Γιάννης Στίγκας – Νικόλας Ευαντινός: «Κωμωδία»

Ένα αλλιώτικο, εξαιρετικά ενδιαφέρον ποιητικό πόνημα μας χαρίζει η ευφυής σύλληψη και συνεργασία δύο δόκιμων ποιητών. Πρόκειται για τη συλλογή Κωμωδία, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Άγρα. Ο Αθηναίος Γιάννης Στίγκας, γιατρός νευρολόγος, με ξεχωριστό έργο, με έξι προηγούμενες ποιητικές συλλογές απ’ το 2004, και ο Ιεραπετρίτης, νεοελληνιστής, μουσικός Νικόλας Ευαντινός, επίσης αξιόλογος, με πέντε ποιητικά βιβλία απ’ το 2008.

Οι δύο ποιητές επιχειρούν να δημιουργήσουν τη

δική τους ποιητική εικόνα της Κόλασης, του Καθαρτήριου και του Παράδεισου. Με γλώσσα σπαρταριστή, κοφτερή, ευθύβολη και με την υποβλητική παραστατική τους τέχνη ταξιδεύουν οι ίδιοι, μαζί τους κι εμείς, σε έναν κόσμο οδύνης, συγκρούσεων και τιμωριών. Θα μπορούσε να ιδωθεί αυτή η απόπειρά και σαν δοκιμή για την ποιητική σύνταξη ενός ιδιότυπου συνεργατικού μανιφέστου αδιαπραγμάτευτων συλλογισμών γύρω απ’ τις ακραίες εσωτερικές μάχες της ύπαρξης και τις πέραν της τραγωδίας αναταράξεις του οικουμενικού θαύματος. Ποιον σημαδεύουν οι δυο «θυμωμένοι» φίλοι με τα αμείλικτα ποιητικά τους βέλη; Τον κόσμο μας σημαδεύουν, το τέλμα του σημειώνουν, την υποκρισία του στιγματίζουν. Τις αστόχαστες, ολέθριες επιλογές των ηγεμόνων του, τα αδιέξοδα δρομολόγια της ιστορίας, το κωμικοτραγικό της ύπαρξης, την ανθρώπινη χαμέρπεια, τη συνευθύνη όλων για το παγκόσμιο κατάντημά μας.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Βαράνε στο ψαχνό λοιπόν, μα με στόχο άραγε να μας συνετίσουν; Όχι, δεν πρόκειται για οδηγίες γκουρού, νουθεσίες διδασκάλων ή κήρυγμα από του άμβωνος. Τα πυκνά ποιητικά τους επιγράμματα με τη στυφή τους γεύση έρχονται ως αποστάγματα παιδεμένης σκέψης, που παράγεται από δαιδαλώδεις και απεγνωσμένες διαδρομές του βίου δύο προσώπων που αντιστέκονται για να μη χάσουν την αυθεντικότητά τους.

Εξυπακούεται ότι ένα τέτοιο επικίνδυνο εγχείρημα προϋποθέτει συστηματική ψυχική προπαιδεία, επαναληπτικές ασκήσεις αυτογνωσίας και βαθύχρονη επικέντρωση του στοχασμού με σκοπό την κατασκευή της πρότασης ενός εντελώς προσωπικού σύμπαντος κοσμοθεώρησης, με τη συνηγορία ή την υιοθέτηση αναγνωρίσιμων αλλά και δηλωμένων μέσα στο ποιητικό σώμα αφομοιωμένων επιδράσεων από φιλόσοφους και σοφούς ποιητές όλων των εποχών.

Η εγκόλπωση προϊόντων ώριμης σκέψης με τη μορφή αναφορών, δανείων ή μετάπλασης ρήσεων διαχρονικής σημασίας, εγκατεσπαρμένων σε ποιητικά κείμενα, πεζά ή δοκιμιακές πρόζες, ούτε άγνωστη μας είναι, ούτε αθέμιτη, ούτε άμοιρη πυροδότησης γόνιμου παραγωγικού στοχασμού από νεότερους δημιουργούς. Η τεχνική του ρητού, δηλαδή της έμπνευσης, της δόμησης και της πειστικότητας του αποτελέσματός του, προϋποθέτει ιδιαίτερη κλίση προς το είδος, παρατηρητικότητα, οξυδέρκεια και το δυνατόν πρωτοτυπία. Οι κατασκευασμένες αυτές ποιητικές ρήσεις –που μπορούν να αποσπαστούν εύκολα από το σώμα του ποιήματος– έχουν αυτοτέλεια, αποθηκεύονται ως θαυμαστικές εντυπώσεις στη μνήμη και λειτουργούν δυνάμει αυθύπαρκτες ως αποφθέγματα, αποκτούν δε κάποτε ευρύτατη, ακόμη και συνθηματική χρήση.

Επ’ αυτού, παραδειγματικά, απ’ τη μια κάποιοι αξιοπρόσεκτοι στίχοι του Ευαντινού: «Σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις γίνομαι αίγαγρος». «Επιτέλους, πόση μεταφυσική χωρά σε μια σφραγίδα;». «Μυρμήγκια: Ίσως ο σημαντικότερος λαός της γης». «Ψυχή: Άσπιλη διαδήλωση διαμαρτυρίας που φτάνει αποδεκατισμένη ως το στόμα». «Πίσω από κάθε τελειότητα υπάρχει πάντα ένα καθίκι».

{jb_quote} Με γλώσσα σπαρταριστή, κοφτερή, ευθύβολη και με την υποβλητική παραστατική τους τέχνη ταξιδεύουν οι ίδιοι, μαζί τους κι εμείς, σε έναν κόσμο οδύνης, συγκρούσεων και τιμωριών. {/jb_quote}

Κι απ’ την άλλη, παρόμοιας βαρύτητας κι εκείνοι, οι αξιομνημόνευτοι, του πιο φανατικού θιασώτη του είδους, του Στίγκα: «Την ερημιά δεν τηνε νοιάζει πώς σε λένε». «Ο ίσκιος είναι το αόρατο κομμάτι της ψυχής». «Αλκοόλ: Η μοναδική θρησκεία με άμεσα αποτελέσματα». «Θρανίο: Το πιο εξημερωμένο τετράποδο». Τέλος, «Οι ποιητές δεν κρυώνουν, ξεπαγιάζουν», βάζει να πει το στόμα του Νίκου Καρούζου.

Ο Στίγκας ρίχνει ένα ποτήρι νερό στη συσκευή ραδιοφώνου για να την οδηγήσει στην πλήρη αποσύνθεσή της, ώστε να επιστρέψει στη φυσική της πηγή, να ξαναγίνει «ένα ταπεινό κλουβάκι για παράσιτα-έντομα». Σαν το γνωστό ποίημα του Πρεβέρ που διδάσκεται στα Λύκεια της επικράτειας, όπου ένα θρανίο επιστρέφει διά του «ποιητικού ξεχαρβαλώματος» από τη μαθητική τάξη στην αυθεντική του μήτρα του δάσους.

Όταν η ορμητική ροή του ποιητικού του ποταμού εκβάλλει σε κυνικές ερημιές, στην κοίτη του ταξιδεύει η πιο λαβωμένη ευαισθησία. Όπως στο ποίημα «Αχινός»:

κακώς τον υποτιμάς
Επειδή ανοίγει εύκολα
μ’ ένα μαχαίρι.
Κι εσύ μ’ ένα μαχαίρι ανοίγεις εύκολα.

Κάτω απ’ την άθραυστη κρούστα της ανατριχιαστικής ωμότητας, τη φαινομενική αυθαιρεσία μιας παρεξηγήσιμης εγωπάθειας, φωλιάζει η αγιάτρευτη λαβωματιά μιας συμπυκνωμένης τρυφερότητας.

ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Ένας πραγματικά σοβαρός λόγος
για να κόβεις
τις πολλές καλημέρες.

Και:

ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ

Αναρριχητικό φυτό.

Όποιος μπλεχτεί σ’ αυτό
αρχίζει και μισεί τα τριαντάφυλλα.

Θες δε θες στήνεις ώτα στην πασιφιστική του σάλπιγγα. Προτείνει, σαν φυσική ανάγκη, θαρρείς, το σβήσιμο του αιμοβόρου σοβινισμού με έναν εκούσιο –από πλευράς των εθνών– ανακουφιστικό, ήπιο θάνατο. Γίνεται απ’ την ανάποδη σημαιοφόρος –«σημαιοφάγος» δηλαδή– του οριστικού επίλογου του εθνοκεντρικού ναρκισσισμού κάνοντας έκκληση –σαν άλλος Σαχτούρης– «σ’ έθνη ζωόφιλα και μη –που θέλουν να τελειώνουν τρυφερά– να στείλουν στο φεγγάρι τις σημαίες τους».

Ο σαρκασμός στήνει χορό παντού, κάποτε απογειώνεται, όπως π.χ. στο ποίημα του Στίγκα «Γκιλοτίνα», αφού με την καθιέρωσή της «πλέον ουδείς δύναται να απειλήσει τη δημοκρατία».

Το ίδιο ισχύει και για τα ποιήματα του Ευαντινού. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ότι στο ποίημά του «Ευτυχία» συναντάμε έναν ποιητικό της ορισμό – που περιγελά βέβαια το νόημά της:

Μυθικό κυριακάτικο τέρας
που σου γλείφει το πρόσωπο
με τη μορφή του παιδιού σου και ξυπνάς.

Στην ποίηση και των δύο αλλά περισσότερο του Ευαντινού κυριαρχεί περίτρανα και ο αυτοσαρκασμός:

Όταν γελάμε, ακουγόμαστε
σαν αρμαθιά κλειδιά
για πόρτες που χορτάριασαν
και σωριάστηκαν
και ξεχάστηκαν.

Πού είναι ο Θεός; Ο Πλάστης; Ο Παντοδύναμος; Ατομική και καθολική απορία, ή μήπως η απόλυτη αμφισβήτηση της ύπαρξής του συνοψίζεται στο εκκωφαντικό ερώτημα στο φινάλε του τρίτου και τελευταίου μέρους της δίδυμης ποιητικής σύνθεσης «Ο Παράδεισος»: «Πού είναι τελικά τα ουράνια;».

Η κάθοδος στη δαντική Κόλαση είναι μια βασανιστική καταβύθιση σε εννιά κατηφορικούς κύκλους που όλο και στενεύουν, όπου ξενοδοχούνται ποικιλίες των «αμαρτωλών» καταλήγοντας στον γίγαντα Εωσφόρο, στο κέντρο της γης. Ποιες φυλές και ποιες μοναξιές, ποιες χαμέρπειες και ποιες Ερινύες, ποιες φαυλότητες και ποια εγκλήματα φιλοξενούνται στο πολυσύνθετο συνεργατικό ποιητικό σώμα Κωμωδία, που τολμά και δανείζεται τον μισό τίτλο απ’ το θεόπνευστο έργο του Δάντη; (Δεν είναι «Θεία» η Κωμωδία εδώ μα «Ανθρώπινη».) Το ανακαλύπτεις κατά την περιδιάβασή σου απ’ την αρχή ως το τέλος της συλλογής με τη μέθοδο της πολλαπλής αδιάλειπτης ή παράλληλης –με τα ποιήματα του καθενός μελετημένα χωριστά– ανάγνωσής της. Αρκεί να το κάνεις κατά τον τρόπο που συστήνει ο αγαπημένος του Στίγκα, ο Μπόρχες, για την ανάγνωση της Θείας Κωμωδίας: «με την πίστη ενός παιδιού, να εγκαταλείψουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό».

Μ’ αυτές τις αρετές, εργαστηριακό πελέκημα της πρωτογενούς σύλληψης, φανατική διατριβή στην οικονομία της γλώσσας, εσκεμμένη πύκνωση των σημασιών, συστηματική αφαιρετική διεργασία των ποιητικών ασκήσεων, «αλληλουχία των κρυφών νοημάτων» που θα ’λεγε ο Ελύτης, η ποίηση των δύο δημιουργών έχει σημαίνοντα λόγο ύπαρξης.

Χαλάλι λοιπόν η κυοφορία τέτοιας ιδιαίτερης αξίας ποιημάτων, ο ζορισμένος ύπνος κι ο εναγώνιος ξύπνος των δημιουργών τους. Για την περαιτέρω διεύρυνση των ορίων του αυτοπροσδιορισμού της ύπαρξης και του προορισμού της ομάδας. Και για την εξακρίβωση της γνήσιας ταυτότητας της ποίησης και των παραλλαγών της.

Κωμωδία
Γιάννης Στίγκας – Νικόλας Ευαντινός
Άγρα
σ. 144
ISBN: 978-960-505-492-2
Τιμή: 14,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα