Χαν Γκανγκ: «Μάθημα ελληνικών»

Το Μάθημα ελληνικών (2011) είναι το δεύτερο βιβλίο της Νοτιοκορεάτισσας Χαν Γκανγκ (γενν. 1970) που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη. Προηγουμένως, το 2020, είχε κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα Η χορτοφάγος (2007), για το οποίο η συγγραφέας τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016.

Μια

σειρά από μαθήματα αρχαίων ελληνικών που γίνονται σε μια ιδιωτική ακαδημία της Σεούλ είναι η αφορμή για να συναντηθούν οι δύο κεντρικοί ήρωες του βιβλίου. Τα μαθήματα παραδίδονται από έναν Γερμανό καθηγητή σε μια ολιγομελή ομάδα, που την αποτελούν μια γυναίκα, ένας δευτεροετής φοιτητής Φιλοσοφίας, ένας μεταπτυχιακός φοιτητής Ιατρικής κι ένας μεσήλικας. Τα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας είναι η γυναίκα και ο καθηγητής.

Εκείνη, η γυναίκα, δεν μιλάει. Έχασε ξαφνικά την ικανότητα ομιλίας, παρόλο που από παιδί είχε ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα. Τότε ακόμα, οι λέξεις, με την ανατριχιαστική τους διαύγεια, «της προκαλούσαν πόνο καθώς έβγαιναν από το στόμα της όταν το άνοιγε».

Εκείνος, ο καθηγητής, δεν βλέπει. Πάσχει από μια σπάνια οφθαλμική πάθηση, που του προκαλεί προοδευτική απώλεια όρασης. Κληρονόμησε τη νόσο από τον πατέρα του. Σε χαμηλό φως η όρασή του επιδεινώνεται, του επιτρέπει να ξεχωρίζει μόνο αδρά περιγράμματα. Στο παρελθόν ο καθηγητής είχε σχέση με μια κωφή, την κόρη του ηλικιωμένου Γερμανού οφθαλμιάτρου που τον παρακολουθούσε. Η κοπέλα περνούσε τον χρόνο της κατασκευάζοντας ξύλινα έπιπλα μέσα σε μια αποθήκη. Η σχέση τους τερματίστηκε απότομα, σχεδόν βίαια, με ένα χαστούκι που του έδωσε εκείνη.

{jb_quote}Κατά τον Βιτγκενστάιν, τα όρια του κόσμου μας είναι τα όρια της γλώσσας μας. Έτσι και η γυναίκα μοιάζει σαν να προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο από την αρχή ή να εφεύρει έναν άλλο κόσμο, πιο ευνοϊκό γι’ αυτήν.{/jb_quote}

Αυτός είναι ο βασικός ιστός πάνω στον οποίο πλέκει την αφήγησή της η Χαν Γκανγκ στο Μάθημα ελληνικών. Οι ήρωες παραμένουν ανώνυμοι, όμως η αριστοτεχνική χρήση των διαφορετικών τύπων αφηγητή (πρωτοπρόσωπος για τον καθηγητή, τριτοπρόσωπος με περιορισμένη εστίαση για τη γυναίκα και δευτεροπρόσωπη απεύθυνση, εν είδει επιστολής, του καθηγητή προς την κόρη του οφθαλμιάτρου) διατηρεί απολύτως διακριτά τα όρια μεταξύ των κομματιών που αναφέρονται σε κάθε πρόσωπο, ακόμα και προς το τέλος του βιβλίου, όπου η τριτοπρόσωπη αφήγηση για τη γυναίκα μπλέκεται με τον μονόλογο του καθηγητή.

Τα ελλείμματα των ηρώων της Χαν Γκανγκ αποτελούν μετουσιωμένα τραύματα. Η αλαλία της γυναίκας πρωτοεμφανίστηκε στην εφηβεία, σε φάση μοναξιάς/απάθειας, και αποκαταστάθηκε το ίδιο ξαφνικά, όταν εκείνη άκουσε μια λέξη στα γαλλικά, που της ήταν άγνωστη γλώσσα. Η επανεμφάνιση της διαταραχής αργότερα συμπίπτει με δυσάρεστες ανατροπές στη ζωή της, διαζύγιο και απώλεια της επιμέλειας του παιδιού της. Η γυναίκα επιχειρεί να ξεπεράσει το πρόβλημά της με την εκμάθηση μιας αρχαίας γλώσσας, δύσκολης και παντελώς άγνωστης, των αρχαίων ελληνικών. Κατά τον Βιτγκενστάιν, τα όρια του κόσμου μας είναι τα όρια της γλώσσας μας. Έτσι και η γυναίκα μοιάζει σαν να προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο από την αρχή ή να εφεύρει έναν άλλο κόσμο, πιο ευνοϊκό γι’ αυτήν.

Ο άλλος κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο καθηγητής, μαζί με την προοδευτική τύφλωση βιώνει και τη διάλυση της σχέσης του με την κωφή αγαπημένη του. Η σχέση τους καταλήγει σε μια επώδυνη αντιπαράθεση. Εκείνη του αποκαλύπτει ότι γνωρίζει τα σχετικά με την πρόγνωση της πάθησής του κι εκείνος της ζητάει να του μιλήσει όπως έμαθε στα μαθήματα ανάγνωσης που παρακολουθεί. Δύο τραυματισμένοι από τη φύση άνθρωποι αλληλεπιδρούν με οξύ τρόπο και η σχέση τους τερματίζεται βίαια. Το τραύμα γεννάει τραύμα.

Η αφηγηματική δεινότητα της Χαν Γκανγκ είναι εμφανής και σε αυτό το μικρότερης έκτασης βιβλίο. Η γλώσσα, απολύτως λειτουργική στον αφηγηματικό της ρόλο, διαθέτει μια εικαστικής ομορφιάς ποιητικότητα και ταυτόχρονα μια φωτογραφική ακρίβεια στις περιγραφές: «[…] Η γυναίκα κοιτάζει σιωπηλά τη λεπτή, αμυδρή, κυρτή ουλή που ξεκινά από την άκρη του αριστερού του ματιού και καταλήγει στην άκρη των χειλιών του. Όταν την είδε στο πρώτο μάθημα, της φάνηκε ότι έμοιαζε με έναν αρχαίο χάρτη που έδειχνε το σημείο από όπου είχε κυλήσει στο παρελθόν ένα δάκρυ». Κυριαρχεί η εικονοποιητική αφήγηση με πολύ κοντινή εστίαση σε πρόσωπα και αντικείμενα, σαν η συγγραφέας να παρακολουθεί τους ήρωες και το περιβάλλον τους με έναν ισχυρό τηλεφακό, απομονώνοντας απρόσμενες λεπτομέρειες: «[…] Ο αέρας έμοιαζε να λάμπει, σαν να περιείχε μικροσκοπικούς κόκκους γυαλιού».

Η Χαν Γκανγκ με το Μάθημα ελληνικών μάς παραδίδει μια σπουδή πάνω στο τραύμα, την απώλεια, την αδυναμία επικοινωνίας, την αναπηρία, τη φθορά, αλλά και την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ζωής με βάση τις καινούργιες συνθήκες. Το επιτυγχάνει σε σχετικά περιορισμένη κειμενική έκταση, με χαμηλόφωνες και υποβλητικές σκηνές. Η συγγραφέας παίζει επιδέξια με τις αισθήσεις και τις διαταραχές τους, καθώς και με τη γλώσσα ως δομικό στοιχείο του κόσμου. Αποδεικνύει με λεπταίσθητο ρεαλισμό και χωρίς δραματικές εξάρσεις τον κυριαρχικό ρόλο που έχουν οι αισθήσεις στη συμβατική καθημερινότητα. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν με αυτές· κανονικοί δικτάτορες της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρότι, όμως, οι δύο βασικοί χαρακτήρες δεν καταφέρνουν να βρουν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, ο ένας βυθισμένος στο σκοτάδι και η άλλη εγκλωβισμένη στη σιωπή, και για το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ο αναγνώστης παρακολουθεί συμπονετικά τις δυσκολίες τους, η κατάληξη της ιστορίας έχει θετικό πρόσημο και μια αχτίδα φωτός γλυκαίνει το σκοτάδι.

[Η Μαρία Δριμή είναι ιατρός εντατικολόγος σε ΜΕΘ του ΕΣΥ, πτυχιούχος Φιλολογίας ΕΚΠΑ και συγγραφέας.]

Μάθημα ελληνικών
Χαν Γκανγκ
μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη
Εκδόσεις Καστανιώτη
σ. 192
ISBN: 978-960-03-6982-3
Τιμή: 15,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα