν τοῖς ἀνθρώποις εἰκόνα βλέπειν· εἰ γάρ ἐμπαθής τις καί σάρκινος ὤν ἀπιστεῖσθαι ποιεῖ τόν
ἄνθρωπον ὡς θείῳ κάλλει κεκοσμημένον· ὁ ὑψηλός πάντως τήν ἀρετήν καί καθαρεύων ἐκ μολυσμάτων βεβαιώσει σοι τήν πρός τό κρεῖττον ἐπί τῶν ἀνθρώπων ὑπόληψιν» (ὅ.π., 18,5-7, σσ. 164ἑπ.).
ΜΕΡΟΣ Β´. ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
174

στικές, ἄθεες. Μποροῦν ὅμως αὐτά τά συστήματα νά «ρομποτοποιήσουν» τήν
ἀνθρώπινη ὕπαρξη, στερῶντας της τήν ἐλευθερία τοῦ νοῦ και τῆς προαιρέσεως; Τό ἐρώτημα αὐτό συνδέεται καί μέ τό θέμα τῆς ἐπιστημονικῆς προόδου,
πού καθιστᾶ τήν ἐπιστήμη ἕναν μικρό ἤ μεγάλο, ἀναλόγως τῶν πεποιθήσεών
μας, «θεό», ἡ γνώμη τοῦ ὁποίου γίνεται ἀπαίτηση γιά συμμόρφωση στίς ἐπιταγές του, χωρίς περαιτέρω συζήτηση καί χωρίς περιθώριο διαφορετικῆς ἐπιλογῆς. Ἡ συζήτηση περνᾶ λοιπόν ὄχι μόνο στό πεδίο τῆς ἠθικῆς, ἀλλά καί
στό πεδίο τῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας.
«Κάθε σύγχρονη συζήτηση περί Τεχνολογίας ἐγγράφεται ἤδη στήν ἐπικράτεια τῆς ἰσχύος της καί ἀπολογεῖται ἤδη ὑπέρ αὐτῆς. Ἀφορᾶ ἡ Τεχνολογία
πλέον, καί αὐτό εἶναι συγκλονιστικό, εἰς τό ἑξῆς, στό ἴδιο τό Εἶναι τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου καί ὄχι ἁπλῶς σέ ἕναν ἀκόμη, ἱστορικά πρόσκαιρον, τρόπο του»12, παρατηρεῖ ἕνας σπουδαῖος σύγχρονος θεολόγος καί συγγραφέας,
ὁ π. Νικόλαος Λουδοβῖκος. Καί συνεχίζει: «Θεωρῶ πώς ὁ διαχωρισμός μεταξύ
Τεχνολογίας καί Βιο-τεχνολογίας εἶναι μᾶλλον καταχρηστικός: κάθε μορφή
Τεχνολογίας εἶναι στό βάθος Βιο-τεχνολογία, ὑπό τήν εὐρύτερη ἔννοια πώς
ἐπιδρᾶ καίρια καί διαμορφώνει τήν ἀνθρώπινη ψυχο-βιολογική ὑπόσταση καί
πώς –οὕτως ἤ ἄλλως– σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀπώτερη βαθύτερη διαμόρφωση
ἀποσκοπεῖ ἐντέλει. Καί εἶναι ἀκριβῶς μέ αὐτήν τήν ἔννοια πού κατανοῶ τή
θέση τοῦ Heidegger, πώς ἡ τεχνολογία εἶναι –σήμερα πλέον– ἕνας τρόπος
ἀποκάλυψης τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων»13.
Δύσκολα μπορεῖ νά διαφωνήσει κάποιος μέ αὐτή τή θεώρηση, ἀπό τή στιγμή πού ἔχουμε γίνει μάρτυρες μετοχῆς σέ ἕναν πολιτισμό, στόν ὁποῖο ἡ ἐπιστήμη, διά τῆς Τεχνολογίας, ἔχει συμβάλει στή διαμόρφωση ἑνός ἄλλου ἀνθρωπολογικοῦ προτύπου. Σήμερα, ὁ ἄνθρωπος ἔχει προχωρήσει πέρα ἀπό τήν
ἰδιότητα-ταυτότητα τοῦ homo sapiens καί ἔχει ὁδηγηθεῖ στήν αἴσθηση τῆς
θέασης τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς ζωῆς του ὡς «θεϊκῆς». Ζοῦμε στήν ἐποχή τοῦ
homo deus14 καί αὐτό δέν φαίνεται εὔκολο νά ἀλλάξει στό παγκόσμιο σύστημα,
στό ὁποῖο ὑπάρχουμε καί πορευόμαστε, τουλάχιστον στόν δυτικό κόσμο.
12 π. Νικόλαος Λουδοβῖκος, Ὁ τεχνοπίθηκος καί ἡ ἀλήθεια – ἑρμηνευτική τῆς Θρησκείας στόν
καιρό τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης, Ἀθήνα 2024, σ. 17.
13 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σσ. 18ἑπ.
14 Εἶναι χαρακτηριστικά τά δύο βιβλία τοῦ πολυδιαφημισμένου συγγραφέα Yuval Noah Harari μέ
αὐτούς ἀκριβῶς τούς τίτλους: Sapiens καί Homo Deus. Yuval Noah Harari, Sapiens, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, ἐκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Ἀθήνα 2015 και Yuval Noah Harari, Homo Deus, μτφρ.
Μιχάλης Λαλιώτης, ἐκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Ἀθήνα 2017.
175
ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ὅπως παρατηρεῖ πάλι ὁ π. Νικόλαος Λουδοβῖκος, «σήμερα πλέον ἡ Τεχνολογία εἰσῆλθε στήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου του,
καθιστῶντας Τεχνολογική ὄχι μόνον τήν Ἐπιστήμη, ἀλλά ἀκόμη καί τήν Τέχνη
καί τή Θρησκεία, ἀκριβῶς διότι ἐπιβάλλει παντοῦ, ὡς σφραγίδα ἐγκυρότητας
μοναδική, ἀκριβῶς αὐτό τό στοιχεῖο πού ἀποτελεῖ τό ἰδιάζον χαρακτηριστικό
της. Τό χαρακτηριστικό αὐτό εἶναι, κατά τόν Heidegger, ὁ ἀνθρώπινος ὑποκειμενικός ἔλεγχος πάνω στή φύση τῶν ὄντων, ἀντί τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἀνοικτότητας
καί ὑπακοῆς σ’ αὐτήν. Αὐτό δέ μέ τή σειρά του προκύπτει ἀπό τήν ἀπόδοση τοῦ
ὅρου “ὑποκείμενο” ἀπό τόν Καρτέσιο, γιά πρώτη φορά, μόνον στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ
τά ὑπόλοιπα ὄντα καθίστανται ἔτσι ἀντικείμενα τοῦ αὐθαίρετου στοχασμοῦ καί
τῆς ἀνάλογης πράξης καί χρήσης ἀπό μέρους τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ ἀτομικοῦ
ὑποκειμένου. Στήν πραγματικότητα, μέ τήν Τεχνολογία ἡ συνθήκη αὐτή ἐγγίζει
τόν κολοφῶνα της. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τώρα τά ὄντα ἁπλῶς ὡς διαθέσιμα πρός χρήση, στά ὅρια αὐτοῦ πού ὁ Heidegger ἀποκαλεῖ Gestell (σκελετό,
πλαίσιο)… “περιχαράκωση”, ὅρος πού περιγράφει ἀκριβῶς τό ψυχονοητικό ἱστορικό πλαίσιο, τό ὁποῖο κυριαρχικά ἐπιβάλλει τρόπους μέ τούς ὁποίους τό πραγματικό, διά τῆς Τεχνολογίας, ἀποκαλύπτεται ὡς ἀπολύτως διαθέσιμο καί ἀναμένον τήν ἀνθρώπινη χρήση του, δηλαδή ἀποκαλύπτεται ὡς “standing reserve”, ὡς,
θά λέγαμε, “ὑφιστάμενο ἀπόθεμα” – καί ὅλο τοῦτο τό γεγονός καθίσταται ἕνα
“πεπρωμένο” (destining) προσδιοριστικό γιά τή σύγχρονη ἱστορία»15.
