«Η γέφυρα» της Ελένης Λαδιά

04:16 6/7/2024 - Πηγή: Diastixo

Σε ένα από τα βιβλία μιας συγγραφέως υπάρχει η εξής παρατήρηση: «Η αγάπη σου για τον Νίτσε έχει γίνει εμμονική, Ευδοξία. Τότε χτίστηκε μία σταθερή, πανέμορφης αρχιτεκτονικής γέφυρα, που χώριζε την πραγματικότητα σε δύο κόσμους. Στον επάνω κόσμο εσύ και η συγκατοίκηση με τον Φρειδερίκο. Όμως κάτω από την γέφυρα κινείται και αναπνέει άλλος κόσμος».[1]

Οι συγγραφείς γράφουν συνήθως για τον κόσμο πάνω από την γέφυρα, ενώ κάτω από αυτήν βρίσκονται τα πιο σκοτεινά αλλά και τα πιο αυθεντικά σημάδια του βίου τους. Η πραγματική τους ζωή με τα δικά της συμβάντα.

Ας αναλογιστούμε: πως

ήταν ο σκοτεινός κόσμος του Ντοστογιέφσκι κάτω από την γέφυρα, όταν πάνω από αυτήν έγραφε το Έγκλημα και Τιμωρία; Για το πάνω τμήμα της πραγματικότητας ξέρουμε πως μαζί με την συγγραφή του μυθιστορήματος, υπήρχε η καθημερινότητά του, η οικία στην Πετρούπολη κι η ζωή με την γυναίκα του και τα παιδιά του. Αλλά κάτω από την γέφυρα; Πόσο δύνανται να αναδυθούν γεγονότα ή τμήματα ζωής στην επιφάνεια; Ας πούμε συμβατικώς πως η λέξη επιφάνεια εννοεί το πάνω από την γέφυρα και η λέξη βυθός το κάτω. Γέφυρα διαχωριστική και ενωτική συνάμα. Χωρίζει και ενώνει!

Τι θα γινόταν όμως αν ένας συγγραφεύς γράφοντας ένα διήγημα πάνω από την γέφυρα, παραλλήλως ή ταυτοχρόνως περιέγραφε και τον εσωτερικό του κόσμο κάτω από αυτήν; Εδώ δεν είναι βεβαίως η περίπτωση του προαναφερθέντος βιβλίου, γιατί η συγγραφεύς αναφέρει τα σχετικά για την συγκατοίκησή της με τον φιλόσοφο παραλείποντας σοβαρά θέματα της πραγματικότητας, όπως τον σεισμό και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Υπάρχει ένα μπέρδεμα γύρω από αυτό. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: αυτή την στιγμή γράφω ένα διήγημα· η πραγματικότητά μου κάτω από την γέφυρα είναι δυσάρεστη, κάνει ζέστη κι αυτό μού ανεβάζει την πίεση. Αισθάνομαι μοναξιά καλοκαιρινή, που είναι ένα ιδιαίτερο είδος μοναξιάς. Η πόλη αδειάζει, τα σπίτια αδειάζουν, οι άνθρωποι φεύγουν κι εσύ μαζί με τους μεταφυσικούς φόβους έχεις και πραγματικούς για την εισβολή ενός κακοποιού ή κλέφτη που θα επωφεληθεί, αν γνωρίσει την μοναξιά σου. Επιπλέον, είσαι ηλικιωμένος, δεν μπορείς να παλέψεις, είσαι τόσο αδύναμος πλέον, δεν μπορείς να ουρλιάξεις όπως παλιά. Συγχρόνως έχεις την αγωνία πώς θα γραφτεί το διήγημα πάνω από την γέφυρα. Γιατί η τέχνη ανήκει στον ορατό κόσμο, ενώ η προεργασία της στα φαντάσματα. Κι εδώ είναι το μπλέξιμο (ή πλέξιμο, έχουν κάποια αντιστοιχία), γιατί στην σκοτεινή διεργασία δεν ξέρεις τι θα αποφασίσουν τα φαντάσματα, που λειτουργούν με διαφορετικούς νόμους. Τι, άραγε; Ένα διήγημα σαν απεικόνιση του κόσμου σου; ή ένα ανεξάρτητο διήγημα; ή ένα διήγημα μεικτό, όπερ και το συνηθέστερον; Ας κάνουμε μία δοκιμή.

Ο συγγραφεύς Ευστάθιος γράφει ένα διήγημα για ένα ταξίδι με πλοίο. Κάτω από την γέφυρα ο κόσμος του είναι βυθισμένος στην κατάθλιψη. Τόσο πολύ, ώστε μετά βίας σηκώνεται από την κλίνη του, για να φτάσει στο γραφείο του (δέκα βήματα, πόσο τρομερή απόσταση δρόμου!). Πρώτο σύμπτωμα της νόσου, η κλινοφιλία.

«Το πλοίο τρέχει πάνω στα νερά, ανάλαφρο σαν φτερό. Όλα είναι θαυμάσια, τα θαλάσσια ύδατα, ο λευκός ανοικτός ορίζοντας και οι χαρές των ταξιδιωτών. Όμως ο Αναστάσιος είναι ακόμα λυπημένος. Δεν έχει καμία χαρά που πηγαίνει διακοπές, αλλά έγινε πλέον αυτό σαν ετήσιο τάμα. Πάντα στο ίδιο νησί, στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο τοπίο και στα ίδια θαλασσινά νερά. Ξέρει εκ των προτέρων τι θα αντικρίσει: την μικρή εκκλησία που βρίσκεται δίπλα στο ίδιο πάντα ξενοδοχείο, όπου τον περιμένει το ίδιο πάντα δωμάτιο, λες και το είχε αγοράσει, φωτισμένο από την λάμπα με τις παραμυθένιες παραστάσεις. Πόσο καλό τού πρόσφερε αυτή η λάμπα, όταν ήταν μόνος στο δωμάτιο, ενώ η παλιά του αγαπημένη, νεκρή τώρα, θαμμένη στο ίδιο νησί που αυτός επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι. Όταν άναψε την λάμπα, θυμήθηκε τα λόγια της που ενσωματώνονταν στους στίχους του Όσκαρ Μιλόζ, που του απήγγειλε, όταν κι οι δυο τους ήταν ξαπλωμένοι την εσπέρα...

»Τη λάμπα μην ξυπνάς, γιατί είναι φίλη μας αυτή η εσπέρα,
δεν έρχεται ποτέ χωρίς να φέρει κάτι απ’ τον παλιό καλό καιρό.
Αν θα την έδιωχνες από την κάμαρά μας, η βροχή με τον αγέρα
θα κοροϊδεύανε το γκρίζο της μανδύα το θλιβερό.[2]

»Αγαπούσε με θέρμη τους στίχους του Μιλόζ η καλή του. Όταν έπαιρναν το μικρό πλεούμενο, που τους μετέφερε σε άλλο τμήμα του νησιού, δεν μιλούσαν. Μόνον κοιτάζονταν τόσο έντονα, λες και ξαφνικά ένα κακό, μαύρο σύννεφο θα έπαιρνε τον έναν από τους δύο. Έφταναν με το αυτοκίνητό του στο Λιβάδι, έτσι ονομαζόταν ο τόπος, που με τα χρόνια έγινε σύμβολο μνήμης, γιατί εκεί ήταν το εντόπιο νεκροταφείο, όπου βρίσκονταν θαμμένοι οι γονείς της αγαπημένης του. Και την έβλεπε με πόσο ζήλο περιποιόταν τα μνήματα, τα καθάριζε, άναβε το καντηλάκι και το κατάβρεχε με το νερό της μικρής βρύσης. Κάποτε συνέπεσε ο καθαρισμός των μνημάτων να γίνει σούρουπο, ένα μελαγχολικό χωμένο στα παραμύθια σούρουπο, που άπλωνε την άχνα του σε όλο το κοιμητήριο. Κι η αγαπημένη του απήγγειλε ξανά στίχους του Μιλόζ, κοιτάζοντάς τον με απέραντη αγάπη και τρυφερότητα:

»Και μη διηγάσαι τίποτε του αγέρα του παλιού κοιμητηριού,
Μπορεί να με προστάξει να τον ακολουθήσω.
Η κόμη σου μυρίζει όλα τ’ αρώματα του φεγγαριού, της γης
και του καλοκαιριού.
Πρέπει να ζήσω, να ζήσω, μοναχά να ζήσω...[3]

»Δυστυχώς εκείνη δεν έζησε, ενώ αυτός επέζησε από την χθεσινοβραδινή απόπειρα αυτοκτονίας... αυτή η απόπειρα ίσως να ήταν η τέταρτη ή η πέμπτη της ζωής του, πάντα το ίδιο αποτυχημένη. Εκείνο που συνοδεύει τις κρίσεις της βαριάς κατάθλιψης είναι η σκέψη της αυτοκτονίας, όχι η ίδια η κατάθλιψη. Με αυτήν μάχεται ο ασθενής. Έτσι κι αυτός προχθές, ημέρα Σάββατο (Σάββατο καλοκαιρινό, διπλό τσίμπημα οχιάς), πάλευε με την σκέψη της αυτοκτονίας, γιατί ίσως (ή βεβαίως) ήθελε να ζήσει. Την επιθυμία του για ζωή την βεβαίωσε κι η κρύα μπίρα που ήπιε. Ανθρώπινο, ακατάληπτο ον, τι καταγέλαστο είσαι! Μία κρύα μπίρα σού τινάζει όλα τα μεταφυσικά σχέδια!»

Ο συγγραφεύς Ευστάθιος (το όνομα παραμένει το ίδιο λόγω της ετυμολογίας του) διέγραψε αυτή την σελίδα, πέταξε τις λέξεις σαν σκουπίδια και ξαναπήγε στην κλίνη του, στην κλινοφιλία. Τι σημασία είχε μια απεικόνιση του δικού του αρρωστημένου και πονεμένου κόσμου; Αρχίζει ένα άλλο διήγημα, πάλι για ένα ταξίδι με πλοίο, μολονότι πνιγμένος στην Άρπυια κατάθλιψή του, προσπαθεί να διαχωρίσει την κατάστασή του από την πλοκή του γραπτού.

«Το πλοίο, ευκίνητο σαν ψάρι, έσχιζε τα καταγάλανα νερά. Κάθε καλοκαίρι, ο Αναστάσιος (το όνομα παραμένει, διότι οι ήρωες πάντοτε ανασταίνονται) πήγαινε στο νησί της αγαπημένης του για διακοπές. Αυτή την φορά όμως την είχε μαζί του, ταξίδευαν μαζί, ο ήλιος χάιδευε τα στιλπνά της μαλλιά κι αυτός τα ωραία χέρια της. Ομόρφαινε περισσότερο το καλοκαίρι, μαύριζε από τον ήλιο και την αλμύρα αποκτώντας μία σαγήνη εξωτική, “κορίτσι του καλοκαιριού” την αποκαλούσε μια γνωστή τους κυρία, η Σιόρα Κ... που ήταν αρχόντισσα στο Λιβάδι. Τους είχε καλέσει ένα καλοκαίρι να δουν το παλαιό της αρχοντικό με τα σπουδαία κειμήλια και τα τιμαλφή άλλων εποχών. Η επίπλωση ήταν του περασμένου αιώνα και τα είδη της κουζίνας τόσο παλιά και παράξενα, ώστε την χρήση τους εξηγούσε η οικοδέσποινα.

»“Θυμάσαι την Σιόρα Κ.” του είπε κάποια στιγμή η αγαπημένη του, λες και διάβαζε την ανάμνησή του. “Θυμάσαι τι σου είπε στο σπίτι της, μπροστά μου, όταν καθόμασταν στο αυλόσκαλο που έγλειφε η θάλασσα;” Προσπάθησε να το θυμηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε. “Τι μου είπε, λοιπόν;” Η κοπέλα κοκκίνισε, ντράπηκε, γιατί τα καλά λόγια της αρχόντισσας αυτήν εννοούσαν. “Να, σου είπε πως ο Θεός σού έστειλε έναν άγγελο. Αν δεν τον προσέξεις και δεν τον τιμήσεις, θα τιμωρηθείς για την αχαριστία σου.” Έβαλαν κι οι δυο τα γέλια. Το πλοίο πλησίαζε στο λιμάνι του νησιού, εκείνος κατέβηκε στο αμπάρι μαζί με τους άλλους οδηγούς, για να πάρει το αυτοκίνητό του, κι αυτή τον περίμενε στην αποβάθρα. “Θα σε πάω πρώτα σπίτι σου και μετά θα τακτοποιηθώ κι εγώ στο ξενοδοχείο.” Αυτή ήταν μία δύσκολη στιγμή και για τους δύο. Τόσα χρόνια και σε όλη την διάρκεια των διακοπών δεν έμεναν κάτω από την ίδια στέγη. “Δεν θέλω να το δουν τα μάτια του κόσμου...” Τα μάτια του κόσμου συλλογιζόταν εκείνος, ποια μάτια του κόσμου και πόσα μάτια έχει αυτός ο κόσμος! Τον εκνεύριζε η σεμνοτυφία της, γιατί όταν νύχτωνε έσμιγαν ερωτικώς στην οικία της ή στο ξενοδοχείο, και τότε ξεχυνόταν όλος της ο πόθος, άγριος και αμαζονικός. Καμιά φορά, της έλεγε περιπαικτικά: Τώρα έκλεισαν τα μάτια του κόσμου;

»Τα περισσότερα βράδια πήγαιναν για φαγητό στον Καραβόμυλο, που στεκόταν είκοσι περίπου μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, περικυκλωμένος από δένδρα και γεωλογικές παραξενιές, όπως λίμνες και σπήλαια, ο Καραβόμυλος που έρρεε το γλυκό του νερό στην αλμυρή θάλασσα. Ύστερα...»

