Το α μπε μπα μπλομ και τα άλλα λαχίσματα

Σε μια γειτονιά γεμάτη παιδικές φωνές, κάτω από τον ήχο του απογευματινού ήλιου που σπάει στις στέγες, ξεκινάει ένα παιχνίδι. Όχι ακόμα το κρυφτό, όχι η τσουλήθρα ή το κυνηγητό, αλλά κάτι πιο αρχέγονο, πιο μαγικό: το λάχνισμα. Μια παρέα παιδιών στέκεται σε κύκλο, τα χέρια πίσω από την πλάτη, τα μάτια γεμάτα ανυπομονησία. «Να τα βγάλουμε;» ρωτάει ένα κορίτσι με πλεξούδες, και η απάντηση έρχεται σαν χορωδία: «Ναι!». Και τότε αρχίζει ο ρυθμός, οι λέξεις που πηδούν από στόμα σε στόμα, σαν μυστικό ξόρκι που κρύβει μέσα του τη μοίρα του παιχνιδιού. «Α μπε

μπα μπλομ, του κίθε μπλομ…» – και η τελευταία συλλαβή πέφτει σαν κέρμα που κυλάει και σταματά, αποφασίζοντας ποιος θα ξεκινήσει ή ποιος θα μείνει τελευταίος.

Αυτά τα τραγουδάκια, τα λαχνίσματα, δεν είναι απλώς λέξεις πεταμένες στον αέρα. Είναι μια παράδοση που ταξιδεύει από γενιά σε γενιά, από τις αυλές των χωριών μέχρι τις αστικές πλατείες, ένα κοινό νήμα που δένει τα παιδιά της Ελλάδας με αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης, ακόμα και του κόσμου. Το «Α μπε μπα μπλομ» είναι ίσως το πιο γνωστό απ’ όλα, ένας ήχος που ξυπνάει μνήμες σε όποιον έχει στριφογυρίσει σε κύκλο περιμένοντας τη σειρά του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει το «Άκατα μάκατα σούκουτου μπε», το «Κοπερτί το κοπερτί», και δεκάδες άλλα, με λέξεις που μοιάζουν να βγαίνουν από έναν χαμένο κώδικα, έναν κόσμο όπου τα παιδιά είναι οι μόνοι που ξέρουν να τον διαβάσουν. Οι στίχοι μπορεί να μιλούν για ελέφαντες με κόκκινα βρακιά ή για τον Καραγκιόζη που παίζει μουσική, και παρόλο που δεν βγάζουν πάντα νόημα, η γοητεία τους είναι ακαταμάχητη.

Κάθε λάχνισμα έχει τη δική του ιστορία, τη δική του μουσική. Φαντάσου μια παρέα παιδιών στην ύπαιθρο, γύρω από ένα πηγάδι, να τραγουδάει «Άι Γιώργη καβαλάρη, με σπαθί και με κοντάρι», ζητώντας κλειδιά για να ανοίξουν έναν φανταστικό θησαυρό. Ή μια άλλη παρέα στην πόλη, να ψιθυρίζει «Ο καρακατσάνης μπήκε στο τηγάνι κι έσπασε τ’ αυγά», γελώντας με την ανοησία των λέξεων. Αυτά τα τραγούδια δεν είναι τυχαία. Έχουν ρίζες βαθιές, που φτάνουν πίσω σε λαϊκές παραδόσεις, σε παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά πολύ πριν τα smartphones και οι κονσόλες κλέψουν την προσοχή τους. Οι λέξεις, ακόμα κι αν ακούγονται παράξενες ή ακατανόητες, κουβαλούν έναν ρυθμό που δένει την ομάδα, που κάνει την αναμονή πριν το παιχνίδι να μοιάζει με τελετή.

Το πιο εντυπωσιακό με τα λαχνίσματα είναι ο τρόπος που λειτουργούν. Δεν είναι απλή κλήρωση, δεν είναι μόνο ένας τρόπος να διαλέξεις ποιος θα «τα φυλάει». Υπάρχει μια ανατροπή: αυτός που «τυχαίνει» στην τελευταία συλλαβή δεν κερδίζει αμέσως τον ρόλο – βγαίνει από τον κύκλο, και το τραγούδι ξαναρχίζει. Συνεχίζεται μέχρι να μείνει μόνο ένας, σαν ένα παιχνίδι μέσα στο παιχνίδι, γεμάτο αγωνία και γέλιο. Είναι σαν να λένε τα παιδιά: «Δεν μας φτάνει η τύχη, θέλουμε και στρατηγική, θέλουμε να το ζήσουμε». Και πράγματι, το ζουν. Η κάθε συλλαβή πέφτει σαν χτύπος καρδιάς, και η κάθε στροφή φέρνει καινούργια ένταση.

Πίσω από τις ακαταλαβίστικες λέξεις κρύβεται κάτι ακόμα πιο συναρπαστικό: η παγκοσμιότητα τους. Στην Αγγλία τα παιδιά τραγουδούν «Eeny, meeny, miny, moe», στη Γαλλία λένε «Am stram gram», και στην Ελλάδα έχουμε το «Α μπε μπα μπλομ». Δεν είναι σύμπτωση. Οι μελετητές λένε ότι αυτά τα τραγουδάκια μπορεί να έχουν ρίζες σε αρχαίες τελετουργίες, σε προφορικές παραδόσεις που ταξίδεψαν με τους ανθρώπους από ήπειρο σε ήπειρο. Κάποια μοιάζουν με ξόρκια, άλλα με παραμύθια που ξεχάστηκαν, και όλα μαζί φτιάχνουν έναν κώδικα που τα παιδιά καταλαβαίνουν χωρίς να χρειάζονται εξηγήσεις. Στην Ελλάδα, το «Α μπε μπα μπλομ» έχει γίνει ο βασιλιάς των λαχνισμάτων, ίσως γιατί ο ρυθμός του είναι τόσο απλός και ταυτόχρονα τόσο εθιστικός, που μένει στο μυαλό για πάντα.

Αλλά δεν είναι μόνο η διασκέδαση που τα κρατάει ζωντανά. Είναι η δύναμη της φαντασίας. Όταν ένα παιδί τραγουδάει για έναν ελέφαντα που παίζει μουσική ή για έναν Άγιο Γιώργη που δίνει κλειδιά, δεν σκέφτεται μόνο το παιχνίδι – ταξιδεύει. Οι λέξεις φτιάχνουν εικόνες, ιστορίες, κόσμους ολόκληρους, και για λίγα λεπτά η αυλή γίνεται σκηνή για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ακόμα και τα πιο παράξενα λαχνίσματα, όπως το «Άκατα μάκατα», έχουν μια γοητεία, σαν να κρύβουν μυστικά που κανείς δεν μπορεί να ξεκλειδώσει πια. Και ίσως αυτό να είναι το πιο όμορφο: ότι τα παιδιά δεν νοιάζονται για το νόημα, αλλά για τη μαγεία της στιγμής.

Σήμερα, τα λαχνίσματα συνεχίζουν να ακούγονται, αν και λιγότερο. Οι αυλές μπορεί να έχουν αδειάσει, οι φωνές να έχουν σιγάσει σε πολλά μέρη, αλλά η παράδοση δεν έχει χαθεί. Σε κάποιο χωριό, σε κάποια γειτονιά, ένα παιδί θα πει «Να τα βγάλουμε;» και ο κύκλος θα ξαναρχίσει. Το «Α μπε μπα μπλομ» θα ηχήσει πάλι, σαν φάρος που καλεί τις παλιές μέρες πίσω. Και όσο υπάρχουν παιδιά που θέλουν να παίξουν, αυτά τα παράξενα, υπέροχα τραγουδάκια θα ζουν, φέρνοντας μαζί τους τη χαρά, την αγωνία και τη μαγεία που μόνο ένα παιχνίδι μπορεί να δώσει.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα