Έξι ποιήματα του Γιάννη Πλαχούρη

Ο ΑΝΑΣΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΕΜΟΝΑΝΘΟΥ

Σίγουρα
και κάτω από τις ανθισμένες λεμονιές φυσά.
Το ψιθυρίζουν
χορτάρια κι ο πλαγιασμένος δίπλα μου βαρύς αέρας.
Δεν υπάρχουν μνήμες πια.
Στο περιβόλι μοναχές τους γυρίζουν
νιφάδες που σταλάζουν αργά
το άρωμα της καινούργιας ημέρας.

Τώρα καταλαβαίνω γιατί

Εσύ
προτιμάς τη φυγή.

Διάλεξες ν’ ανεβαίνεις σκαλιά.
Σ’ έγδυσαν τα πουλιά.
Φόρεσες πούπουλα, κλουβιά και κελαηδίσματα.
Τσιμέντο φωλιές, ιδέες κλωστές, αγκαλιές
μες στα χαρτονομίσματα.
Ψάχνεις φτερά.

Εγώ;
Το

λευκό και

της σιωπής το χειροκρότημα όπως
τ’ άνθη σωρεύονται πάνω μου
χτυπώντας το ετούτο μ’ εκείνο με τ’ άλλο
θαύματα, πράγματα
τροχιές στο γεμάτο κενό
τόπος
και ποίημα γραμμένο με τα λησμονημένα γράμματα.

ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΤΗΜΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Φοβάμαι το μονοπάτι της πρότασης,
τις πιθανότητες του γκρεμού μετά την τελεία.

Τη σκέψη μου
δένω καράβι στους κάβους – στα κόμματα,
να ξαπλώσει
στις περισπωμένες και παύλες της ήσυχη

να δροσιστεί

στις ψιλές και δασείες,

στη βαρεία
που ακατάδεχτη, μόνη, τραγουδάει τη λήγουσα

στους κελαηδισμούς της οξείας
όπως ανοίγει τις πόρτες να βγούνε ελεύθερα
τα φωνήεντα, τα ημίφωνα, τ’ άφωνα
μακρά και βραχέα, μονόηχα-δίηχα
χορεύοντας τροχαίους και ίαμβους και μεσότονους
δαχτυλικούς και ανάπαιστους

μια γιορτή
για μένα που φθάνω
περνώντας την έρημο του λευκού
καμηλιέρης καβάλα στη λέξη.

ΕΚΠΝΟΕΣ
ΙV

με αγέρα δυνατό κόντρα σε χίλια κύματα
ρότα με το κομπάσο βγάζω από τα ρήματα

το πλέω θέλει χωρισμό, το ναυστολώ σκαρί
ξελίμπαρα είν’ τα μάτια της λιωμένα στη ρακή
όρτσα θα πει με συλλαβές να καβατζάρεις ρίμα

και ναυαγώ ο ποιητής πνιγμένος μες στο Ποίημα

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Θολό νερό, κατεβασιά, πλατύ ποτάμι άγνωστο.

Στην κείθε άκρη καλαμιές, τα λίγα δένδρα
πεσμένα φύλλα· ντύθηκε ο Άνεμος ανθός
κάθισε στα γυμνά κλαδιά δεν επιστρέφει.
Πηγαίνοντας χάιδεψε τα γκρίζα μαλλιά μου
όπως τη στάχτη και το πατημένο χορτάρι.
Επάνω τους βρίσκει καταφύγιο μια σταξιά χρώμα
που τρέμει: πεταλούδα στο φως, λουλούδι στο χώμα
Φεύγεις; Τέτοιο θολό κι εγώ μονάχος; Πώς;

Στη δώθε άκρη ο Περατάρης με μάτια σίδερο.
Η βάρκα του φωλιά πελαργών παράξενα γνώριμη
σπασμένες γραμμές στη μισολιωμένη ομίχλη
σχοινιά και ξύλα και ώρες παλιές –πού τις βρήκε;–
Ζητά οβολό μια ευχή, λίγο Σεφέρη, τρεις φίλους,
τα φυλαχτά που φύτεψε στη φανέλα η μάνα,
όσα ζεσταίνουν τον κόρφο μου, όσα βοηθούν να διαπλεύσω
τη γραμμή ανάμεσα στη στιγμή και στη μνήμη.

Δεν είμαι άμαθος ούτε δειλός· ανήσυχος θα ’λεγα

Περπάτησα χρόνια, πόνεσα πολύ για να αφήσω
τόσο εύκολα να σαπίσουν οι αγάπες μου στα ποτάμια,
επειδή δάνειες γέφυρες ξεπούλησαν τώρα
το πέρασμα προς τη χώρα

με τα πουλιά, τους ναυαγούς, τους σταυρωμένους.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
των Γιάννη και Κώστα Κορίδη

Με το ραβδί των δεκαέξι χρόνων της
Η Ξένη χτύπησε στο μέτωπο το ποίημα
Οι λέξεις χύθηκαν υδράργυρος
Γέμισαν οι χαραγματιές της μέρας
Με τ’ ασημί υπόλοιπο νιφτήκαμε

Μικρή νεράιδα δείξε μας το πώς
Τα μέσα μάτια ανοίγουν στο κρυφό;

Όπως η Αλίκη συζητά με Ντάμες Κούπες
Ο Μάγος Οζ δίνει στο σκιάχτρο την καρδιά
Υμνεί ο Τσε τον Μπότσαρη στο πάντσο του
Ναυτίλοι με άνεμο «Ποιητικό Ημερολόγιο»
Ιστιοδρομούν σε αβυσσοτόκες θάλασσες

Νεράιδα, δείξε την πιρόγα στο συρτάρι σου
Εκεί, που λίγοι, όπως εγώ, ορμίζουν όνειρα

και οι πολλοί
παίζουν
τις μετοχές τους.

ΤΟ ΚΕΝΟ

Μάτια στεγνά τα μάτια της
δυο φίδια δυο γκρεμοί
«τώρα φύγε»
και πού να πάω ρώτησα
γεμάτος από χάδια και φιλιά σου ακόμα;

Ποιο είναι το σύνορο του εδώ με το εκεί;

Αν είχε χρώμα ο χωρισμός
θα έβλεπα το μέγεθος της μοναξιάς θα ήξερα
πόσο παγούρι μνήμες χρειάζονται να την περάσω

κι αν φώτιζε το άδειο ένα καινούργιο άδειο
θα περπατούσα άφοβα κουβαλώντας το βάρος και των δυο
χωρίς να νοιάζομαι είσαι, δεν είσαι
ούτε αν τέτοιο δάκρυ ανήκει στη βροχή
ή κλαίει το σύννεφο με δάνειο τα δικά μου

κι αφού ζωή σημαίνει πληρωμή
πόσα «φύγε» χρειάζονται να την ξοφλήσω

ώστε

να μ’ αγαπά ό,τι αγαπώ
και ό,τι αγαπώ να το έχω;

Ο Γιάννης Πλαχούρης γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα από πατέρα Ηπειρώτη (Τετράκωμο – Τζουμέρκα) και μάνα Μικρασιάτισσα (Αϊβαλί). Εργάστηκε στη δημοσιογραφία (ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, ραδιόφωνο) σε διάφορες θέσεις. Έχει γράψει και δημοσιεύσει από το 1973 μέχρι σήμερα ποίηση, μυθιστόρημα, παραμύθια, Καραγκιόζη, τις σατιρικές Ιστορίες του κυρίου Λαμόγιου, κριτικές προσεγγίσεις. Με τον Δημοσθένη Κορδοπάτη εξέδωσαν από κοινού το ιδιότυπο περιοδικό Κέντρων. Συνεργάτης, κατά καιρούς, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (ΚΛΠ, Έρευνα, Εξόπολις, Περίπλους, Index κ.ά.) και ιστοσελίδες (Diastixo, fractal, newstimes). Πέρασε και από τον συνδικαλισμό (ΠΟΕΣΥ, ΕΣΠΗΤ, Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών). Συμμετείχε επίσης στις διοικήσεις διαφόρων πολιτιστικών φορέων (Αετοπούλειο, ΔΕΠΑ Χαλανδρίου, Κέντρο Μικρασιατικού Ελληνισμού Δήμου Νέας Ιωνίας).

Keywords
Τυχαία Θέματα