Ύστερα, τι ύστερα, έσβησε θυμωμένος την σελίδα ο Ευστάθιος, τι γράφω ο ανόητος... τι πειραματισμοί για μελιστάλακτα επεισόδια! Έδιωξε κακήν κακώς και τον ήρωά του τον Αναστάσιο, που δεν κατάλαβε την απότομη αλλαγή στην διάθεση του συγγραφέως του.

Τι απέμεινε από όλα αυτά; Ούτε μία στρωτή και ολοκληρωμένη ιστορία. Ίσως να ήταν καλύτερο το τρίτο είδος, το μεικτό, που θα ανακάτευε τα συμβάντα πάνω και κάτω από την γέφυρα. Αυτή η ελευθερία ταίριαζε στο διήγημα και γενικώς στην τέχνη, που ελίσσεται, υπονοεί, καλύπτει, ανακαλύπτει, γεφυρώνει και χωρίζει. Μόνον αυτή κι ας λέει ο καθένας τις θεωρίες του. Και ο συγγραφεύς Ευστάθιος τι κατάφερε; Πήρε κατά λέξη την παρομοίωση από κάποιο γραπτό, την Γέφυρα δηλαδή, που αναφερόταν στο συγκεκριμένο πεζογράφημα, προσπαθώντας να βάλει την τέχνη σε καλούπια και μετρώντας την με υποδεκάμετρα! Ίσως όμως και γέφυρα να μην υπήρχε, και στην μεγάλη ενότητα όλα να ήταν μεικτά και συμφιλιωμένα! Τι μανία με τον συγγραφέα Ευστάθιο! Έτσι και στην νεότητά του προσπάθησε να γράψει μία ιστορία πάνω στην θεωρία του γεωμετρικού τόπου, αποδεικνύοντας το προφανές: Η Τέχνη δεν μπαίνει σε καλούπια.

Το πλοίο τώρα αρμένιζε χωρίς το βάρος καμιάς ιστορίας...

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ελένη Λαδιά, Επί της περιφερείας του κύκλου, εκδ. Gema, 2021.
[2] O.V. de L. Milosz, μτφρ. Μήτσος Παπανικολάου, εκδ. Πρόσπερος, 1992.
[3] Αυτόθι.

Keywords
κυπρος, καλοκαιρι, υποψηφιοτητες οσκαρ 2013, συγκεκριμένο, βιβλια, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, Καλή Χρονιά, η ημέρα της γης, αλλαγη ωρας 2012, η ζωη ειναι ωραια, η ζωη, ξανα, ελενη, ντοστογιεφσκι, αυτοκινητο, αχαριστια, βυθος, γυναικα, θαλασσα, καταθλιψη, νησι, νιτσε, πιεση, αγαπη, αγωνια, αλμυρα, αρωματα, αχνα, βραδια, βρισκεται, βροχη, φαγητο, γεγονοτα, γεφυρα, γινει, γονεις, διηγημα, διπλο, εγινε, ειπε, υπαρχει, εκκλησια, ελευθερια, επιθυμια, ερχεται, τεχνη, ζεστη, ζωη, ζωης, ιδια, ιδιο, ειδος, εικοσι, ηλιος, ηρωες, θεος, θεωριες, θεωρια, κυρια, λογια, μαυρο, μαλλια, ματια, μικρο, μνηματα, μοναξια, μπορεις, νερο, ξενοδοχειο, παντα, ο ηλιος, οικια, ονομα, οπως παλια, παραμυθια, παιδια, πεμπτη, πετρουπολη, πηγαινε, πλεξιμο, πλοιο, ποθος, σαββατο, συγκεκριμένο, σημαδια, σπηλαια, σπιτι, σπιτια, τμημα, φαντασματα, φορα, χαρα, ανηκει, βηματα, δωματιο, ειδη, γελια, γλυκο, ιδιαιτερο, εισβολη, καμαρα, κοπελα, λεξεις, μπροστα, νεκροταφειο, ψαρι, ταξιδι, θαλασσινα, θελω να, θεματα, βεβαιως, χερια
Τυχαία Θέματα