«Αλυσίδα γυναικών» της Αθηνάς Μπίνιου

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Αθηνάς Μπίνιου Αλυσίδα γυναικών, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Μαρτίου από τις Εκδόσεις Πατάκη.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

MΠΑΙΝΩ στο αεροπλάνο, με τα τρία παιδιά μου, κρατώντας δύο διαβατήρια, ένα πράσινο κι ένα μπλε, περνώ τον έλεγχο του αεροδρομίου Βιρακόπος και νιώθω ένοχη. Έχε γεια, Σάο Πάολο, πρέπει να φύγω – μα

κοντοστέκομαι κι ορκίζομαι να ξαναγυρίσω. Η πόρτα του τετρακινητήριου Constellation της Alitalia κλείνει πίσω μου ερμητικά και η καρδιά μου βροντάει. Ένα εικοσιτετράωρο θα διαρκέσει ο επαναπατρισμός. Το ταξίδι του ξενιτεμού με βαπόρι είχε κρατήσει έναν μήνα. Αναρωτιέμαι αν η επιστροφή είναι χρέος του πηγεμού. Η αεροσυνοδός φροντίζει τα παιδιά. Με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι παρατηρώ τη γη ν’ απομακρύνεται. Χαίρε, απέραντη Βραζιλία μου, νύφη του Ατλαντικού, δε σε χόρτασα. Απότομα ξεκολλούν οι ρόδες από τη γη και νιώθω πως ξεριζώνομαι· χέρια, γόνατα, αυχένας, στομάχι, ο ίδιος πόνος που είχα βιώσει όταν έφευγα από τον Πειραιά, κορίτσι ακόμα. Την ξέρω καλά αυτή την αίσθηση. Την αφήνω να με συνεπάρει, να ζήσω σωματικά τον αποχωρισμό. Από παιδί τραβάω τον ίδιο καημό και δεν τον έχω ξεπεράσει. Μήπως βαθιά μέσα μου χαίρομαι να ξεκόβω απ’ ό,τι με δένει και ν’ αλλάζω; Ο ήλιος με θαμπώνει, κλείνω τα μάτια και μου έρχονται στον νου τα αίτια της μετανάστευσης: τα πάθη των γονιών μου. Ποια ήταν η πορεία τους στα βουνά και στις θάλασσες που διέσχισαν, τι ράγισε τις καρδιές τους, ποιες αγωνίες τους παίδεψαν. Ό,τι δεν είπαν σε κανέναν, όσα δεν έμαθε κανείς, εγώ τα έζησα όλα από κοντά. Χάνομαι στην ονειροπόληση. Στριμώχνεται η ψυχή μου. Οι πληγές που άνοιξαν τότε έκλεισαν μόνο εξωτερικά. Θέλω να ξεστρατίσω από την αχλύ των παιδικών μου χρόνων, απ’ όσα έλεγαν τότε οι δικοί μου. Όχι. Άσε με. Φύγε! Διώχνω το παιδί που ήμουν κάποτε, μα εκείνο επιμένει πεισματικά να μου δείχνει το κλειδί του σπιτιού μας στα χέρια του, σαν να ’ναι τώρα.

Έχει λιακάδα στο δωμάτιο. Η μαμά με ντύνει με το γαλάζιο πλεχτό μου φουστανάκι, εκείνο με τα τρία μπλε λουλούδια στη μέση, που με τσιμπάνε στην κοιλιά, αλλά δεν γκρινιάζω, γιατί τη βλέπω νευριασμένη. Λέει πως θα πάμε βόλτα, θα μου πάρει σουσαμένιο κουλούρι και θα δω τον μπαμπά, επειδή δεν ερχόταν καθόλου στο σπίτι, δούλευε μακριά, κι έπρεπε να του πάμε εκεί το κουστούμι του. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη της ντουλάπας. Είναι ωραίος ο φιόγκος μου. Αλλά η μαμά δεν είναι όμορφη, δεν έχει βάλει κραγιόν και κολόνια. Παίρνουμε το λεωφορείο, φτάνουμε σ’ ένα άγνωστο μέρος κι από κει με τα πόδια. Στην ανηφόρα, ο ιδρώτας τρέχει από το πρόσωπό μου μέχρι τον λαιμό. Το χέρι μου γλιστρά μες στο δικό της. Τι παλιοβόλτα είναι αυτή; Πού είναι ο κουλουρτζής; Ο Λευκός Πύργος; Η παραλία; Πού μας περιμένει ο μπαμπάς; Εκείνη με τραβά ν’ ακολουθήσω. Μια γριά με δείχνει και μαλώνει τη μαμά. «Γιατί το ’φερες, χριστιανή, το μικρό στις φυλακές;» Α, δεν είμαι μικρό, θα πάω στην πρώτη δημοτικού, μαζεύω τα φρύδια. Τι είπε; Φύλακες; Τι φυλάνε, μαμά; Σφίγγει το χέρι μου, με πονάει, με σέρνει μέσ’ από διαδρόμους και σκοτάδια, στυλώνω τα πόδια. «Προχωράτε!» Η μαμά τινάζεται, σπρώχνει τους μπροστινούς μέχρι να φτάσουμε σ’ ένα μέρος που βρομάει. Λίγο πιο κει ένας γέρος, όρθιος σε μια γωνιά, σκύβει και λέει να μη φοβάμαι, να πάω κοντά του. Η φωνή του, γνωστή. Σταματώ να χτυπιέμαι. Ποιος είναι; Κοιτώ κρυφά. Ο μπαμπάς; Πού πήγαν τα μαλλιά του; Γιατί φοράει κουρέλια; Τραβώ το φουστάνι της μαμάς, να φύγουμε. «Δεν έπρεπε να φέρεις το παιδί, Φανή» άκουσα πάλι τη φωνή. «Ήθελε να σε δει, Παύλο μου…» Όχι! Ψέματα! Δεν ήθελα να δω αυτό τον γέρο. Πάλι με τραβολογά. «Φεύγουμε, χρυσό μου, σώπα, πάμε να βρούμε έναν κουλουρτζή. Σώπα…»
Χωμένη κάτω από το τραπέζι στην κουζίνα μας, αγκαλιά με τον Ραμσή, κρατώ σφιχτά το κλειδί της εξώπορτας και προσπαθώ να καταλάβω όλο αυτό που έζησα. Ακούω τη μαμά να κλαίει, να λέει πως πήραμε δρόμο άρον άρον, κάτι ψιθυρίζει στη θεία Βίτα κι εκείνη αγριεύει: «Ώστε έτσι σου είπε το κάθαρμα; Όποτε θες να βλέπεις τον άντρα σου να περνάς πρώτα από το γραφείο του, να τα λέτε, κι ύστερα να του δίνεις καθαρά ρούχα και σπιτικό φαγάκι. Το παλιοτόμαρο!». Χτυπάει δυνατά το χέρι της στο τραπέζι, ακριβώς από πάνω μου. Σφίγγω τον γάτο μου, τον φιλώ στο κεφάλι και με γρατζουνάει στο πρόσωπο, με ματώνει, κλαίω για την κακία του, εγώ μόνο να τον φιλήσω ήθελα…

* * *

4 Αυγούστου 1944. Ανατολή ηλίου· η κορυφή του Χορτιάτη έλαμψε κι ο Λευκός Πύργος καθρεφτίστηκε στη θάλασσα. Ένα νεαρό ζευγάρι επέστρεφε με γκαζοζέν από το μαιευτήριο στο σπίτι του. Ο άντρας κρατούσε στον κόρφο του ένα βρέφος. Μόλις έφτασαν, δεν πρόλαβαν να μπουν μέσα, να βάλουν το μωρό στην κούνια, και τους συντάραξαν οι σειρήνες του πολέμου. Έτρεξαν να χωθούν στο κοντινότερο καταφύγιο, ένα βαθύ σκάμμα με σιδερένιο φρεάτιο για αερισμό. Μέσα στο πανδαιμόνιο και την μπόχα απόπατου, το βρέφος λούφαζε στην αγκαλιά τους. Έτυχε –μου έλεγαν χρόνια αργότερα– την πρώτη μέρα της ζωής μου, να με υποδεχτεί ο τελευταίος βομβαρδισμός των χιτλερικών, που υπήρξε ανελέητος, ιδίως για τη γειτονιά μας, πολύ κοντά στο Γ΄ Σώμα Στρατού.
Ο πόλεμος τελείωσε. Οι κατακτητές είχαν πάει στον αγύριστο, τις ιστορίες με τα καταφύγια και την Κατοχή είχα βαρεθεί να τις ακούω. Ο Εμφύλιος είχε σιγάσει, αλλά το σπιτικό μας συνέχισε να απειλείται από την τρομοκρατία που ασκούσε το καθεστώς στον πατέρα, με συνέπεια την ανέχεια στο οικογενειακό τραπέζι. Ο μικρός αδερφός που εν τω μεταξύ είχα αποκτήσει αγαπούσε το ψωμί. Μοσχοβολούσε ο φούρνος της γειτονιάς, μα εκείνος δεν είχε ούτε δεκάρα στη χούφτα του. Ποπό, κάτι ψωμάρες, έλεγε, μύριζε βαθιά κι έφευγε με το όνειρο μιας παχιάς φέτας. Στύλωνε τα πόδια με πείσμα και απορούσε γιατί κάποια παιδιά είχαν γιαγιάδες και παππούδες που τους έδιναν ψωμί με ζάχαρη και μάλιστα τους έπαιρναν και παπούτσια. Οι δικοί μας πώς πέθαναν πια τόσο νέοι; Φώναζε «παππού, γιαγιά» εκείνους των φίλων του.
Εμείς είχαμε πατέρα αριστερό. Συμμετείχε στην Αντίσταση και μετά μπήκε στο Κόμμα. Η μητέρα όχι, αυτή πάλευε για τον επιούσιο και γινόταν έξαλλη με την ανάμειξή του στα πολιτικά. Με τις συγκρούσεις τους γαλουχήθηκα, διχάστηκα, πάλεψα να ενώσω τη μακεδονική με τη μανιάτικη ρίζα μου. Προσευχόμουν να μη στερούμαστε.
Την ευτυχία έψαχνα και την έβρισκα στον χωματόδρομο, στην κούνια της μουριάς στον κήπο μας, στη θάλασσα δυο δρόμους παρακάτω, και στον Ραμσή τον γάτο μου. Αργότερα είδα πως ευτυχία ήταν να ζω ολόψυχα τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν παρακολουθούσαμε τα Πάθη, τη Σταύρωση, το στόλισμα του Επιταφίου. Βήμα βήμα και χέρι χέρι οι φίλες στερεώναμε μενεξέδες, βούρκωναν τα μάτια μας ψάλλοντας και χαιρόμασταν ολόψυχα το «Χριστός Ανέστη».
Θλίψη και ερωτήματα με τυραννούσαν στο γυμνάσιο. Αγωνιζόμουν να σταθώ ισάξια ανάμεσα στις συμμαθήτριες παίρνοντας άριστα, στολίζοντας λευκώματα και φυτολόγια. «Νωρίς σοβάρεψε» έλεγαν οι θείες μου.
Μια χρονιάρα μέρα, ανήμερα των Φώτων, ο πατέρας με κάθισε απέναντί του, αλλά κοίταζε από δω κι από κει ανυπόμονα και κρατήθηκα να μη γελάσω, επειδή πρώτη φορά τον άκουγα να τραυλίζει: «Δε… δεν ξέρω πώς να σ’ το εξηγήσω… παιδί μου. Αλλά να… χ… χρειάζεται…» Αναστέναξε βαθιά. «Δηλαδή, π… πρέπει…» Πήρε φόρα. «Πρέπει να φύγουμε από τη Θεσσαλονίκη. Δεν αντέχεται πια η ζωή μας εδώ, συνέχεια αδέκαρος είμαι κι ας δουλεύω σκυλίσια. Άδικος κόπος, δε βγάζω άκρη κι αυτό επειδή υποστήριξα μία ιδεολογία αντίθετη απ’ αυτήν που κυβερνάει τη χώρα κι έτσι έχασα τη δουλειά μου, τα ξέρεις. Δεν είναι ανάγκη να σου ξαναπώ ότι είμαι ακίνδυνος για όλους, κακό δεν έχω κάνει σε κανέναν, πίστεψέ με». Μιλούσε χωρίς να παίρνει ανάσα. Σηκώθηκε, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. «Είσαι μεγάλη πια, βλέπεις τα ζόρια μας, δεν μπορώ άλλο να εξευτελίζομαι. Στη Βραζιλία θα ξαναρχίσω τη ζωή μας από την αρχή κι ας είναι πάλι ανηφοριά. Είναι η πέμπτη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου».
Τα λόγια του έγιναν φλόγες και μ’ άρπαξαν. Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να μιλήσει. Άναψε τσιγάρο, κι εγώ έριχνα ματιές στα δαχτυλίδια του καπνού. «Ποιος μας διώχνει» τον ρώτησα. «Η αστυνομία;» Τα μάτια του πετάρισαν, έπιασε με τις χούφτες το κέρινο πρόσωπό του και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα –ποτέ μου δε θα το ξεχάσω– φορτωμένο μ’ όλη την απελπισία του κόσμου: «Η ανάγκη μάς διώχνει. Η κακή μοίρα της πατρίδας μας θέλει να ψάξουμε αλλού σπίτι. Προσπάθησα κάτι καλό για όλους. Συντρίφτηκαν τα σχέδιά μου, απογοητεύτηκα, βρέθηκα άνεργος, βαριά κατηγορούμενος, και περνάμε δοκιμασίες».
Πήγε να βράσει τσάι του βουνού. Σηκώθηκα να δω από το παράθυρο το πεύκο και τον ουρανό. Μάλλον θα χιονίσει. Το σπίτι μας ήταν παγωμένο, φορούσαμε παλτά και διπλές κάλτσες. Ανάψαμε σόμπα μόνο τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, είχαμε φυλάξει μισό τσουβάλι κοκ για ώρα ανάγκης. Ξαφνικά πήρε το μάτι μου έναν κοκκινολαίμη που πάνω του έπεφταν αραιές νιφάδες χιονιού· μία κόλλησε στο τζάμι κι έμοιαζε δαντελίτσα, σαν αυτές που έφτιαχνε η μαμά στο βελονάκι. Τα πουλάκια πώς αντέχουν τόσο κρύο; Εγώ έτρεμα ολόκληρη. Είχα κουραστεί να τρέμω. Πράγματι, έβλεπα τις δυσκολίες. Ο πατέρας έπαιρνε τους δρόμους το πρωί και γύριζε το βράδυ σημαδεμένος από τη λύπη. Η μαμά δεν είχε χρήματα να πληρώσει τον μπακάλη κι όποτε τη ρωτούσα γιατί, φώναζε πως ζούσε έναν εφιάλτη. Ο Πέτρος ήθελε να παίξει στον δρόμο, μα πώς να βγει έξω με τα τερλίκια; Του έλεγα στ’ αυτί να μην κλαίει, γιατί θα του αγόραζα με τα λεφτά μου τα πιο ωραία μποτάκια. Του έδειχνα μια χούφτα τρύπιες δεκάρες και σώπαινε αμέσως. Για τον κομμουνισμό είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι είναι απαγορευμένος για κάποιο σοβαρό λόγο. Σκεφτόμουν πως κάτι πολύ κακό πρέπει να έκανε ο μπαμπάς, αλλά τι; Όλοι έλεγαν πόσο καλός άνθρωπος ήταν. Τι κάνουν οι κομμουνιστές; Γιατί σωπαίνει; Γιατί δε μου εξηγεί; Είχα μαζέψει οργή μέχρι να ’ρθει με δυο ποτήρια τσάι, αλλά πού κουράγιο να ρωτήσω τι εννοούσε η μπακάλισσα λέγοντας μπροστά σε όλους ότι χαντακώθηκε ο πατέρας μου επειδή ήταν ξεροκέφαλος και δεν υπέγραψε το κωλόχαρτο; Τι έπρεπε να κάνεις, πατέρα; Εσύ φταις για όλα; Κατάπινα τις ερωτήσεις και τον θυμό μαζί με το τσάι. Τι εξήγηση θα έδινα στις συμμαθήτριες γι’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση;
Τότε ψυλλιάστηκα τον λόγο που μελετούσε μαζί μου δυο μήνες την Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Νόμιζα ότι με ζόριζε να εξασκηθώ στ’ αρχαία. Κρατήθηκα μην πω ότι δε με νοιάζει καθόλου η θυσία της σπουδαίας Ιφιγένειας για την πατρίδα και τον πατέρα της. Αν είχα γιαγιά ή παππού, μαζί τους θα έμενα. Σκληροί που είναι οι Μανιάτες. Έχει δίκιο η μαμά. Θα τα κουβέντιαζα μαζί της. Ήθελα να διαμαρτυρηθώ, μα φώλιασε μέσα μου η λύπη σαν διαπίστωσα πόσο δυσκολευόταν ν’ ανακοινώσει τη θυσία της μετανάστευσης και η φωνή μου βγήκε από την καρδιά: «Καλά, μπαμπά μου, αφού έτσι πρέπει. Κατάλαβα. Πρέπει να φύγουμε». Κι αυθόρμητα σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών να τον φιλήσω στο μάγουλο. «Αρνί μου εσύ…», μ’ αγκάλιασε. Για φαντάσου! Αρνί, αλλά στο ζώδιο Λέων; Έσκυψα να ξεφύγω από το σώμα του. Έτριβα τα γόνατά μου να μαλακώσω κάτι σουβλιές. Ένιωθα μικρή κι ανήμπορη σαν τον Πέτρο και λυπόμουν και τους δυο μας. Θα τους ακολουθούσαμε χωρίς να ξέρουμε ούτε τον τόπο ούτε τη γλώσσα. Κατά πού έπεφτε η Βραζιλία; Τι γλώσσα μιλούσαν εκεί; «Πορτογαλικά, ευτυχώς» είπε η θεία Λένα, που πλήρωνε για μένα τρία χρόνια να μάθω γαλλικά στο Γαλλικό Λύκειο στη γειτονιά μας.

* * *

Keywords
αθηνα, ιφιγένεια εν αυλίδι, μπλε, γεια, alitalia, χρεος, πειραιας, θες, θλίψη, θεσσαλονικη, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, κοκ, ρωτήσω, φταις, αρνι, λιτσα πατερα, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, τραπεζα της ανατολης, Καλή Χρονιά, Ημέρα της μητέρας, γλωσσα δ δημοτικου, γλωσσα στ δημοτικου, γλωσσα ε δημοτικου, η ζωη ειναι ωραια, η ζωη, ιφιγένεια εν αυλίδι, δυνατα, βημα, βραζιλια, γωνια, δουλεια, ζαχαρη, θαλασσα, ιφιγενεια, κοκ, λουλουδια, μητερα, μωρο, ονειρο, ρουχα, ψωμι, ωρα, αγκαλια, αεροπλανο, ανθρωπος, αρχαια, ασε με, αυτι, βλεμμα, βουνα, βραδυ, γαλλικα, γεια, γειτονια, γλωσσα, δαχτυλιδια, δειχνει, εδινα, ευτυχια, ειπαν, ειπε, εβδομαδα, εμφυλιος, επρεπε, ερχονται, ζωη, ζωδιο, ζωης, ιδιο, ηλιος, η φωνη, θες, θυσια, ιδεολογια, εκδοσεις, κουζινα, κομμα, λεφτα, λεωφορειο, λευκος πυργος, λυκειο, λυπη, λογια, λογο, μαμας, μακρια, μαλλια, μαμα, ματια, ματι, μεγαλη εβδομαδα, μαιευτηριο, μηνες, μοιρα, μπλε, μικρο, μυθιστορημα, νυφη, νομιζα, ο ηλιος, κοιλια, ομορφη, παιδι, παιδια, παμε, παπουτσια, πεμπτη, πευκο, πεισμα, ποτηρια, πορτα, πρωι, ψυχη, ποναει, ποπο, ριζα, ροδες, ρωτήσω, σαο παολο, σαο, συνεχεια, σωμα, σωπα, σπιτι, στην κουζινα, σχεδια, τσαι, τρια, τσιγαρο, φρυδια, φταις, φωνη, φορα, χερι, αγνωστο, alitalia, αλυσιδα, ανηφορα, δικιο, δωματιο, ερωτησεις, εσυ φταις, χωρα, ιδρωτας, κακια, κηπο, καρδιες, καρδια, κρυφα, μπροστα, οργη, ορκιζομαι, πληγες, ποδια, ταξιδι, θαλασσες, θεια, θελω να, χερια, γιαγια, ζευγαρι
Τυχαία Θέματα