Λι Μπάι: «Ποιήματα»

20:17 6/6/2023 - Πηγή: Diastixo

«Η πιστότητα της μεταγλώττισης ισούται με το σχεδόν αδύνατο εις τον κύβο», γράφει ο Γιώργος Βέης στο Επίμετρο, το οποίο συνοδεύει τη μετάφραση που έφερε εις πέρας μετατρέποντας σε δυνατό «αδύνατο εις τον κύβο»αυτό το «σχεδόν αδύνατο». Και τούτο διότι ένα ιδεόγραμμα συχνά είναι μια σκηνή που απαιτεί για να μεταφραστεί μια ολόκληρη περιγραφή και περίφραση. Ο Βέης έλυσε τον κόμπο, μεταφράζοντας από τα αγγλικά.

Ο Λι Μπάι ή Λι Πο ή Τάι Λι Πο, όπως είναι γνωστός στην πατρίδα του, ή Ριχάκου,

όπως επέμενε να τον αποκαλεί ο Έζρα Πάουντ, έζησε πριν από 1.300 χρόνια. Γεννήθηκε το 701 στο Τσαγκ Μινγκ του Σιτσουάν της Κίνας και πέθανε το 762 μ.Χ. Υπήρξε κρατικός λειτουργός και θυμίζω πως η δεξιοτεχνία στην ποίηση θεωρούνταν απαραίτητο προσόν στην αυτοκρατορική Κίνα, εκτός των άλλων και προφανών ικανοτήτων του. Συχνά οι αυτοκράτορες υπήρξαν οι ίδιοι ποιητές και προσκαλούσαν τους άμεσους συνεργάτες τους σε «φιλολογικές βραδιές», στις οποίες «οι Κινέζοι αξιωματούχοι, που ήταν όλοι άνθρωποι των γραμμάτων, για να πάρουν δημόσια θέση, μεταξύ άλλων, έπρεπε να συνθέσουν και ένα ποίημα πάνω σε δοσμένο θέμα» (δες και στο Άκης Γαβριηλίδης, Ο Ασιάτης Σεφέρης, Εκδόσεις Ασίνη 2021, σελ. 19-21). Επομένως, απολύτως φυσικό φαίνεται την ώρα της μεγάλης κρίσης στα 1901, η αυτοκράτειρα Τσισί, θυμίζω την ταινία 55 μέρες στο Πεκίνο, που ανησυχούσε γιατί το αηδόνι σιώπησε κι άκουγε μόνο τη φωνή των κοράκων. Έβγαζε δηλαδή συμπεράσματα, σαν ποιήτρια και μάντης ή ερμηνεύτρια των ήχων ενός πουλιού στο κλουβί του, για τα τρέχοντα εθνικά θέματα και αυτό δεν είναι αστείο.

Στην Ελλάδα δεν είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο, ωστόσο ο Γιώργος Βέης (όπως και άλλοι συνάδελφοί του) είναι και επίτιμος πρέσβης, καλός ποιητής και μεταφραστής. Και όπως ο Λι Μπάι, όταν έχασε το αξίωμά του, τριγύρισε τον κόσμο σαν νομάς, μοναχός των λιμνών και των δασών, και έγραφε ποιήματα, έτσι και ο Βέης γνώρισε την Κίνα και τον Λι Μπάι. Η συγκεκριμένη μετάφραση έχει μια μικρή ιστορία. Ο Βέης μετέφρασε δεκατέσσερα ποιήματα για το περιοδικό Χάρτης και μετά άλλα πενήντα, σύνολο εξήντα τέσσερα· αυτά που έχουμε στα χέρια μας με την παρούσα κομψή και λεπταίσθητη έκδοση της Σμίλης.

Αν και 1.300 χρόνων, ο Λι Μπάι μοιάζει σαν σημερινός, αλλά και αρχαίος, αφού τα θέματα της λυρικής ποίησης δεν άλλαξαν ποτέ· πάντα η φύση θα είναι εκεί, πάντα ο άνθρωπος θα ταξιδεύει, πάντα θα νοσταλγεί τη γη του, πάντα το φεγγάρι θα τον μαγεύει, πάντα θα πίνει για να ξεχάσει και πάντα θα θυμάται πίνοντας. Μέθυσε καθ’ υπερβολήν,λέει οΒέης, γνώριζε την παράδοση, ανέδειξε την αξία του ελάχιστου, ο ίδιος υπήρξε σημαινόμενο, ήταν αστείρευτος, αυτοελεγχόμενος, ανεπιτήδευτος και καθηλωτικός.

Τα ποιήματα του Λι Μπάι –περίπου χίλια– είναι μικρά κομψοτεχνήματα, τρυφερά σαν τον μίσχο του κυκλάμινου στου βράχου τη σχισμάδα, θα έλεγε ο Ρίτσος από τη δική μας εποχή, όπου ο βράχος ισούται με τη δυσκολία, την πίκρα, το αδύνατο, ενώ το κυκλάμινο υποδηλώνει το όμορφο, το ευάλωτο, το φευγαλέο, το ανυπεράσπιστο, αλλά και το ανθεκτικό. Με άλλα λόγια, ένα ήταν πάντα το θέμα της ποίησης· το ταξίδι με ό,τι αυτό συνεπάγεται και πανομοιότυπα επαναλαμβάνεται με εικόνες από τη φύση και την απλή καθημερινή ζωή.

Συγκεκριμένα, η θεματική του Λι Μπάι εξελίσσεται σε μοτίβα που έτσι κι αλλιώς υπήρξανε μοτίβα της αείποτε ποίησης, γι’ αυτό και όλα σχεδόν επανέρχονται, ώστε να λέμε πως κάποιος μη ποιητής είναι ποιητής επειδή βλέπει ποιητικά το φεγγάρι ή τη βροχή, νιώθει νοσταλγία για την πατρίδα του, πίνει κρασί για να ξεχάσει τον πόνο της μοναξιάς του. Αυτά λοιπόν τα επανερχόμενα και παντοτινά θέματα ταξιδεύουν στον χρόνο σαν τους αστέρες, πλανήτες και πλάνητες, κι επανεμφανίζονται στους ποιητές, όπως και στον μακρινό και τρυφερό συνάμα Λι Μπάι.

Σημαδιακό θα αποκαλέσουμε το πρώτο ποίημα της συλλογής, ένα απλό τετράστιχο, στο οποίο όμως έρχεται να μας θυμίσει πως ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, σημαντικό ή πολύ σημαντικό, περνάει και φεύγει και ίχνη δεν αφήνει…

{jb_quote}Πάντα η φύση θα είναι εκεί, πάντα ο άνθρωπος θα ταξιδεύει, πάντα θα νοσταλγεί τη γη του, πάντα το φεγγάρι θα τον μαγεύει, πάντα θα πίνει για να ξεχάσει και πάντα θα θυμάται πίνοντας.{/jb_quote}

Ταξιδεύει στη θάλασσα, καβαλάρης του ανέμου
πέρα, σε τόπους μακρινούς φέρνει το καράβι του
και δεν αφήνει πίσω μήτε το σημάδι
που αφήνει το πουλί μέσα στο σύννεφο
(σελ. 9)

Όλοι εμείς, του χθες και του σήμερα, είμαστε
σαν το νερό που τρέχει
(σελ. 31)

Το μοτίβο του φεγγαριού έρχεται για να μας θυμίσει τη Σαπφώ, που ξενυχτάει μόνη της περιμένοντας τον έρωτα εξ οράνω ή την Αρετούσα σαν παράθυρο άδειο… όπως η όμορφη κόρη μαργαριτάρι είναι/ καθώς ανοίγει το παραθύρι όστρακο (σελ. 10). Η απουσία, η αναμονή, η νοσταλγία, η πίκρα, το ποτάμι, το φεγγάρι,

Ο ποταμός Τσου διασχίζει την Πύλη τ’ ουρανού
Το πράσινο νερό φτάνει ως εδώ
(σελ. 15)

Τι φεγγάρι! Το πλένουν πράσινα νερά
(σελ. 38)

Και το κρασί… «μέθυσε καθ’ υπερβολήν», το ξαναείπαμε, γιατί; Γιατί μόνο έτσι μπορούσε να πνίξει την άλλη υπερβολή, τον πόνο του, ντουκχά είναι η λέξη που μόνο το κρασί γιατρεύει, παυσίλυπο προσωρινό και αντίδοτο…

Γι’ αυτό κι όλη μέρα είμαι τύφλα στο μεθύσι
(σελ. 22)

Και είναι κι άλλα πολλά, όπως το μοτίβο του αργαλειού, τα κοράκια, η άδεια κάμαρη, η μοναξιά, πάλι και πάλι, τα δάκρυα και η βροχή. Στο «Φεγγαρόφωτο, τα πίνω μόνος» με Μια κούπα κρασί, κάτω από τ’ ανθισμένα δέντρα (σελ. 14). Το κρασί για την παρηγοριά, τα ανθισμένα δέντρα σαν τον «Πειρασμό» του Σολωμού και η αθέατη μοναξιά με την απελπισία παρούσα: Υψώνω την κούπα μου, ζητώντας από το φεγγάρι/ να γίνουμε τρεις μαζί με τη σκιά μου, έτσι, πίνοντας μόνος και χορεύοντας κάτω από το φεγγάρι με τη σκιά του, τριπλασιάζει τη μοναξιά του, ενώ αλλού είναι μόνος με παρέα: Θα μπορέσει να μας μεθύσει απόψε όλους μας […]/ για να ξεχάσουμε έτσι/ ότι έχουμε μισέψει; (σελ. 56).

Αυταπατώμενος προσβλέπει στο «Θολό Ποτάμι, τον Γαλαξία», στο αχανές Άγνωστο και πάλι στον καταρράκτη: Κι ο καταρράκτης ποτάμι που κρέμεται από ψηλά/ τρεις χιλιάδες πόδια είναι αυτά/ σαν να ’ναι ο γαλαξίας που χύνεται από τ’ ουρανού τα βάθη… (σελ. 49). Την εικαστική απόδοση του ποιήματος ως καταρράκτη ιδεογραμμάτων θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας τη δίνει η σελίδα 5 του βιβλίου με την εικόνα του ποιητή και του χειρογράφου του. «Και είμαι μόνος» (στον τίτλο, σελ. 53), λουλούδι χωρίς ρίζα θα είμαι χωρίς πατρίδα, δηλαδή, χωρίς φίλους, χωρίς διάρκεια (σελ. 54).

Εν ολίγοις, ο Λι Μπάι καταφέρνει να περνάει «το αναπόφευκτο τραύμα στην ποθητή έκσταση» γράφει ο Βέης, ήτοι να καθιστά το πραγματικό διανοητικό. Στις ΗΠΑ ο Έζρα Πάουντ και ο Τζέιμς Ράιτ μαθήτευσαν στην ποίησή του. Ο Γούσταβ Μάλερ χρησιμοποίησε τέσσερα ποιήματα στη συμφωνία Το τραγούδι της Γης. Στην Ελλάδα είχε ασχοληθεί με τη μετάφρασή του η Αμαλία Τσακνιά κι ο Βέης αποφάσισε να ασχοληθεί έπειτα από συζήτηση με τον Κινέζο ομόλογό του κ. Λιου Τζιαντσάο, πρέσβη της Κίνα στην Τζακάρτα. Πριν από τον Βέη, ο Γιώργος Σεφέρης, πρέσβης και ποιητής επίσης, είχε, μαζί με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, διαβάσει αυτές «τις φυλλάδες»…

Με λένε Λι Μπάι
Κι είμαι έτοιμος με το καράβι μου μακριά να φύγω
(σελ. 52)

Νομίζω πως ο Γιώργος Βέης και με τις δύο ιδιότητές του, του πλάνητα και του ποιητή, ένιωσε καλά τον Κινέζο ομόλογό του, μετέφερε σωστά σε μας την ευαισθησία της καρδιάς του και μας έκανε κοινωνούς στην ντουκχά του.

Ποιήματα
Λι Μπάι
Απόδοση – Επίμετρο: Γιώργος Βέης
Σμίλη
σ. 72
ISBN: 978-618-211-040-9
Τιμή: 12,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα