Το κατοχικό χαρτονόμισμα των 100 δις δραχμών του Ξενοφώντα Ζολώτα

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Σαν σήμερα, στις 3 Νοεμβρίου του 1944, κυκλοφόρησε το μεγαλύτερο σε ονομαστική αξία ελληνικό χαρτονόμισμα.

Πρόκειται για εκείνο των 100 δισεκατομμυρίων δραχμών, το οποίο φέρει την υπογραφή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα.

Ωστόσο, η ουσιαστική του αξία ήταν σχεδόν μηδαμινή.

Ήταν το τελευταίο χαρτονόμισμα κατοχικών δραχμών, έστω και αν οι Γερμανοί είχαν αποχωρήσει ήδη από την Ελλάδα.

Γενικά,

κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την πίεση της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και του υπερπληθωρισμού, η δραχμή γνώρισε τη μεγαλύτερη απαξίωση στην ιστορία της.

Τυπώθηκαν χαρτονομίσματα με ονομαστική αξία ακόμα και δισεκατομμυρίων δραχμών, που η ανταλλακτική τους αξία όμως ήταν μηδαμινή.

Το χαρτονόμισμα των 100 δισεκατομμυρίων δραχμών ακολούθησε τις εκδόσεις των 5, 25 και 200 εκατομμυρίων και 2 δισεκατομμυρίων.

Σε σημερινές τιμές και με βάση τη χρυσή λίρα Αγγλίας, η πραγματική αξία του δεν θα πρέπει να ξεπερνούσε τα σημερινά 10 λεπτά του ευρώ.

Τελικά, αποσύρθηκε λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία του.

Στην μετακατοχική περίοδο, έγιναν δύο νομισματικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αποκτήσει η Ελλάδα ένα σταθερό νόμισμα.

Η πρώτη έγινε τον Νοέμβριο του 1944, οπότε η υποτιμημένη δραχμή αντικαταστάθηκε με μια νέα, με ισοτιμία που ορίστηκε σε 50.000.000.000 παλιές δραχμές για κάθε 1 νέα.

Η δεύτερη μεταρρύθμιση σημειώθηκε μία δεκαετία αργότερα, το 1954, όταν η δραχμή αντικαταστάθηκε ξανά με μία νεότερη με αναλογία 1000 δραχμές προς 1 νέα.

ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΧΑΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει την ελληνική οικονομία σε τραγική κατάσταση.

Το κοινωνικό της επίπεδο χαμηλό, ενώ το βοιωτικό ανεπαρκές.

Η εξάρτηση της χώρας από το εξωτερικό και η αδυναμία αξιοποίησης των πλούσιων παραγωγικών πηγών της ιδιαίτερα μεγάλη.

Κατά τον αείμνηστο καθηγητή και ακαδημαϊκό Άγγελο Αγγελόπουλο, το εθνικό εισόδημα εκτιμάται ότι στις παραμονές του πολέμου, ανερχόταν σε 60 δισ. προπολεμικές δραχμές, από το οποίο το μισό σχεδόν προερχόταν από τη γεωργία.

Για να υπάρχει μια εικόνα για τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν προπολεμικά και για να δούμε τις τρομακτικές συνέπειες που προκάλεσε σ΄ αυτές ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή αρκεί να καταγράψουμε κωδικοποιημένα τα εξής:

  Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων λίγο πριν τον πόλεμο ήταν σημαντικά χαμηλό και η διαφορά από το αντίστοιχο των αγγλοσαξονικών χωρών τεράστια. Ενδεικτικά εκτιμάται ότι ανερχόταν στα 61 δολάρια, έναντι 369 δολ. του Βελγίου, 398 δολ. της Γαλλίας, 560 δολ. της Αγγλίας και 690 δολ. των ΗΠΑ.

Στις παραμονές του πολέμου, στην Ελλάδα η μέση διατροφή του λαού αντιστοιχούσε σε 2.300 θερμίδες την ημέρα, ενώ στην Αγγλία μόνο στην πολεμική διατροφή αντιστοιχούσε σε 2.827 θερμίδες.

Ο ελληνικός λαός μάλιστα και ιδίως οι λαϊκές τάξεις τρέφονταν κυρίως με ψωμί.

Το 60% των θερμίδων που έπαιρνε κατά μέσο όρο μια ελληνική οικογένεια προερχόταν από τα σιτηρά.

Το μέσο εισόδημα μιας αγροτικής οικογένειας ανερχόταν σε 21.000 δραχμές, ενώ τα έξοδα για τη στοιχειώδη διατροφή της σε 28.000 δραχμές.

Η καλλιέργεια σιτηρών κάλυπτε το 37% της συνολικής έκτασης.

Το μέσο ημερομίσθιο για τον εργάτη την περίοδο έως τον πόλεμο δεν ξεπερνούσε τις 50 – 70 δραχμές ενώ για να καταδειχθεί η χαμηλή αγοραστική δύναμη των Ελλήνων κατά την περίοδο αυτή αρκεί να αναφέρουμε ότι για ένα κιλό γάλα ένας εργάτης διέθετε το ένα πέμπτο του εισοδήματός του, ενώ ο Άγγλος μόνο το ένα εικοστό του εισοδήματός του.

Επίσης, για να αγοράσει ο Έλληνας εργάτης μισό κιλό κρέας έπρεπε να διαθέσει το ένα τέταρτο του ημερομισθίου, ενώ ο Άγγλος μόνο το ένα δέκατο!

Η βιομηχανική παραγωγή είχε παρουσιάσει τον το 1939, μικρή αύξηση και η εισαγωγή πρώτων υλών ανέρχονταν το 1939 σε 170.000 τόνους.

Επίσης το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου είχε μειωθεί σημαντικά το 1939 στα 4,2 εκ. λίρες.

Οι καταθέσεις τον Οκτώβριο του 1940 ανέρχονταν σε 13 δισ. δραχμές.

Ωστόσο φαινόμενα μαζικής ανάληψης καταθέσεων εκδηλώθηκαν τον Αύγουστο του 1939 εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου στην Ευρώπη και το Μάϊο και τον Ιούνιο του 1940, εξαιτίας του κλίματος αβεβαιότητας που είχαν προκαλέσει οι έντονες πολεμικές προετοιμασίες για τον επικείμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τα στοιχεία για τη νομισματική κατάσταση δίνουν εικόνα χάους.

Η νομισματική κυκλοφορία, η τιμή του χρυσού ανέβαιναν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς έως το τέλος της Κατοχής και έφθασαν σε απίστευτα επίπεδα. Σημειώθηκαν μαζικές αναλήψεις καταθέσεων, ενώ η δραχμή δεν είχε σχεδόν κανένα αντίκρισμα.

Για παράδειγμα αναφέρεται ότι η μέση τιμή της χρυσής λίρας βρισκόταν στον Οκτώβριο του 1940 στις 1.169 δραχμές και το 1944 έφθασε στις 2.661 δραχμές. Υπενθυμίζεται ότι με νόμο το Νοέμβριο του 1944 (11 Νοεμβρίου 1944) εισήχθη στη χώρα μας η νέα δραχμή.

Η σχέση της με την παλιά ήταν 1 νέα δραχμή = 50 δισ. παλιές δραχμές!

Το 1940 σημειώθηκαν στις διεθνείς αγορές ανατιμήσεις μεταξύ 70% και 130% σε βασικά τρόφιμα, όπως το σιτάρι, η ζάχαρη και τα καύσιμα.

Από το Δεκέμβριο του1939, υπό την επίδραση των διεθνών αυξητικών τάσεων, άρχισε η κίνησή του προς τα πάνω, επιταχυνόμενη, ιδίως από τον Οκτώβριο του 1940 μετά την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο.

Η άνοδός του συνεχίσθηκε ταχύτερα τους πρώτους μήνες του 1941 για να φθάσει τον Απρίλιο, μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, στο 129,9.

Στο τέλος της Κατοχής (Οκτώβριος 1944) έφθασε σε ιλιγγιώδη επίπεδα (2.305.984.911 με δείκτη το 1 που ήταν τον Απρίλιο του 1941).

Η οικονομία είχε πέσει σε χαμηλό επίπεδο και οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν ούτε καν κάποια γεωργικά προϊόντα µε αποτέλεσμα να πεθαίνουν από τη πείνα στη μέση των δρόμων.

Λεφτά δεν υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχαν εργασίες.

Η ιλιγγιώδης αύξηση των τιμών άρχισε από τις πρώτες μέρες της κατοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τιμή του ψωμιού (κατά οκά): Απρίλιος 1941: 10 δραχμές, Ιανουάριος 1942: 230 δραχμές, Ιούλιος 1943: 2.600 δραχμές, Ιανουάριος 1944: 38.000 δραχμές, Σεπτέμβριος 1944: 153.000.000 δραχμές.

Ο πληθωρισμός και η μαύρη αγορά έπληξαν ασύμμετρα την αγοραστική δύναμη των διαφόρων στρωμάτων του πληθυσμού και οδήγησαν σε τρομερές ανακατανομές εισοδημάτων και περιουσιών.

Τα πιο καίρια πλήγματα δέχτηκαν, όπως ήταν επόμενο, τα φτωχότερα στρώματα, που είδαν τα ημερομίσθιά τους να κατρακυλούν σε κλάσματα της πραγματικής προπολεμικής τους αξίας, συχνά μικρότερα από το ένα δέκατο.

Ανάμεσα στα στρώματα αυτά ήταν βεβαίως και τα περισσότερα θύματα του λιμού.

Τελικά, οι μηχανές που τύπωναν τα χαρτονομίσματα προκάλεσαν πολύ περισσότερα θύματα και από τα πολυβόλα των Ναζί, οι οποίοι θανάτωσαν «μόλις» 70.000 Έλληνες!

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Η γεωργία, ο κυριότερος παραγωγικός κλάδος που απασχολούσε πριν από τον πόλεμο το 60% του πληθυσμού και παρήγε γύρω στο 35% του εθνικού προϊόντος, δοκίμασε αμέσως τις συνέπειες από την έλλειψη εργατικών χεριών, τις απώλειες μηχανικού εξοπλισμού και τις άλλες δυσμενείς κατοχικές συνθήκες.

Η καλλιεργούμενη έκταση περιορίσθηκε στο 70% της προπολεμικής και η στρεμματική απόδοση μειώθηκε κάτω από το μισό.

Αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί κατακόρυφη πτώση της παραγωγής. Εκδηλώθηκε σε όλες τις καλλιέργειες και σε όλα τα βασικά είδη της γεωργικής παραγωγής.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η παραγωγή του σταριού, που ήταν βάση της διατροφής του πληθυσμού κυμαινόταν στους 390.000 τόνους το χρόνο, έναντι 840.000 τόνων κατά την προπολεμική περίοδο.

Παρόμοια ήταν η εξέλιξη και στους κλάδους της κτηνοτροφίας και της αλιείας (γύρω στο 60 – 60% και 25% της προπολεμικής παραγωγής αντίστοιχα).

Η βιομηχανική παραγωγή εκμηδενίσθηκε σχεδόν τελείως μετά την εμπλοκή στον πόλεμο και στη διάρκεια της Κατοχής. Δύο μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση, το 1946, η βιομηχανική παραγωγή μόλις είχε φθάσει στο 60% της προπολεμικής.

Πληροφορίες

Άγγελος Αγγελόπουλος: «Οικονομικά».

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Γιώργος Νούλης

The post Το κατοχικό χαρτονόμισμα των 100 δις δραχμών του Ξενοφώντα Ζολώτα appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα