Πολιτική απόφαση θα καθορίσει τα περί της αρμοδιότητας του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες

Η συζήτηση για το ποιος θα ασκεί την αρμοδιότητα του ανταγωνισμού στην αγορά των τηλεπικοινωνιών βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και απασχολεί σε ανώτατο επίπεδο την κυβέρνηση η οποία σύντομα θα αναγκαστεί να τοποθετηθεί με σαφήνεια στο θέμα που τέθηκε από τον πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΕΑ) Ιωάννη Λιανό.

Ο κ. Λιανός παράλληλα με τα καθήκοντά του ως επικεφαλής της ΕΑ προεδρεύει νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που συγκροτήθηκε για την επικαιροποίηση του νόμου για τον ανταγωνισμό και την εναρμόνισή του με τους κανόνες της ΕΕ, έπειτα από απόφαση που υπέγραψε τον περασμένο Φεβρουάριο ο υπουργός

Ανάπτυξης, Άδωνης Γεωργιάδης. Στην νομοπαρασκευαστική αυτή επιτροπή δεν εκλήθη να συμμετέχει η ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) παρά το γεγονός ότι έχει και αρμοδιότητες στον ανταγωνισμό.

Είναι πολύ πιθανό η εν λόγω επιτροπή να εισηγηθεί ή έχει ήδη εισηγηθεί η αρμοδιότητα του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες να περάσει από την ΕΕΤΤ στην Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΑ) και θα εναπόκειται στην κυβέρνηση να το δεχθεί ή να μην το δεχθεί. Μέχρι στιγμής, με βάση τα όσα λέγουν ανεπίσημα στελέχη των αρμοδίων υπουργείων, δεν θα υπάρξει αλλαγή στις αρμοδιότητες των δύο επιτροπών. Η ΕΕΤΤ θα συνεχίσει να ασκεί την αρμοδιότητα του Ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες και μόνον αν το αποφασίζει η ίδια θα ζητά τη συνδρομή της ΕΑ (προβλέπεται και στο ισχύον πλαίσιο).

Ωστόσο, το όλο θέμα άπτεται μιας πολύ σημαντικής αγοράς από την ορθή λειτουργία της οποίας εξαρτάται ο αναγκαίος ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη. Άρα, όπως σημειώνεται από στελέχη της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, το πλαίσιο χρειάζεται να είναι ξεκάθαρο.

Όπως εκτιμάται η κυβέρνηση θα κληθεί τις επόμενες ημέρες να δώσει σαφή απάντηση στη Βουλή για το τι σκοπεύει να κάνει όσο αφορά την αρμοδιότητα του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες, με αφορμή σχετική ερώτηση του Κινάλ. Και βεβαίως το ζήτημα θα κλείσει με την ψήφιση του νόμου που θα εναρμονίσει το δίκαιο περί ανταγωνισμού με αυτό της ΕΕ.

Η πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τους προέδρους της ΕΕΤΤ και της ΕΑ αμέσως μετά την δημοσιοποίηση των απόψεων του κ. Λιανού σηματοδότησε παρέμβαση επί του θέματος σε ανώτερο δυνατό επίπεδο, χωρίς όμως και πάλι να υπάρξει σαφής απάντηση στο επίμαχο ερώτημα για το αν επίκειται αλλαγή στις αρμοδιότητες των δύο αρχών, πέρα από την ανεπίσημη δήλωση ότι θα διατηρηθεί η «ακεραιότητα» των Επιτροπών.

Προσεκτικός και «στρογγυλός» στην τοποθέτησή του ήταν ο υπουργός Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης στη συνέντευξη που έδωσε την περασμένη Κυριακή στο mononews: «Το σύνολο των μεταρρυθμιστικών ενεργειών μας στο χώρο των τηλεπικοινωνιών κατατείνει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και του ανταγωνισμού στον κλάδο. Από εκεί και πέρα, προφανώς χρειάζεται συνεργασία και ανταλλαγή τεχνογνωσίας ανάμεσα σε όλες τις δομές του κράτους, προφανώς και ανάμεσα σε ανεξάρτητες αρχές. Και νομίζω ότι εκεί θα πρέπει να εστιάσει η πραγματική συζήτηση. Ένας διάλογος ο οποίος διεξάγεται με κανόνες και σεβασμό στο ρόλο, την ιστορία και τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία του άλλου μπορεί να είναι μόνο ευεργετικός.»

Στο πλαίσιο της συζήτησης που συνεχίζεται σε συνέντευξή του την περασμένη Δευτέρα στην εφημερίδα Ναυτεμπορική ο πρόεδρος ΕΕΤΤ, Κωνσταντίνος Μασσέλος, απάντησε αναλυτικά στις απόψεις που διατυπώθηκαν από τον πρόεδρο της ΕΑ.

Ο κ. Λιανός, μεταξύ άλλων, πρόσφατα, μέσω κοινωνικού δικτύου, σχολίασε δήλωση του κ. Πιερρακάκη στη Βουλή αναφορικά με τις εκπτώσεις που δίνουν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι στους καταναλωτές σε σχέση με τις ονομαστικές τιμές που αναρτούν στις ιστοσελίδες τους. Μια πρακτική μάλλον πρωτόγνωρη για τη χώρα μας (ο πρόεδρος μια ανεξάρτητης αρχής να σχολιάζει δηλώσεις υπουργού μέσω δικτύου κοινωνικής δικτύωσης) και μένει να δούμε το αποτύπωμά της στη συζήτηση επί του επίμαχου θέματος.

Στο μεταξύ χθες δημοσιοποιήθηκε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ η οποία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για την αγορά των τηλεπικοινωνιών και σχετίζεται με την άποψη που αναπτύχθηκε από την ΕΑ ότι δηλαδή οι αγορές κινητής τηλεφωνίας με τέσσερις παίκτες είναι πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με αυτές όπου λειτουργούν τρεις.

Το Γενικό Δικαστήριο, λοιπόν, ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί μη εγκρίσεως του σχεδίου εξαγοράς της Telefónica UK από την Hutchison 3G UK στην αγορά της κινητής στη Μεγάλη Βρετανία.

Αναλυτικότερα, στις 11 Μαΐου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε, επικαλούμενη τον κανονισμό για τις συγκεντρώσεις, απόφαση περί μη εγκρίσεως του σχεδίου εξαγοράς της Telefónica UK (O2) από την Hutchison 3G UK (Three).

Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω εξαγορά θα οδηγήσει στην εξαφάνιση ενός σημαντικού ανταγωνιστή από την αγορά της κινητής τηλεφωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου, η δε οντότητα που θα προκύψει από τη συγκέντρωση θα έχει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό δύο μόνο φορέων, της Everything Everywhere (EE), η οποία ανήκει στην British Telecom και της Vodafone.

Η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή η μείωση των ανταγωνιστών από τέσσερις σε τρεις πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να επιφέρει αύξηση των τιμών στις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και περιορισμό των επιλογών των καταναλωτών. Η εξαγορά μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των υπηρεσιών προς τους καταναλωτές εμποδίζοντας την ανάπτυξη των υποδομών του κινητού δικτύου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Three προσέφυγε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής. Με τη χθεσινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται την προσφυγή και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής. Δεν δέχθηκε δηλαδή τα επιχειρήματα της ΕΕ επί των συνεπειών που θα είχε η εξαγορά στις τιμές και την ποιότητα των υπηρεσιών.

Μεταξύ άλλων το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ποσοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων της συγκέντρωσης επί των τιμών, στην οποία προέβη η Επιτροπή, δεν αποδεικνύει με έναν αρκούντως υψηλό βαθμό πιθανότητας ότι πρόκειται να σημειωθεί μεγάλη αύξηση των τιμών.

Έκρινε επίσης ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή των κριτηρίων αξιολόγησης που στηρίζονται στα λεγόμενα «μονομερή» (ή «μη συντονισμένα») αποτελέσματα – δηλαδή στην έννοια του «σημαντικού παράγοντα του ανταγωνισμού», στην αμεσότητα του ανταγωνισμού μεταξύ των Three και O2 και στην ποσοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων της εξαγοράς επί των τιμών – ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και πλήθος σφαλμάτων εκτίμησης.

Σημειώνεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής στηριζόταν στην άποψη ότι η εξαγορά πρόκειται να εξαλείψει τον ανταγωνισμό μεταξύ δύο ισχυρών επιχειρήσεων στην βρετανική αγορά κινητής τηλεφωνίας, εκ των οποίων η μία, η Three, αποτελεί σημαντικό παράγοντα του ανταγωνισμού στη βρετανική αγορά και η άλλη, η O2, κατέχει ισχυρή θέση, ενώ από κοινού, οι δύο επιχειρήσεις έχουν ηγετική θέση στην αγορά, με μερίδιο περίπου 40 %.

Ειδικότερα, η Επιτροπή θεώρησε ότι είναι πιθανό η οντότητα που θα προκύψει από την εξαγορά να επιδείξει λιγότερο επιθετική ανταγωνιστική συμπεριφορά και να αυξήσει τις τιμές, η δε εξαγορά μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες επί της ικανότητας των άλλων επιχειρήσεων να ασκούν ανταγωνισμό μέσω των τιμών και επί άλλων παραμέτρων (καινοτομία, ποιότητα του δικτύου) κάτι που δεν έκανε δεκτό το Γενικό Δικαστήριο.

Επίσης, σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης επί των συμφωνιών για την κοινή χρήση δικτύων και υποδομών του κινητού δικτύου στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστούν σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

Οι τέσσερις φορείς εκμετάλλευσης κινητού δικτύου που δραστηριοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν συνάψει δύο συμφωνίες για την κοινή χρήση δικτύου: Η EE και η Three ένωσαν τα δίκτυά τους υπό την ονομασία «Mobile Broadband Network Limited» – MBNL και η Vodafone και η O2 ένωσαν τα δίκτυά τους για να δημιουργήσουν τη συμφωνία «Beacon». Με τον τρόπο αυτό μπορούν να μοιράζονται το κόστος για την ανάπτυξη των δικτύων τους παραμένοντας, παράλληλα, ανταγωνιστές σε επίπεδο λιανικής αγοράς.

Κατά την Επιτροπή, η μελλοντική ανάπτυξη του συνόλου των υποδομών κινητού δικτύου στο Ηνωμένο Βασίλειο ενδέχεται να εμποδιστεί καθόσον η οντότητα που θα προκύψει από την επίμαχη συγχώνευση θα μετέχει σε αμφότερες τις συμφωνίες για την κοινή χρήση δικτύου, δηλαδή στις συμφωνίες MBNL και Beacon.

Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η πιθανή απόκλιση των συμφερόντων των συμβαλλομένων σε συμφωνία για την κοινή χρήση δικτύου, η διατάραξη της λειτουργίας των προϋφιστάμενων συμφωνιών για την κοινή χρήση δικτύου των οποίων η διάρκεια παρατάθηκε προς όφελος της Three, ακόμη δε και η λήξη των συμφωνιών αυτών, δεν συνιστούν αυτές καθαυτές σημαντική παρακώλυση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στο πλαίσιο θεωρίας περί ζημίας στηριζόμενης σε μη συντονισμένα αποτελέσματα.

Keywords
Τυχαία Θέματα