Οἱ παρατηρήσεις αὐτές μᾶς δείχνουν ὅτι ἡ τεχνητή νοημοσύνη, ὅπως καί
κάθε μορφή τεχνολογικοῦ ἐπιτεύγματος, στήν πραγματικότητα μποροῦν νά
χρησιμοποιηθοῦν ἀπό ὅσους ἐλέγχουν τό σύστημα προσθήκης καί διαχείρισης
τῶν δεδομένων καί μέ βάση τίς τεράστιες ἕως ἀπεριόριστες δυνατότητες τίς
ὁποῖες ἡ ἴδια ἡ τεχνητή νοημοσύνη διαθέτει, ὡς βάση γιά μία πίεση στήν
ἀνθρώπινη προαίρεση νά διαχειριστεῖ τό δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἐλευθερία, στήν προοπτική τῆς αὐτοθέωσης. «Ἡ ἐποχή τῆς Βιοτεχνολογίας εἶναι
χωρίς ἄλλο, ὁ παράδεισος ἑνός τέτοιου Μετα-διαφωτιστικοῦ ὑποκειμένου, τοῦ
ὁποίου ἡ ἐλευθερία νά εἶναι ὁ ἑαυτός του ἔχει μετατραπεῖ στήν ἐλευθερία νά
τόν ἀνακατασκευάζει βιο/ψυχοτεχνολογικά, νατουραλιστικά φυσικά καί διόλου πλέον ὑπερβατικά. Στά μάτια αὐτοῦ τοῦ φαντασιωνόμενου τήν βιο/ψυχοτεχνολογική ἀνακατασκευή τῆς φύσης τοῦ ὑποκειμένου τά ἀρχαῖα ὅριά της
τοῦ προκαλοῦν φρίκη ἀνεκλάλητη – ὅπως καί ἡ πιθανή Χριστιανική της
κατάπαυση στούς κόλπους ἑνός Θεοῦ πού τήν προσέλαβε καί τήν διεκδικεῖ
15 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σσ.19ἑπ.
ΜΕΡΟΣ Β´. ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
176

ὡς διαλογικό νόημα. Ἔτσι, ἡ ἀνθρώπινη φύση γίνεται ἀντικείμενο χειραγώγησης, δηλαδή κατευθυνόμενης μετάλλαξης, φλερτάροντας μέ μιά δυνητικά ἀπέραντη ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπινου βίου καί ἐν ταὐτῷ τῆς ἀνθρώπινης γνώσης
καί –φυσικά– τῆς ἀπόλαυσης»16.
Τό πρόβλημα τῆς χρήσης τῆς Τεχνολογίας, ὅπως καί τῆς ἐπιστήμης γενικότερα, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει νά κάνει μέ τήν
μέθη τῆς δύναμης τήν ὁποία προσφέρουν. Μπορεῖ αὐτή ἡ μέθη νά μήν εἶναι
στόν ἀπόλυτο βαθμό προσιτή στούς πολλούς, ἀλλά κυρίως σέ ἐκείνους τούς
λίγους, πού ἔχουν πρόσβαση στά ἐπιτεύγματα εἴτε ἐπειδή εἶναι οἱ χρηματοδότες τῶν ἐρευνῶν, γιά νά φτάσουμε σ’ αὐτά, εἴτε ἐπειδή ἔχουν τήν οἰκονομική ἄνεση νά τά δοκιμάσουν καί νά τά χρησιμοποιήσουν, ὡστόσο ὅλοι ἔχουμε
ἕνα μερτικό σ’ αὐτήν. Τώρα ἡ τεχνητή νοημοσύνη ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν
μεγάλο πειρασμό κατασκευῆς μιᾶς ἀθανασίας, ἡ ὁποία προφανῶς καί δέν
μπορεῖ νά συμπεριλάβει τό σῶμα μας, καθότι πεπερασμένο (ἄς μή λησμονοῦμε
τήν μέχρις στιγμῆς ἀποτυχία τοῦ ἄλλου μεγάλου ἐπιστημονικοῦ ἐπιτεύγματος,
τῆς κλωνοποίησης, στήν ὁποία κάποιοι εἶχαν στηριχτεῖ γιά τήν παραγωγή
ζωτικῶν ἀνθρώπινων ὀργάνων, ὥστε νά αντικατασταθοῦν διά μεταμοσχεύσεως
τά φθαρμένα δικά τους καί νά μπορέσουν νά παρατείνουν τή ζωή τους). Αὐτή
ἡ ἀθανασία ὅμως στηρίζεται στήν ἄλλη μεγάλη ἰδέα, τῆς καταγραφῆς τῆς μνήμης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς μεταφύτευσής της σέ ἕνα ρομποτοποιημένο σῶμα,
ὥστε νά ἀνακαινισθεῖ ἡ ζωή του, ἔστω καί χωρίς τό σῶμα του. Ὁ στόχος παραμένει ὁ ἴδιος. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Μόνο πού ὁ θάνατος νοεῖται σωματικά17. Ὁ ἄνθρωπος δέν κατανοεῖ ὅτι ὑπάρχει καί πνευματικός θάνατος, ὁ ὁποῖος
ἔχει νά κάνει μέ τό αἰώνιο δίλημμα: «νά γίνω θεός μέ τόν Θεό ἤ μόνος μου;».
Αὐτός ὁ δρόμος μᾶς φέρνει μπροστά στόν ἔσχατο πειρασμό ἀναφορικά μέ
τήν ἐλευθερία μας: «τό πρόβλημα, διόλου φανταστικό ἤ ὑπερβολικό, εἶναι ἡ
ὄντως ὑπαρκτή πιθανότητα τά ὑπολογιστικά συστήματα, μέ δεδομένη
ἀκριβῶς τήν ἀθεράπευτη πνευματική τους γενική κατωτερότητα καί τήν ἐν
ταὐτῷ μονοδιάστατη τρομερή τους “ὀξύνοια’’, αὐτο-καθοριζόμενα βαθμιαῖα…
νά ἐπιχειρήσουν, ἀκριβῶς, μέ τήν ἀνθρώπινη συνεργία, ἤ ἴσως καί κάποια
στιγμή χωρίς αὐτήν, μιάν ἐξοντωτικά μονοδιάστατη, ὑπαρξιακά ἀ-νόητη,
συναισθηματικά νεκρή καί πνευματικά αὐθαίρετη κατακυριάρχηση καί οἰωνεί
αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρώπινου γένους»18.
16 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σ. 25.
17 Πρβλ. Α´ Κορ. 15, 26, «ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος».
18 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σ.35ἑπ.
177
ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Τό ἐρώτημα λοιπόν ἀνακύπτει ἔντονο: μποροῦν οἱ μηχανές ὄχι ἁπλῶς νά
ἐλέγξουν τή ζωή μας, ἀλλά νά καταργήσουν τήν ἐλευθερία μας; Προφανῶς,
ἐλάχιστοι μποροῦμε πλέον νά ἀμφιβάλλουμε ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἐφικτό ἀναφορικά μέ τήν ἐξωτερική, κοινωνική, διανοητική ἀπαγόρευση τῆς ἐλευθερίας,
στά πλαίσια ἑνός ὀργουελικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ. Προφανῶς, ἡ ἐλευθερία μας
ὑφίσταται μεγάλες πιέσεις, φαινομενικά δίχως βία στόν πολιτισμό τῆς ἐπιθυμίας καί τῆς διαμόρφωσης ἀναγκῶν, οἱ ὁποῖες ὑπερβαίνουν τά ὅσα γνωρίζουμε
ὅτι χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος, γιά νά εἶναι εὐτυχής, πλήρης. Σταδιακά, ἰδίως μέ
τήν εἰκονική πραγματικότητα, ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ πώς ἡ ἐκπλήρωση κάθε
ἐπιθυμίας, ὅσο παράλογης καί ἀντικοινωνικῆς καί ἄν εἶναι, μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ, εἴτε πραγματικά εἴτε εἰκονικά. Ποιός μπορεῖ νά ἐμποδίσει τήν ἄσκηση
βίας μέσα ἀπό τά ἠλεκτρονικά παιχνίδια; Ποιός μπορεῖ νά θέσει ἠθικούς
φραγμούς στήν πορνογραφία, ὅταν αὐτή κυκλοφορεῖ ἐλεύθερη στό Διαδίκτυο,
μέ περιορισμούς πού ἔχουν νά κάνουν μόνο μέ τήν ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου; Ποιός μπορεῖ νά ἐμποδίσει τή φαντασίωση σχέσης μέ ἀνύπαρκτα πρόσωπα, τά
ὁποῖα ὅμως ἡ εἰκονική πραγματικότητα, σέ συνεργασία μέ τήν τεχνητή νοημοσύνη, μποροῦν νά δημιουργήσουν, γεννῶντας στόν χρήστη τήν ψευδαίσθηση
ὅτι δέν εἶναι μόνος του καί ὠθῶντας τον σέ κατασκευασμένες ἐμπειρίες ἀπόλαυσης καί ξεδόματος;
Ἐδῶ ὅμως ἐρχόμαστε στό βαθύτερο καί συγκλονιστικότερο ἐρώτημα: θά
μπορέσουν τά συστήματα καί οἱ μηχανές καί οἱ ἐφευρέσεις νά ἐξουδετερώσουν τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὡς στοιχεῖο τοῦ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»;
Ἡ ἀπάντηση τῆς πίστης εἶναι ἕνα μεγάλο ΟΧΙ. Στήν ἐπιστολή του Πρός
Μαρίνον ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς ἐξηγεῖ πώς «μέσω τοῦ θελήματός
του, τό ὄν ἀναζητᾶ τήν ὁλοκληρωμένη ὀντότητα/ πραγματοποίηση τῆς φύσης
του, σύμφωνα ὅμως πρός τήν θεοειδῆ κλήση πού τῆς ἀπευθύνει ὁ Θεός διά
τοῦ ἀκτίστου λόγου/θελήματος μέ τό ὁποῖο τήν δημιουργεῖ. Ἡ εἰσαγωγή τῆς
βούλησης ὡς θέλημα, ὡς μιά φλεγόμενη ἐπιθυμία πέρα ἀπό τή λογική, πού
συμπεριλαμβάνει ὄχι μόνο τή λογική, ὅπως στόν Ἀριστοτέλη, ἀλλά καί τά
συναισθήματα, τίς ἐπιθυμίες, τή σωματική διάσταση, καί ἐπίσης καί αὐτό πού
ἕνας σύγχρονος ψυχολόγος θά ἀποκαλοῦσε τό ἀσυνείδητο, στήν ὀντολογία,
δημιουργεῖ μια πρώιμη ὀντολογία τῆς ἐλευθερίας τοῦ φυσικοῦ: ἡ φύση “γίνεται’’, μέσω μιᾶς ἐλεύθερης ἐπιθυμίας, καί σέ διάλογο μέ τή θεία θέλησιν/ἐπιθυμία, καί δέν “ὑπάρχει’’, ὡς δεδομένη, ἁπλά. Αὐτή ἡ ἔννοια τῆς διαλογικῆς
ΜΕΡΟΣ Β´. ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
178

φύσεως πού δημιουργεῖται ἔτσι, εἶναι, ἀκόμη καί σήμερα, ἄγνωστη στήν
ὀντολογία»19.
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Τό φυσικό θέλημα, αὐτό πού
τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί πού δέν μπορεῖ κανείς καί τίποτα νά τοῦ τό στερήσει,
ὅση ἰσχύ κι ἄν ἔχουν τά ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν τό παραδώσει ἀπό μόνος του, διά τοῦ γνωμικοῦ του θελήματος, δέν ἀφήνει περιθώριο
κατάργησης τῆς ἐλευθερίας μας οὔτε καί ἀπό τήν τεχνητή νοημοσύνη, ἡ
ὁποία, στήν πραγματικότητα, ἔχει νά κάνει μέ ἕνα θέλημα «ἐκστατικό», δηλαδή ὁδηγεῖ στήν κατοχή, τόν κατεξουσιασμό καί τήν μεταβολή τῆς φύσης τῶν
ὄντων, «χωρίς ὅμως καθόλου νά μπορεῖ νά ἀκροασθεῖ τόν κρυμμένο ἐντός τῆς
φύσης θεῖο λόγο, ὁ ὁποῖος ζητεῖ τήν ὁμοούσια ἑνοποίησή της μέ μιά ἀγάπη
θυσιαστική καί σταυρική κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ – καί χωρίς νά βρίσκει κάτι τέτοιο ἀπαραίτητο»20. Εἴμαστε πλασμένοι γιά νά ὑπάρχουμε ἐν σχέσει. Αὐτό σημαίνει, γιά νά διαλεγόμαστε. Εἴμαστε πλασμένοι ἐκ φύσεως (τό
δῶρο τοῦ Θεοῦ μέ τό «κατ’ εἰκόνα» μας) γιά «ἑνοποίηση, ἀφθαρσία καί νόημα
(ἀντί νά ἐγκαταλείπουμε ἁπλῶς τή φύση μας, ὅπως κάνει τό ἐκστατικό θέλημα) μέσω τῆς θείας μετοχῆς. Ἀλλά αὐτό περνᾶ ἐπίσης μέσα ἀπό τή γεφύρωση
τῶν χασμάτων τῆς κατακερματισμένης φύσης (τά ὁποῖα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς
ἄστοχης δράσης τοῦ ἀνθρώπινου γνωμικοῦ θελήματος, ὅταν γίνεται φίλαυτο),
ὅπως ἐξήγησε ὁ ἅγιος Μάξιμος· αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ δρόμος πρός τό ὁμοούσιο, ὅπως μεταφέρεται ἀναλογικά ἀπό τήν Τριαδική ζωή στήν κτίση, μέσῳ
τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία»21.
Ἡ Τεχνολογία, ἑπομένως καί ἡ τεχνητή νοημοσύνη, εἶναι γεννήματα μιᾶς
πεποίθησης ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ξεπεράσει «τό κατά φύσιν», δηλαδή
τήν κλήση του νά γίνει θεός μέ τόν Θεό (φυσικό θέλημα), ἀκολουθῶντας τόν
Θεάνθρωπο Χριστό, καί εἴτε νά παραδοθεῖ στό «παρά φύσιν», δηλαδή στήν
αὐτοθέωσή του διά τῶν ἐπιτευγμάτων, διά τῆς ἱκανοποιήσεως τῶν ἐπιθυμιῶν
του, διά τῆς ἀντικειμενοποιήσεως τῶν πάντων (γνωμικό θέλημα), μέ ἀποτέλεσμα τόν θρίαμβο τοῦ κακοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, εἴτε διά τῆς ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρίς Θεό, τῆς ἀγάπης χωρίς ἀγῶνα ἐναντίον τῶν
παθῶν, τοῦ δικαιωματισμοῦ στό ὄνομα τῆς διαφορετικότητας καί τῆς ἀτομικότητας (ἐκστατικό θέλημα), ἡ ὁποία καί αὐτή τείνει νά ὁδηγήσει στόν πνευ19 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σ. 55.
20 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σ. 43.
21 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σ. 55ἑπ.
179
ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ματικό θάνατο, διότι ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑαυτοῦ του δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει τόν
ἀτομισμό του.
Ὅπως προκύπτει ἀπό τά παραπάνω ἡ Τεχνητή Νοημοσύνη δέν μπορεῖ νά
καταργήσει τήν ἐλευθερία ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ ὅμως νά γίνει βάση,
ὥστε ἡ ἐλευθερία μας νά περιθωριοποιηθεῖ ὡς προτεραιότητα τῆς ὕπαρξής
μας και, ἄν καταρρεύσουν οἱ ὀρθολογικές μέθοδοι ἐλέγχου τόσο τῆς Τεχνητῆς
Νοημοσύνης, ὅσο καί τῆς χρήσης τῆς Τεχνολογίας ἐν γένει, νά κινδυνεύσουμε
ἀπό ἕναν νέο ὁλοκληρωτισμό, πού θά κάνει τήν Ἱστορία νά βουλιάξει «σέ ἑκατόμβες ἑκατομμυρίων θυμάτων, στήν οἰκολογική καταστροφή, στήν ἀλγοριθμική δουλεία καί στήν λοιμικά ἐξαπλούμενη κατάθλιψη»22.
Στήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου ἡ ἐλευθερία εἶναι συνδεδεμένη μέ τή
δημοκρατία. Ἡ Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεῖ νά ἀλλοιώσει την ἐλεύθερη κρίση
τῶν ἀνθρώπων, μέσα εἴτε ἀπό fake news, τά ὁποῖα διαδίδονται διά τοῦ Διαδικτύου, γεννῶντας ἐντυπώσεις πού καθιστοῦν τήν κρίση τῶν ἀνθρώπων στηριγμένη στο ψέμα, εἴτε μέσα ἀπό εὐλογοφανεῖς προτάσεις ζωῆς, οἱ ὁποῖες
ὅμως συμμορφώνονται μέ βάση τό πολιτισμικό πρότυπο πού τά παγκόσμια
συστήματα θέλουν νά ὑπηρετήσουν καί νά ὑπηρετήσουμε. Ὁ πολύ Yuval
Noah Harari θέτει ἕνα ὄντως σπουδαῖο ἐρώτημα: «Καθώς ἡ ἀνθρωπότητα
μπαίνει στό δεύτερο τέταρτο τοῦ 21ου αἰῶνα, ἕνα κεντρικό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι πόσο καλά θά μπορέσουν οἱ δημοκρατίες καί τά ὁλοκληρωτικά
καθεστῶτα νά διαχειριστοῦν τόσο τίς ἀπειλές ὅσο καί τίς εὐκαιρίες πού προκύπτουν ἀπό τή σημερινή πληροφοριακή ἐπανάσταση. Θά εὐνοήσουν οἱ νέες
τεχνολογίες τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τύπο καθεστῶτος, ἤ θα δοῦμε καί πάλι τόν
κόσμο νά διχάζεται, αὐτή τή φορά ὄχι ἀπό ἕνα Σιδηροῦν Παραπέτασμα, ἀλλά
ἀπό ἕνα Παραπέτασμα Πυριτίου;
…Μέχρι τώρα, κάθε δίκτυο πληροφοριῶν στήν ἱστορία βασιζόταν γιά τή
λειτουργία του σέ ἀνθρώπινους μυθοπλάστες καί σέ γραφειοκράτες. Οἱ πήλινες πινακίδες, τά ρολά παπύρου, τά τυπογραφικά πιεστήρια καί τά ραδιόφωνα εἶχαν μεγάλο ἀντίκτυπο στήν Ἱστορία, ἀλλά παρέμενε πάντα δουλειά τῶν
ἀνθρώπων νά συντάξουν τά κείμενα, νά τά ἑρμηνεύσουν καί νά ἀποφασίσουν
ποιά θά καιγόταν ὡς μάγισσα καί ποιός θά τιμωροῦνταν ὡς κουλάκος. Σήμερα,
ὡστόσο, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νά συναγωνιστοῦν ψηφιακούς μυθοπλάστες καί
γραφειοκράτες. Ὁ βασικός διαχωρισμός στήν πολιτική τοῦ 21ου αἰῶνα μπορεῖ
νά μήν εἶναι αὐτός ἀνάμεσα σέ δημοκρατίες καί ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα,
22 π. Λουδοβῖκος, ὅ.π., σ. 45.
ΜΕΡΟΣ Β´. ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
180

ἀλλά ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπινα πλάσματα καί τίς μή ἀνθρώπινες ὀντότητες. Ἀντί
νά χωρίζει τίς δημοκρατίες ἀπό τά ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα, τό νέο Παραπέτασμα Πυριτίου μπορεῖ νά χωρίσει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπό τούς κυ –
ρίαρχους ἀκατανόητους ἀλγόριθμους. Οἱ ἄνθρωποι σέ ὅλες τίς χῶρες καί ἀπό
κάθε κοινωνική τάξη –ἀκόμα καί οἱ δικτάτορες– μπορεῖ νά βρεθοῦν ὑποταγμένοι σέ μιά ἀλλότρια νοημοσύνη πού μπορεῖ νά παρακολουθεῖ ὁτιδήποτε
κάνουμε, ἐνῶ ἐμεῖς δέν θά καταλαβαίνουμε σχεδόν καθόλου τί κάνει ἐκείνη»23.
Ἡ πολιτική, στην πραγματικότητα, μπορεῖ νά θέσει τά ἠθικά ὅρια καί διά
τῆς παιδείας νά ὠθήσει τούς ἀνθρώπους νά διαμορφώσουν κριτήρια ἐπαγρύπνησης. Στήν πνευματική μας παράδοση ὅμως ὑπάρχει καί ὁ τρόπος τῆς νή –
ψεως, τῆς ἐγρηγόρσεως, ὄχι μόνο ἔναντι τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά
καί ἔναντι κάθε ψεύδους. Ὅπως καί νά ἔχει, ὁ παράγοντας ἄνθρωπος παραμένει τό κλειδί. Καί τό νά μή λησμονήσουμε τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», πού περιλαμβάνει τήν ἐλευθερία μας, ἀλλά καί μᾶς δίδει ἕναν στόχο, ἕνα νόημα, πού
ὑπερβαίνει τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου: τό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἡ πορεία προς
αὐτό εἶναι καί θά παραμείνει τό ἀντίδοτο σέ ὁποιαδήποτε θεοποίηση τῆς ἐπιστήμης καί τῆς Τεχνολογίας, τό ἀντίδοτο στόν πνευματικό θάνατο, τό ἀντίδοτο
πού γεννᾶ ἀντίσταση, πρῶτα ἐντός μας.
23 Yuval Noah Harari, Nexus, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, ἐκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Ἀθήνα 2024,
σσ. 175ἑπ.
18

The post Πρωτοπρ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός: «Τεχνητή νοημοσύνη και ελευθερία». appeared first on Dogma.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Πρωτοπρ, Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Τεχνητή,protopr, themistoklis mourtzanos, techniti