Η πρώτη του αμοιβή ήταν ένα πιάτο φαγητό και ό,τι φιλοδώρημα έβγαζε. Στη συνέχεια τον τραγούδησε όλη η Ελλάδα

Στις γειτονιές της μεταπολεμικής Ελλάδας, ένα αγόρι με λαχτάρα για μουσική ξεκινούσε την πορεία του κρατώντας ένα μπουζούκι που φαινόταν πιο μεγάλο κι από το ίδιο. Ο Άκης Πάνου δεν είχε τίποτα στα χέρια του – ούτε όνομα, ούτε χρήματα, ούτε προστασία. Είχε όμως το πάθος του. Η πρώτη του αμοιβή δεν ήταν χαρτονομίσματα, ούτε κάποιο συμβόλαιο. Ήταν ένα πιάτο φαΐ και ό,τι ψιλά του άφηναν όσοι γλεντούσαν στα ταβερνάκια που έπαιζε τα πρώτα του τραγούδια.

Γεννημένος το 1933, μεγάλωσε μέσα στην Κατοχή και την ανέχεια. Οι γονείς

του είχαν όνειρα να τον δουν με μια “κανονική” δουλειά, αλλά εκείνος βρήκε το δρόμο του μέσα από τις νότες. Στην αρχή έπαιζε για την επιβίωση. Αργότερα, έγραφε τραγούδια που γίνονταν η ψυχή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Ο Άκης Πάνου δεν ήταν απλώς ένας δημιουργός – ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε την κάθε του λέξη. Στα τραγούδια του μιλούσε για έρωτα, για προδοσία, για τη ζωή των ανθρώπων που πάλευαν με τη μοίρα τους.

Τα πρώτα του κομμάτια πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα. Μέχρι που ήρθε η στιγμή που τραγούδησε όλη η Ελλάδα τα λόγια του. Στη δεκαετία του ‘60 και του ‘70, τα τραγούδια του έγιναν διαχρονικά ύμνοι. «Η ζωή μου όλη», «Θα κλείσω τα μάτια», «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα» – λέξεις που χαράχτηκαν βαθιά στην ψυχή των Ελλήνων. Το μπουζούκι του δεν ήταν πλέον όργανο για την επιβίωση, αλλά φωνή για μια ολόκληρη γενιά.

Όμως, η ζωή του δεν είχε μόνο δόξα. Ο Άκης Πάνου ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος πάθη, αυτοκαταστροφικός, δύσκολος, αιχμηρός. Όπως και τα τραγούδια του, η ζωή του είχε δραματικές ανατροπές, με μία τραγική κατάληξη που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του έμεινε. Σήμερα, δεκαετίες μετά, τα τραγούδια του ακούγονται ακόμα στις παρέες, στις ραδιοφωνικές εκπομπές, στα γλέντια.

Ξεκίνησε με ένα πιάτο φαΐ. Έφυγε ως θρύλος.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα