Κωνσταντία Σωτηρίου: «Brandy Sour»

«Sour» στα αγγλικά σημαίνει «ξινό». Το νέο μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου με τίτλο Brandy Sour, ωστόσο, δεν είναι ούτε ξινό ούτε στυφό αλλά γλυκόπικρο, όπως η ιστορία της Κύπρου. Είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αποτελείται από είκοσι δύο ιστορίες με είκοσι δύο διαφορετικούς αφηγητές και είκοσι δύο συνταγές ποτών, αφεψημάτων και άλλων υγρών (τσάι λεβάντα, κουμανταρία, αφρόζα, τσάι γιασεμί, ζιβανία, αϊράνι, τσάι

τριαντάφυλλο, σουμάδα, λικέρ κιτρομηλάκι, δυόσμος κ.ά.). Στον τίτλο δεσπόζει το πιο χαρακτηριστικό ποτό, το Brandy Sour, το γνωστό κυπριακό κοκτέιλ που παρασκευάζεται με κονιάκ, αγκοστούρα και μπόλικο λεμόνι. Ένα ποτό που οφείλεται στον βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ και το οποίο ετοίμασε για χάρη του τη δεκαετία του 1940 ο μπάρμαν του κοσμοπολίτικου ξενοδοχείου Φόρεστ Παρκ στις Πλάτρες, όταν ο βασιλιάς τού ζήτησε να του φτιάξει κάτι να πιει «που να μη δείχνει πως έχει αλκοόλ […] αντάξιο βασιλιάδων που θέλουν να ξεγελάσουν τον κόσμο» (σ. 15, 17).

Το θέμα του βιβλίου, βέβαια, δεν έχει ακριβώς σχέση με το μπράντι σάουαρ, που χρησιμοποιείται συμβολικά στον τίτλο, ούτε με τον Φαρούκ και το Φόρεστ Παρκ, αλλά με ένα άλλο θρυλικό ξενοδοχείο, το περίφημο Λήδρα Πάλας (το «Μεγάλο ξενοδοχείο» στο βιβλίο), που βρίσκεται στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία, κοντά στην Πράσινη Γραμμή, και το οποίο αποτέλεσε στην εποχή του λαμπρό δείγμα της μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής. Το περίφημο αυτό ξενοδοχείο χρηματοδοτήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από τον επιχειρηματία Δημήτριο Ζερπίνη από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και εγκαινιάστηκε στις 8 Οκτωβρίου 1949. Διέθετε 93 δωμάτια, 150 κλίνες, αίθουσες για δεξιώσεις, χώρους για διάβασμα, μπαρ, αίθουσα χορού, κ.ά., και, όπως φαίνεται και στο βιβλίο, φιλοξένησε σπουδαίες προσωπικότητες και διάσημους αστέρες του κινηματογράφου και της μουσικής, σπουδαίες εκθέσεις και πολλές μεγάλες εκδηλώσεις. Ήταν ακόμα διάσημο και για τον μπάρμαν του, που σέρβιρε Brandy Sour.

Το Λήδρα Πάλας είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, η ψυχή του. Ενώνει τα νήματα ανάμεσα στις μικροϊστορίες των είκοσι δύο αφηγητών του, αφού όλοι συνδέονται με κάποιον τρόπο και σε κάποιον χρόνο με είκοσι δύο «δωμάτια» του ξενοδοχείου. Καθεμιά από τις είκοσι δύο αφηγήσεις (του βασιλιά, ενός Εβραίου, μιας καμαριέρας, μιας δεσποινίδος, ενός αντάρτη, του ποιητή και του Αρχιεπισκόπου, ενός Τούρκου, ενός ζωγράφου, ενός θυρωρού, ενός κομπάρσου, ενός φωτογράφου, του μετρ, μιας μητέρας, μιας αρραβωνιαστικιάς, του δημάρχου, μιας καθαρίστριας, μιας κόρης, ενός χτίστη, των Οηέδων και ενός γρύπα) ξεδιπλώνει παράλληλα και ένα μέρος από την πικρή ιστορία της Κύπρου, αφού, όπως υποδεικνύει και η συγγραφέας στην προμετωπίδα του βιβλίου, «το τραύμα έχει πάντα μια πατρίδα, ένα χωριό, μια χώρα, ένα σπίτι» (Λίμπυ Τατά Αρσέλ, Με τον διωγμό στην ψυχή, Κέδρος, 2014).

{jb_quote}Η ευρηματική της αφήγηση, δοσμένη με τον μοναδικό λογοτεχνικό της τρόπο του «κολάζ μικροϊστοριών», προκαλεί με αθόρυβο κι ανάλαφρο τρόπο στην ψυχή του αναγνώστη βαθιά λύπη.{/jb_quote}

Στις λαμπρές του μέρες το Λήδρα Πάλας αποτέλεσε σύμβολο του λάιφ στάιλ της εποχής φιλοξενώντας πολλούς ξένους, διπλωμάτες, πριγκίπισσες, κυβερνήτες, ζωγράφους, ποιητές, μουσικούς, ηθοποιούς κτλ. Υπήρξε μάρτυρας της εξέγερσης των Κυπρίων στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-59 κατά της βρετανικής κυριαρχίας, στη συνέχεια πέρασε στα χέρια της Αρχιεπισκοπής, «βίωσε» οδυνηρά την τουρκική εισβολή το ’74, φιλοξένησε τις συνομιλίες για το Κυπριακό ανάμεσα στον Κληρίδη και τον Ντενκτάς και έπειτα στέγασε την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Σήμερα αποτελεί οδόφραγμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, έχοντας σχεδόν καταρρεύσει, ένα τραγικό σύμβολο της διαιρεμένης Λευκωσίας και του μοιρασμένου στα δύο νησιού.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ίδια πικρή ιστορία της Κύπρου, από τον Αγώνα του 1955-59 κατά των Άγγλων ως τα τραγικά γεγονότα της εισβολής του ’74, έχουν ήδη μεταπλαστεί –και συνεχώς μεταπλάθονται– σε σπουδαία λογοτεχνία από σημαντικούς συγγραφείς του κυπριακού και του ευρύτερου ελλαδικού χώρου. Άλλωστε και η ίδια η συγγραφέας του Brandy Sour ασχολήθηκε με τη δραματική ιστορία του τόπου και στα προηγούμενα βιβλία της, στο βραβευμένο μυθιστόρημά της Η Αϊσέ πάει διακοπές (Εκδ. Πατάκη, 2015), έπειτα στο μυθιστόρημα Φωνές από χώμα (Εκδ. Πατάκη, 2017) και στο επίσης βραβευμένο διήγημα/νουβέλα Πικρία χώρα (Εκδ. Πατάκη, 2019). Η διαφορά από λογοτέχνη σε λογοτέχνη και από βιβλίο σε βιβλίο είναι ο τρόπος με τον οποίο το βίωμα μετατρέπεται σε λογοτεχνική αφήγηση. Τόσο η τριλογία που προηγήθηκε όσο και αυτό το βιβλίο της Σωτηρίου έχουν την πρωτοτυπία να υφαίνουν την ιστορική μνήμη μέσα από μεμονωμένες αφηγήσεις γνωστών και άγνωστων προσώπων και να αισθητοποιούν με ποικίλες μυρωδιές και γεύσεις πικρούς συνειρμούς και γλυκόπικρα συναισθήματα. Η ευρηματική της αφήγηση, δοσμένη με τον μοναδικό λογοτεχνικό της τρόπο του «κολάζ μικροϊστοριών», προκαλεί με αθόρυβο κι ανάλαφρο τρόπο στην ψυχή του αναγνώστη βαθιά λύπη όχι πια για την παρακμή του «Μεγάλου ξενοδοχείου», αυτού του πικρού συμβόλου μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, αλλά για το ενδεχόμενο της κατάρρευσης και των ελπίδων ενός λαού, που ακόμα αναζητά «αγίασμα» για να επουλώσει τις πληγές του.

Πώς, όμως, πετυχαίνει η συγγραφέας να κρατήσει το νήμα της αφήγησης συνδέοντας ένα ξενοδοχείο με τα ποτά και την ιστορία του τόπου; Πέρα από την άμεση ή έμμεση σχέση των σύντομων ιστοριών με το ξενοδοχείο, όλες καταλήγουν σε μια συνταγή που συμπυκνώνει την ουσία της αφήγησης που προηγήθηκε και η οποία συνθέτει τον μύθο με την ιστορία. Μέσα από χαρακτηριστικές κυπριακές γεύσεις, που ανακαλούν στην πλειονότητά τους την αυθεντική κουλτούρα της Κύπρου, ξινές (Brandy Sour, αϊράνι, λεμονάδα), γλυκές (κουμανταρία, σουμάδα, λικέρ κιτρομηλάκι), μυρωδάτες (τσάι γιασεμί, τριαντάφυλλο, ζαμπούκος, ροδόσταγμα, δυόσμος), δύσοσμες (κατούρημα), κοινές (μπίρα, καφές, νερό), αλμυρές (δάκρυα) κ.ά., η συγγραφέας τοποθετεί 22 φορές το δάχτυλο στον τύπο των ήλων, προβάλλοντας έτσι με τον δικό της καινοτόμο τρόπο το ανεπούλωτο τραύμα:

Ζιβανία

Σε μικρό ποτηράκι.
Παγωμένη.
Μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις για εντριβές ή
για να κρατήσεις μέσα της μια μεγάλη καρδιά
προδομένη. (σ. 47)

Και αλλού:

Δυόσμος

Φρέσκος με μπόλικη ζάχαρη και ζεστό νερό
ανακουφίζει τα έντερα.
Ξερός τριμμένος κάνει αφράτα
τα κεφτεδάκια.
Φρέσκος, κομμένος το πρωί από το παρτέρι και
σπασμένος στα δάχτυλα σε γιομίζει κουράγιο.
Σε κάνει να μυρίζεις όμορφα και να βρεις
κουράγιο να ενώσεις την πόλη σου. (σ. 99)

Στο νέο της μυθιστόρημα η Κωνσταντία Σωτηρίου, με φρέσκο και δροσερό ύφος σαν τα ποτά της, πλέκει και πάλι τον καμβά της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, αφήνοντας στον αναγνώστη στο τέλος του βιβλίου ένα πικρό συναίσθημα, το οποίο κανένα αφέψημα, βότανο ή «ιερό νερό» δεν μπορεί να γλυκάνει, εκτός, ίσως, από την καλή λογοτεχνία με τα μοναδικά της φάρμακα.

Brandy Sour
Μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια
Κωνσταντία Σωτηρίου
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 144
ISBN: 978-618-07-0217-0
Τιμή: 9,90€

Keywords
Τυχαία Θέματα
Κωνσταντία Σωτηρίου, Brandy Sour,konstantia sotiriou, Brandy Sour