Δημήτρης Μαρκής: «Η φιλοσοφία της ξενιτειάς»

08:17 2/7/2021 - Πηγή: Diastixo

«Κι είναι πάντοτε –φευ– νωρίς», θα μας πει ο ποιητής. Αλλά η «ξενιτιά», το «τέλος» προς το οποίο οδεύει η φυσική ζωή, είναι προορισμός. Και ο Δημήτρης Μαρκής έπαιξε την τελευταία χθόνια πράξη της ξενιτιάς λίγο μετά τη φιλοσοφική του κατάθεση – το προαιώνιο ταξίδι του αρχετυπικού ήρωά της, του ομηρικού Οδυσσέα: που επιστρέφει σε τόπους και χρόνους με διαφορετικό ένδυμα και εξοπλισμό, για να αφηγηθεί το δικό του μεταπλασμένο ταξίδι του γυρισμού. Κι έτσι συμβολικά προστίθεται εν σιωπή στο έργο του συγγραφέα η μεταφυσική διάσταση της πεπρωμένης ξενιτιάς του – τόσο ταυτισμένης

στο συγκινησιακό παρελθόν της λαϊκής προφορικής παράδοσης με την «εγκόσμια» εκδοχή της.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Τα ελάχιστα αυτά εισαγωγικά για τον συγγραφέα, ακαδημαϊκό δάσκαλο, στοχαστή –εκπρόσωπο του πνευματικού κεφαλαίου της ελληνικής διασποράς– Δημήτρη Μαρκή, που μας κατέλιπε «φεύγοντας» τη Φιλοσοφία της ξενιτειάς του. Μια συμβολική τελικά μορφή, καθώς στο πρόσωπό του συντίθεται το λαϊκό καταγωγικό στοιχείο –που συναιρεί την πενία με την απόδραση (και απ’ αυτή)– με τη δημιουργική πνευματικότητα μιας φύσης που δεν έχει ταξικότητες και επιλεκτικές ιεραρχίες. Έτσι, γράφονται τα παρακάτω υπό τη σκιά ενός νόστου ζωής, που θα αιωρείται εσαεί ως υπαρξιακό και μεταφυσικό αιτούμενο.

Η φιλοσοφία της ξενιτειάς – Οδύσσεια άλλοτε και τώρα. Μια ακόμα αξιόλογη έκδοση των ποιοτικά αυστηρών Εκδόσεων Κριτική. Μ’ αυτόν τον τίτλο και τον συμπληρωματικό υπότιτλο, ο Δημήτρης Μαρκής μάς προσφέρει την πιο πρωτότυπη –πρωτοποριακή, θα έλεγα– προσέγγιση της ξενιτιάς: οικείας, πανάρχαιας εμπειρίας του λαού μας αλλά και των λαών της Μεσογείου και, σε γενικότερη θεώρηση, του πλάνητα –όχι αναίτια, αλλά με βάση τους ντετερμινισμούς της ιστορίας– ανθρώπου.

Τι είναι τελικά Η φιλοσοφία της ξενιτειάς του Δημήτρη Μαρκή; Φιλοσοφική πραγματεία, που αξιοποιεί τη φιλοσοφική νόηση με σκοπό να ανατάμει ένα κατεξοχήν επιστημονικό ζήτημα: της ιστορίας, της γεωγραφίας, της λαογραφίας, της ανθρωπολογίας, της κοινωνιολογίας; Ένα θέμα που ο συγκινησιακός παλμός του εγκαταστάθηκε στη μονιμότητα της λογοτεχνικής του μετάπλασης – λαϊκής και λόγιας, στα λυγμικά λυρικά τραγούδια και στα αφηγηματικά ηρωικά έπη των λαών; Ή μήπως πρόκειται για την προσωπική, υποκειμενική «μυθολογία» του ίδιου του συγγραφέα, ως πολύπλαγκτου υποκειμένου της εμπειρίας της ξενιτιάς – είδος φιλοσοφικών απομνημονευμάτων; Προστίθενται άλλωστε στη μεταμοντέρνα υλοποίηση της λογο-τεχνικής γραφής, ολοένα και περισσότερο, υβριδικά μορφώματα με περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα, ενδιαφέρον και ευρηματική δομή.

«Ένα μεγάλο έργο», θα πει ο δάσκαλός του Adorno, «διακρίνεται για την ιδιομορφία του. Ξεχωρίζει δηλαδή στο μέτρο που ο δημιουργός του αρνείται να μιμηθεί μια μορφή ή να συμβιβαστεί με την ομοιομορφία». Αυτό ακριβώς πράττει στη Φιλοσοφία της ξενιτειάς ο Δημήτρης Μαρκής. Ο ξενιτεμένος και ο φιλόσοφος, ένα και το αυτό πρόσωπο, βιώματα και διαβάσματα σε μια αλληλοδιεισδύουσα διαλεκτική βίωσης και ανα-στοχασμού. Η ξενιτιά ως αντικείμενο και υποκείμενο της φιλοσοφίας της. «Έχουμε να κάνουμε με μια οφθαλμοφανή αντινομία. Εμείς εξετάζουμε την ξενιτειά και αυτή καθοδηγεί εμάς […] ο συγγραφέας μάρτυρας και κριτής, θεωρός και ενεργός δράστης στο δράμα της ξενιτειάς» (σ. 27).

{jb_quote} Ένα είδος καθαρτικής αποφόρτισης είναι η στιγμή που περιχαρακώνει το υλικό της σκέψης του σε στοχασμό και γίνεται κυρίαρχος του φιλοσοφικού βίου του στην ξένη χώρα. {/jb_quote}

Ο Δημήτρης Μαρκής δεν βαδίζει σε οριοθετημένες «πατρίδες» – της επιστήμης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας. Λειτουργεί με πολλαπλές ταυτότητες, οι οποίες οδηγούνται αυθόρμητα –ενστικτικά θα λέγαμε– στη διττή σύνθεση της προσωπικής του ταυτότητας: ως εκπροσώπου –ενός ακόμα μέσα σε πολλούς– της ξενιτιάς, στης οποίας το παροντικό, μετατραυματικό βίωμα υποτάσσει τη σκέψη του· και ως ακαδημαϊκού υποκειμένου, που μετατρέπει το βίωμα σε πεδίο διαλεκτικών υπερβάσεών του. Και δημιουργεί την εκτεταμένη, στιβαρή μεταγλώσσα της φιλοσοφικής ανακατασκευής της ξενιτιάς, πέρα από τη βιωματική, τη λογοτεχνική, την επιστημονική της αποτύπωση. Εμπειρία και γνώση, βίωμα και στοχασμός –πραγματώνοντας διαλεκτικές αλληλοδιεισδύσεις– περιχαρακώνουν και ταυτόχρονα διανοίγουν ορίζοντες ελεύθερης κίνησης και κατανόησης μιας αντίθετης προς την παραδοσιακή, νοητικής-φιλοσοφικής πρότασης για την «αναγνώριση» της ξενιτιάς.

Ο δάσκαλός του πανταχού παρών. Αξιοποιώντας όχι απλώς τον αφελή εμπειρισμό των αισθήσεων, αλλά τον πνευματικό εμπειρισμό του Αdorno, ό,τι δηλαδή συσσωρεύει από τις αναγνώσεις λογοτεχνικών έργων, στο συναπάντημά τους με τα πρωτογενή βιώματα του ξενιτεμένου, αξιώνεται τη σύνθεση μιας φιλοσοφικής μυθοπλασίας, που ανα-βιώνει τη μυθοπλασία του ξενιτεμένου Εγώ (σ. 30).

Η διαδρομή έχει τη διάρκεια του ξενιτεμού του. Από Λέσβο Αθήνα και από Αθήνα Φραγκφούρτη και πάλι Αθήνα. Σαν μια πορεία αυτογνωσίας θα προσλάβει όλο το χρονικό της κίνησης και της συγκίνησης ο συγγραφέας, που δεν αφορμάται απλώς από το ανθρώπινο συναίσθημα αλλά και –το περισσότερο– από τη νοητική πολυτροπία, την αναλυτική προσέγγιση ενός κοσμοθεωρησιακού ταξιδιού, που εκβάλλει στο παραδοσιακό πρότυπο του Πλάτωνα και του Πρόκλου: μονή, πρόοδος, επιστροφή. Με τις ανάλογες χρωματικότητες, όπως τις συσσωματώνει στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο («Η προσθήκη για τον Adorno»): Η λυρικότητα της φυγής, η δραματικότητα της παραμονής, η επικότητα της επιστροφής (σ. 533 κ.ε.). «Ζω, εργάζομαι και σπουδάζω ως ξένος στη Γερμανία. Είναι επομένως πολύ λογικό και αξιόλογο να αναρωτηθώ ποιος είμαι, τι κάνω εδώ, από πού έρχομαι και προς τα πού πάω, πώς μπλέχτηκα και πώς θα ξεμπλέξω από αυτή την προσωπική μοίρα τού να είσαι ξένος σε μια ξένη, άγνωστη και ελκυστική χώρα» (σ. 31).

Τα ερωτήματα είναι a priori φιλοσοφικά. Μια φιλοσοφία υπαρξιακή, καζαντζακικού προσανατολισμού, όπου όμως η αναμέτρηση μαζί τους ενσωματώνει τόσο την κοσμικότητα όσο και τη μεταφυσική μιας αδιάλειπτης φιλοσοφικής διαδρομής από την αρχαιότητα μέχρι τον Χάιντεγκερ και τον Νίτσε και τη Σχολή της Φραγκφούρτης, στην οποία ανήκει και ο δάσκαλός του, ο Adorno. Και όλα αυτά σε συναρτήσεις και συνάφειες με την ψυχολογία του βάθους και την ψυχανάλυση, τις διακειμενικότητες της λογοτεχνίας, τη διαλεκτική της πολιτικής με τη φιλοσοφία, του μύθου της ουτοπίας με το αντίκρισμα της πραγματικότητας. Θα έλεγα ότι η πιο γνήσια περιπέτεια της ξενικότητας στη φιλοσοφία του ξενιτεμένου συγγραφέα δεν είναι αυτή της βιωμένης «δοκιμασίας» του, αλλά η συνθετική δεξίωση σε ένα πολυτροπικό δίκτυο ιδεών της εμπειρίας του υποκειμένου ως οδυσσειακού αρχέτυπου. Ένα είδος καθαρτικής αποφόρτισης είναι η στιγμή που περιχαρακώνει το υλικό της σκέψης του σε στοχασμό και γίνεται κυρίαρχος του φιλοσοφικού βίου του στην ξένη χώρα.

Η έννοια της ξενιτιάς, όπως και ο συγγραφέας το διατυπώνει, είναι –και– μια ιστορική κατηγορία. Και γι’ αυτό δεν μπορεί μονοδιάστατα και στατικά να αποτυπωθεί σε μιαν ευθύγραμμη, ανιστόρητη υποστασιοποίησή της. Ο Οδυσσέας βέβαια παραμένει το σταθερό αρχέτυπο του ξενιτεμένου, που περιηγείται όχι μόνον γεωγραφικούς προορισμούς –εκούσιους ή αναγκαστικούς– αλλά χαράσσει και τις ιστορικές αποχρώσεις του μεταμορφούμενου Νόστου – μέχρι και τις υπόγειες, ασύνειδες αναστολές της πραγμάτωσής του. Ο Οδυσσέας του Ομήρου, ο Ulysses του Άλφρεντ Τένισον, ο Οδυσσέας του Joyce –όσο και η ομηρική Οδύσσεια, η καβαφική Ιθάκη κι επίσης η καβαφική Δεύτερη Οδύσσεια, η καζαντζακική Οδύσσεια– εγείρουν τη δική τους ιστορικότητα, την εγγραφή τους σε χωροχρονικά πλαίσια και αντίστοιχες ψυχικές υποδοχές, ώστε να χρωματίζουν ανάλογα τον νόστο του ξενιτεμένου ήρωα και το ψυχογράφημα του προορισμού του.

{jb_quote} Το βίωμα εξημερώνει τη σκέψη κι εκείνη ανταποδοτικά νοηματοδοτεί το βίωμα. {/jb_quote}

Άκουσα, σε μιαν εγγραφή διαδικτυακή, τον ίδιο τον Δημήτρη Μαρκή να αντιστρέφει –με μια φαινομένη ανατροπή του μυθικού-λογοτεχνικού προτύπου– την αρχετυπική ιδέα του νόστου: «Για να λησμονήσεις την πατρίδα σου απαιτεί μια γενναιότητα… Αυτοί που πρόκοψαν στο εξωτερικό κι έγιναν κάτι δεν είναι αυτοί που πρόκοψαν βάσει της ελληνικής τους προϊστορίας, αλλά αυτοί που έκοψαν τον ομφάλιο λώρο με τη μητέρα πατρίδα». Αυτό θα περιγράψει ως ιδιότυπο του εγκλιματισμού στη νέα πατρίδα, την υπέρβαση δηλαδή του «ενδιάμεσου χώρου», όπου ο ξενιτεμένος μετεωρίζεται δραματικά ανάμεσα σε δύο πατρίδες: εκείνη της καρδιάς και την άλλη, την κίβδηλη της ξενιτιάς πατρίδα.

Μιλήσαμε λίγο πριν για την ιστορικότητα της ξενιτιάς. Ο συγγραφέας, υποκείμενο και αντικείμενο της φιλοσοφικής ανατομίας της ξενιτιάς, έχει προσπορίσει στον εαυτό του την κριτική ανατομία της σωματικότητας και της πνευματικότητας, τόσο της παραδοσιακής όσο και της παγκοσμιοποιημένης, ξενιτιάς. Η τελευταία, καθώς διανοίγει τη διεθνική επανανάγνωση της ιστορίας και της κουλτούρας κάτω από το πρίσμα θεώρησης του «κόσμου ως μετανάστη», εκχωρεί στον συγγραφέα δυνατότητες να εναγκαλιστεί διαλεκτικά την πολιτική, φιλοσοφική, γλωσσολογική και πολιτισμική διάσταση της ξενιτιάς και του Λόγου της (σ. 118).

Με τις νεόκοπες έννοιες των «νομάδων της παγκοσμιοποίησης» και της «ακηδίας» (το σύνδρομο του burnout), ο στοχαζόμενος πάνω στις σύγχρονες αντιφατικότητες της πολιτικής θεώρησης της ξενιτιάς συγγραφέας ερμηνεύει τη νέα μεταναστατευτική κινητικότητα του ευρωπαϊκού χώρου και τα σύνδρομα που παράγει, ως κρίση θεμελίων του ίδιου του συστήματος της Ευρώπης. «Όταν οι νέοι δεν βλέπουν μπροστά τους μέλλον, όταν ρωτούν μετακριτικά: “Προς τι αυτή η απόλυτη υποταγή σε ένα σύστημα το οποίο τελικά με αρρωσταίνει;”, τότε πρόκειται για κάτι πιο πρωταρχικό και θεμελιώδες. Το ευρωπαϊκό Εγώ εξαντλείται σωματικά και ψυχικά, γίνεται “αντικείμενο” θεραπείας που κοστίζει, αλλά όχι εργάτης που παράγει…» (σ. 119).

Πώς τελικά θεμελιώνεται η φιλοσοφία αυτού του σύνθετου διαλεκτικού πεδίου πάνω στην πολλαπλή διαχείριση της ξενιτιάς; Ο συγγραφέας έχει τη δυνατότητα και την τέχνη κυρίως να λειτουργεί ως ενορχηστρωτής ενός πλέγματος διανοητικών-στοχαστικών δοκιμών και να μορφοποιεί, έπειτα από διαδρομές ωριμότητας, τη δική του προσωπική, «εμπειρική» φιλο-σοφία. Γύρω από την αρχέτυπη έννοια της ξενιτιάς, και υπό τη σκέπη του Αdorno, υποδύεται τον ρόλο που εκείνος του δίδαξε: του φιλόσοφου της κριτικής διανόησης. Το βίωμα εξημερώνει τη σκέψη κι εκείνη ανταποδοτικά νοηματοδοτεί το βίωμα. Το πρώτο ακουμπά στη λογοτεχνία, η (μετα-)σκέψη ακουμπά στη φιλοσοφία. Έτσι πορευόμαστε σ’ αυτή την «Οδύσσεια», όπως καθοδηγούμαστε εμπιστευτικά από τον ξενιτεμένο συγγραφέα: που ως βιρτουόζος ενορχηστρωτής ενός πολύπλαγκτου ταξιδιού ιδεών μάς ξεναγεί σε σταθμούς τόπων και χρόνων – και των δικών του τόπων και χρόνων, μέχρι να μας εναποθέσει στην «Ιθάκη» μας, πλούσιους συνεπιβάτες του πλέον, που πολλών ανθρώπων ίσμεν άστεα και νόον έγνωμεν.

Ευχαριστούμε τις Εκδόσεις Κριτική και γι’ αυτό το «κριτικό», φιλοσοφικό και λογοτεχνικό ταξίδι. Κι ας το τολμήσουμε με τελικό προορισμό τη Φιλοσοφία της ξενιτειάς του οδυσσειακού δασκάλου Δημήτρη Μαρκή, για πολλούς λόγους· αλλά ίσως περισσότερο για να αισθανθούμε τη νεότητα και το σφρίγος που αποκτάει η σκέψη μας, όταν επίμονα της ζητάμε να μας «αφηγηθεί» αυτό που είμαστε, αυτό που πράττουμε. Και το έχουμε κάθε στιγμή ανάγκη –έστω κι αν κοστίζει η σκέψη– για να κατανοούμε τη φυσική συγγένειά μας με το ανθρώπινο.

Η φιλοσοφία της ξενιτειάς
Δημήτρης Μαρκής
Κριτική
584 σελ.
ISBN 978-960-586-289-3
Τιμή €17,00

Keywords
Τυχαία Θέματα