Κωνσταντίνα Μόσχου: «Μέρσι»

Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της Κωνσταντίνας Μόσχου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell, δεν δίνει στοιχεία για το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η λέξη: Μέρσι. Θα πρέπει να διαβάσει κανείς τις πρώτες σελίδες για να καταλάβει ότι πρόκειται για πρόσωπο. Συγκεκριμένα, για το χαϊδευτικό της Μερσέδες Αλόνσο, ενός διαβόλου, όπως τη χαρακτηρίζει ο σύζυγός της, που ζητάει τη βοήθεια του Στάθη Παντελιά για να διαπιστώσει εάν είναι ψεύτικη ή όχι η απαγωγή

της.

Η Κωνσταντίνα Μόσχου, αντίθετα με όσους πιστεύουν ότι χιούμορ και αστυνομικές ιστορίες δεν πάνε μαζί, μας παρουσιάζει άλλη μια αστυνομική ιστορία γεμάτη χιούμορ με τον γνωστό στους αναγνώστες της ιδιωτικό ντετέκτιβ, Στάθη Παντελιά. Έναν ντετέκτιβ έξω από τα στερεότυπα, που αντί να καπνίζει και να πίνει μέχρι τελικής πτώσεως, προτιμάει να μασάει μαστίχα Χίου και να πίνει καλλιτεχνικές πορτοκαλάδες. Αδυναμία του η αγαπημένη του, Τζέσυ, το μωρό, τραγουδίστρια αμφιβόλου ποιότητας, που του καταπονεί τα αυτιά.

Το στίγμα του χιούμορ δίνεται από την αρχή, όπου ο αγαπημένος καφετζής του Παντελιά παίζει τον ρόλο του ντετέκτιβ απουσία του Παντελιά, δημιουργώντας σύγχυση σε έναν από τους λίγους πελάτες που φτάνουν στην πόρτα του γραφείου του.

Η Κωνσταντίνα Μόσχου, για άλλη μια φορά, με το δικό της αναγνωρίσιμο στιλ στήνει μια αστυνομική ιστορία με καταιγιστική δράση, με πτώματα που εξαφανίζονται για να εμφανιστούν σε μέρη όπου δεν θα έπρεπε να είναι, με υπόκοσμο και λεφτά που αλλάζουν χέρια χωρίς παραστατικά. Το πλαίσιο της ιστορίας είναι ο κόσμος της τέχνης, οι εκτιμητές, οι πλαστοί πίνακες, οι εκθέσεις, οι εκβιασμοί, τα μοντέλα, τα ναρκωτικά, η ταχύτητα, τα δυστυχήματα, τα στοιχήματα. Ποιος μπορεί να τολμήσει να εκτιμήσει ότι ένας πίνακας για τον οποίος κάποιος πλούσιος έχει ξοδέψει μια περιουσία, μπορεί να είναι απλώς μια καλή απομίμηση; «Μπορείς να τα βάλεις με τους πλούσιους αυτού του κόσμου;» θα αναρωτηθεί μέσα από τον ήρωά της η συγγραφέας, που αξιοποιεί την αστυνομική λογοτεχνία για να καταδείξει κοινωνικά φαινόμενα της σύγχρονης πραγματικότητας και να διαπιστώσει ότι πολλές φορές η βρομιά βρίσκεται στον αφρό: «Από τα χαμηλά και τις ερημιές με τα πτώματα και τα άστεγα παιδιά, βρέθηκα ξαφνικά στον αφρό ενός πλούτου που βρομούσε χειρότερα».

Ο ζωγράφος, πελάτης του Παντελιά, θα προσπαθήσει να τον μυήσει στον κόσμο της τέχνης, αλλά ο ντετέκτιβ δεν φαίνεται και πολύ δεκτικός: «...εγώ ήμουν ένας απλός ντετέκτιβ, καμία επαφή με τις καλές τέχνες, πέρα από τα σκυλάδικα της Τζέσυς... Κάτι σαν να είχε πασαλείψει ένα μικρό παιδί το μπλοκ ζωγραφικής του με μπογιές». Ο Παντελιάς ξέρει όμως να κάνει τον πελάτη να νιώθει ασφάλεια: «Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Κούνησα το κεφάλι καρτερικά κι αυτός νόμισε ότι συμφωνούσα».

Η Μέρσι, την οποία αργεί να γνωρίσει ο αναγνώστης, κινείται άνετα μεταξύ του κόσμου των πλουσίων και του υποκόσμου, από όπου αναδύθηκε μετά τον γάμο της με τον πλούσιο Έλληνα ζωγράφο. Ένα από τα χόμπι της και οι παράνομοι αγώνες αυτοκινήτων. Αγώνες για τους οποίους όλοι φαίνεται να γνωρίζουν, αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα για να τους αποτρέψει και η Κωνσταντίνα Μόσχου ξέρει να ανεβάζει την αδρεναλίνη με τις περιγραφές της, όπως ανεβαίνει των θεατών και των συμμετεχόντων στους αγώνες. «Οι μονομάχοι ξεκίνησαν απότομα κι έγιναν δυο φωτάκια που χάθηκαν στο βάθος του δρόμου. Ο κόσμος παρακολουθούσε μαγεμένος. Δε φώναζαν όπως στον ιππόδρομο, κρατούσαν τις ανάσες τους, λες και δεν τους ένοιαζε ποιος θα τερμάτιζε πρώτος, αλλά η ίδια η ταχύτητα».

{jb_quote} Αντίθετα με όσους πιστεύουν ότι χιούμορ και αστυνομικές ιστορίες δεν πάνε μαζί, μας παρουσιάζει άλλη μια αστυνομική ιστορία γεμάτη χιούμορ. {/jb_quote}

Αντιμέτωπος με την ταχύτητα βρίσκεται και ο Παντελιάς, όχι όμως επειδή παίρνει μέρος σε αγώνες, απλώς ο αγαπημένος φίλος του ο Πελοπίδας, ο ιατροδικαστής, έχει ένα ακριβό αυτοκίνητο και θεωρεί ότι πρέπει να αξιοποιεί τις δυνατότητές του: «Τα μάγουλά μου άρχισαν να τρεμουλιάζουν και να πηγαινοέρχονται από την ταχύτητα, αλλά δεν είπα κουβέντα, απλώς έσφιξα τα δόντια για να συγκρατήσω τα μάγουλα στη θέση τους». Με τρυφερότητα περιγράφονται στιγμές από την παιδική ηλικία του Παντελιά και των δύο τότε κολλητών του και ακόμα φίλων του, καθώς μια δική τους μυστική τοποθεσία, τα «Βραχάκια», έρχεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ καθένας από τους φίλους αναλαμβάνει τον ρόλο του.

Με τις ιδιαιτερότητές τους, οι χαρακτήρες της Κωνσταντίνας Μόσχου αναγνωρίζονται από παλιούς αναγνώστες, χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα ο τρόπος γραφής στο να τους γνωρίσουν νέοι. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων είναι ξεκάθαρη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μωσαϊκού από ενδιαφέροντες ανθρώπους.

Σταθερή πάντα και η αντιπαράθεση, αλλά και υπό όρους η συνεργασία του Παντελιά με την επίσημη αστυνομία, με τις αγκυλώσεις της αλλά και τις διευκολύνσεις που μπορεί να παρέχει. Έχοντας περάσει και ο Παντελιάς ως εργαζόμενος από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου εδρεύει η αστυνομία, γνωρίζει πώς να κινηθεί αλλά και τι να αποφύγει.

Και όσο η υπόθεση προχωράει, αποκαλύπτονται περισσότερα ψέματα παρά αλήθειες και είναι δύσκολο να καταλάβει ποιον μπορεί να πιστέψει και ποιον όχι. «Ποιος κοροϊδεύει ποιον; Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτά που τους έχουν πει αυτοί που έχουν εμπιστευτεί;» Ασφάλεια δεν φαίνεται να υπάρχει για κανέναν και η αγωνία εκτοξεύεται μέχρι τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, καθώς οι ημέρες περνάνε, φέρνοντας πιο κοντά ένα τέλος που δεν είναι το επιθυμητό.

Ο Παντελιάς φυλάει μια έκπληξη στο τέλος του βιβλίου για τους θαυμαστές του, καθώς η αλλαγή και η εξέλιξη υπάρχει τόσο στους ήρωες των συγγραφέων, όσο και στους ίδιους τους συγγραφείς. Και φυσικά κάνει πάντα με χιούμορ την αυτοκριτική του. «Πώς δηλαδή εσύ, ένας φτωχός και μόνος ντετέκτιβ, νομίζεις πως τα ξέρεις όλα και μπορείς να κατορθώσεις τα πάντα;»

Στην ιστορία υπάρχουν έντονες αντιθέσεις και, παρά το ανάλαφρο γράψιμο, το θέμα δεν είναι καθόλου ανάλαφρο, καθώς τα πτώματα αυξάνονται και ο διάβολος με ανθρώπινη μορφή καραδοκεί. Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο που θα απογοήτευε για την ανθρώπινη φύση, η συγγραφέας όμως πάντα αφήνει την αισιοδοξία να υπερισχύσει. «Το αγόρι δεν είχε τίποτε, παρά μόνο τη ζωή του. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι πιο αισιόδοξο». Ο Παντελιάς από τη δική του θέση θα κοιτάξει προς τα πάνω και θα σκεφτεί: «Το ταβάνι από πάνω μου έπαψε να είναι ένα κουραστικό λευκό χρώμα. Σε μια ακρούλα του μια ρωγμή άρχισε ν’ ανοίγει, ν’ ανοίγει, ν’ ανοίγει και να γεμίζει ουρανό. Σαν τις ρωγμές του Μπόνταλη, σαν τα λάθη μας, που είναι μικρές ευχάριστες αστοχίες, κατά τον Μπομπ Ρος. Ήμουν ζωντανός κάτω από έναν γαλανό ουρανό».

Μέρσι
Κωνσταντίνα Μόσχου
Εκδόσεις Bell
312 σελ.
ISBN 978-960-620-993-2
Τιμή €15,50

Keywords
Τυχαία Θέματα