Ινδία–Ταϊβάν: μία ενδιαφέρουσα σχέσις- Ηλίας Ηλιόπουλος

Γράφει ο

Ηλίας Ηλιόπουλος*

Προ δύο εβδομάδων, η Ταϊβάν φιλοξένησε τον τρίτο γύρο του Διαλόγου Ταϊβάν-Ινδίας, που διοργάνωσαν, από κοινού, δύο δεξαμενές σκέψεως, το Taiwan-Asia Exchange Foundation και το Observer Research Foundation.

Το πρώτον, που εδρεύει στην Ταϊπέϊ, πρόσκειται στο κυβερνών Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (Democratic Progressive Party / DPP). Όπως παγίως συμβαίνει με τις

ούτω καλούμενες δεξαμενές σκέψεως, το TAEF διαθέτει την ευχέρειαν να εκφράζεται ελευθέρως, απηλλαγμένον διπλωματικών τύπων και χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν την επίσημη γλώσσα της Κυβερνήσεως. Έτσι, το εν λόγω ινστιτούτον απορρίπτει κατηγορηματικώς πάσαν ιδέαν ενοποιήσεως της νησιωτικής πολιτείας με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τάσσεται δε σαφώς υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν – είναι χαρακτηριστικόν ότι απορρίπτει ακόμη και την παλαιόθεν επίσημη ονομασία της χώρας (Δημοκρατία της Κίνας), επιμένοντας στην χρήση του όρου «Ταϊβάν».

Το TAEF υπεστήριξε ενθέρμως και εξακολουθεί να υποστηρίζει την λεγομένη New South-bound Policy (NSP), την οποίαν εγκαινίασε η πρώην Πρόεδρος κυρία Tsai Ing-wen (DPP) κατά τις δύο θητείες της (2016-2020 και 2020-2024) και συνεχίζει σήμερα ο διάδοχός της, Πρόεδρος κ. Lai Tsing-te.  Η περί ης ο λόγος πολιτική συνίστατο στην ενδυνάμωση των σχέσεων της Ταϊβάν με τα πολυάριθμα νησιωτικά, παράκτια και λοιπά κράτη της μείζονος γεωπολιτικής περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού.

Προδήλως, οι Κυβερνήσεις της Κεντροαριστεράς (DPP) εξέλαβαν την στροφή της Ταϊβάν προς τον Ινδο-Ειρηνικό ως υπαλλακτική στρατηγική έναντι της πολιτικής της συνεννοήσεως και συγκλίσεως της Ταϊβάν με την Ηπειρωτική Κίνα, την οποίαν είχε ακολουθήσει, με εντυπωσιακή επιμονή, κατά την περίοδο 2008-2016, ο τότε Πρόεδρος κ. Ma Ying-jeou, προερχόμενος εκ της Δεξιάς (Chinese Nationalist Party [Σινικόν Εθνικιστικόν Κόμμα] «Kuomintang»).

Εις ό,τι αφορά, εξ άλλου, τον έτερον συνδιοργανωτή του Διαλόγου Ταϊβάν-Ινδίας, τα πολλά λόγια περιττεύουν. Ως γνωστόν, το Observer Research Foundation θεωρείται ένα εκ των σπουδαιοτέρων «think-tank» της Ινδίας.        

Μολονότι πρόκειται δε περί διαλόγου διεξαγομένου όχι στο – επίσημο – διπλωματικό επίπεδο αλλά σε εκείνο των δεξαμενών σκέψεως, η σημασία του κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Αυτό, άλλως τε, το γνωρίζει καλώς το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, δοθέντος και του κρισίμου ρόλου που διεδραμάτισαν και διαδραματίζουν ανάλογα ιδρύματα, και παρ’ ημίν, διευκολύνοντας ουσιωδώς, π.χ., τις Κυβερνήσεις Σημίτη και Μητσοτάκη στην προώθηση της πολιτικής κατευνασμού, που εφήρμοσαν και εφαρμόζουν έναντι της Τουρκίας.

Εξ άλλου, στην περίπτωση της Ταϊβάν η εμπλοκή των δεξαμενών σκέψεως αποκτά ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένης υπ’ όψιν της απουσίας επισήμων διπλωματικών σχέσεων με χώρες όπως η Ινδία. Εν τούτοις, η ιθύνουσα γραφειοκρατική ελίτ της Ταϊβάν διαθέτει  επίγνωση του γεγονότος ότι,

πρώτον, η Ινδία είναι μία ταχέως ανερχομένη Περιφερειακή Δύναμις στο γεωπολιτικόν υποσύστημα του Ινδο-Ειρηνικού, δεύτερον, από γεωπολιτικής επόψεως υφίσταται αντιπαλότης μεταξύ της Ινδίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, τρίτον, η περί ης ο λόγος γεωπολιτική αντιπαλότης οδήγησε, κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, εις  κ ρ ί σ ε ι ς,  ενίοτε δε και  σ υ ρ ρ ά ξ ε ι ς  μεταξύ των δύο κρατών (όρα Σινοϊνδικό Πόλεμο κατά το διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1962), και τέταρτον, η εκπεφρασμένη βούλησις της Ηπειρωτικής Κίνας να καταστεί Ηγεμονεύουσα Δύναμις αλλά και Ναυτική Δύναμις στο υποσύστημα Ινδο-Ειρηνικού προσκρούει εις στρατηγικά συμφέροντα της Ινδίας αλλά και στον διακεκηρυγμένον σκοπόν της τελευταίας να καταστεί, ομοίως, Ναυτική Δύναμις.

Βεβαίως, οι ιθύνουσες ελίτ της Ταϊβάν αντιλαμβάνονται την σημασία της βήμα προς βήμα οικοδομήσεως μιας στρατηγικής σχέσεως της χώρας τους μετά της Ινδίας. Οι ιθύνουσες ελίτ του Νέου Δελχί εφαρμόζουν κατά παράδοσιν μίαν εξισορροπημένη προσέγγιση, αποφεύγουσες να προκαλέσουν υπέρ άγαν το Πεκίνον. Οι ερευνητές και αναλυτές εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της Ταϊβάν θεωρούν, συνεπώς, ότι η χώρα τους και η Ινδία οφείλουν να εξακολουθήσουν την πολιτική της οιονεί οργανικής αναπτύξεως των διμερών σχέσεων, αφ’ εαυτών, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ούτω καλουμένης Ηπίας Πολιτικής: ήτοι περαιτέρω ενθάρρυνση των – ήδη υφισταμένων – ακαδημαϊκών και επιστημονικών ανταλλαγών, των τουριστικών επαφών και, βεβαίως, των εμπορικών και εν γένει οικονομικών συναλλαγών. Ήδη λειτουργούν εντός Ινδίας τρία (3) Γραφεία Αντιπροσωπείας της Ταϊβάν, που διασφαλίζουν την επικοινωνία της Ταϊπέι με το Νέον Δελχί – έστω και αν αυτή διεξάγεται ατύπως και όχι σε επίπεδο Πρεσβείας ή Προξενείου –, τέσσερα (4) Γραφεία του Συμβουλίου Εξωτερικού Εμπορίου της Ταϊβάν, ένα Γραφείον Τουρισμού στην Βομβάη και ουκ ολίγα Εμπορικά Επιμελητήρια.   

Εξ άλλου, κατά την αντίληψη των πολιτικών αναλυτών της Ταϊβάν, η πρόδηλη επιτυχία, την οποίαν κατέγραψε τα τελευταία έτη η χώρα τους στον τομέα του «lobbying» στην Ουάσιγκτων – και η οποία επέφερε μίαν θεαματική υποστήριξη της Ταϊβάν από αμφότερες τις πτέρυγες του Αμερικανικού Κογκρέσσου για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες – δύναται να αποτελέσει πρότυπον ως προς το τί δέον γενέσθαι και εν σχέσει προς την Ινδία.

Καθώς τα κυρίαρχα κράτη καλούνται να δράσουν εντός ενός διεθνούς περιβάλλοντος ηυξημένης στρατηγικής αβεβαιότητος (Strategic Uncertainty), κάθε κρατικός γεωστρατηγικός δρων αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη παντοειδούς ενισχύσεως της ιδίας αυτού ισχύος και θέσεως εντός του συστήματος και των ιδίων αυτού μέσων και δυνατοτήτων καθώς και αυτού που διεθνώς αποκαλείται, εσχάτως, διαφοροποίησις εταιρισμών και συμμαχιών (diversifying partnerships and alliances). Ως γνωστόν, η Ταϊβάν, πλην των ιδίων μέσων και δυνατοτήτων, βασίζει την ασφάλειά της στην – εν εσχάτη ανάγκη – στρατιωτική συνδρομή των ΗΠΑ. Ολιγώτερον γνωστόν είναι, εν τούτοις, ότι η Ουάσιγκτων, από της δεκαετίας του 1970, δεν αναγνωρίζει καν διπλωματικώς την Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν). Και ακόμη ολιγώτερον γνωστόν τυγχάνει ότι υπήρξαν, στο διάβα της Νεωτέρας Ιστορίας, ουκ ολίγες στιγμές, κατά τις οποίες η Ουάσιγκτων «άδειασε», κατά το δημωδώς λεγόμενον, τον (Εθνικιστή) Στρατάρχη Τσιάγκ Κάϊ-σεκ χάριν του (Κομμουνιστού) Μάο Τσε-τουγκ. Ουαί και αλλοίμονον εις όποιον είναι «δεδομένος» αλλά και θεωρεί ως αυτονοήτως δεδομένη την υποστήριξη των εταίρων του!

*Ο Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Ιστορίας του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου. Διετέλεσε επί σειράν ετών Καθηγητής της Σχολής Εθνικής Αμύνης, της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Σήμερα διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις, Διπλωματική Ιστορία, Γεωπολιτική και Στρατηγική στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

The post Ινδία–Ταϊβάν: μία ενδιαφέρουσα σχέσις- Ηλίας Ηλιόπουλος appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα