«Λίγοι μένουν ξύπνιοι» της Μάργκαρετ Άτγουντ

μετάφραση: Έλσα Κορνέτη

Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΡΝΙΘΑΣ

Αυτή είναι η χρονιά της ταξινόμησης,
του ξεκαθαρίσματος, των επιστροφών,
μετά το κοσκίνισμα μέσα από τις στοίβες,
από τους σωρούς, τις μάζες, τους λόφους, τα κατακάθια

ή, λιγότερο ποιητικά, μέσα από τα ράφια, τα μπαούλα,
τις ντουλάπες, τα κουτιά, τις γωνιές,
το κελάρι, τις κόχες, τα ντουλάπια –

Μέσα από το σκουπιδαριό με άλλα λόγια,
το πεταμένο ή το φυλαγμένο
εδώ ή αλλού έχουν αποθηκευτεί,
εκεί όπου παρασύρθηκαν ή πετάχτηκαν
με τον τρόπο μου από αθέατα κύματα.

Για παράδειγμα:

δύο παχιές σειρές
από άδεια γυάλινα βάζα που κάποτε είχαν μαρμελάδα
που φτιάχναμε εκείνα τα εξατμισμένα
καλοκαίρια· ένας λιτός αριθμός
από πλαστικές σακούλες· μια σπασμένη καφέ ομπρέλα
πολύτιμη σαν καινούργια

ένα κουτί σοκολάτας με ίχνη από κηρομπογιές στις άκρες
αποθηκευμένο για παιδιά φαντάσματα·
παπούτσια με ρυπαρά σημάδια
από δάχτυλα που κάποτε ήταν δικά μου.
Φωτογραφίες αγοριών των οποίων τα ονόματα έχουν χαθεί
(ποζάροντας τόσο ξένοιαστα μπροστά σε ξεβαμμένα
αυτοκίνητα), πολλά από αυτά
σήμερα νεκρά, άλλα γερασμένα –
όλα σημαδεμένα, ξεθωριασμένα κι ανακατωμένα
όλα μαζί σαν – αυτό – το μπολ
με ανάμεικτα βότσαλα μαζεμένα
χρονιά με τη χρονιά σε παραλίες
τώρα διαβρωμένα και παραπεταμένα, όμως τότε διαλεγμένα,
για την ομορφιά τους, ξεχωρισμένα και φυλαγμένα,
σαν κρύσταλλοι του χρόνου
που ορθώνονται από τις κάποτε ανεξίτηλες μέρες.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

ΦΙΛΟΤΙΜΟ

Πώς έγινα τόσο φιλότιμη; Ήμουν πάντοτε έτσι;
Τριγυρνούσα παιδί με μια μικρή σκούπα κι ένα ξεσκονόπανο,
καθαρίζοντας όλη την ξένη βρομιά
ή έξω στην αυλή με μια παλιοτσουγκράνα,
ξεβοτανίζοντας τους κήπους των άλλων
–μ’ ένα φύσημα η βρομιά επανήλθε, τα ζιζάνια ξεφύτρωσαν,
παρά τις προσπάθειές μου–
και όλο αυτό το διάστημα μ’ έναν μορφασμό αποδοκιμασίας
για την ανευθυνότητα των άλλων και τη δική μου σκλαβιά.
Δεν εκτελούσα τα καθήκοντα με τη μεγαλύτερη προθυμία.
Ήθελα να βρίσκομαι στο ποτάμι, ή να χορεύω,
αλλά κάτι με κρατούσε απ’ τον σβέρκο.
Αυτό έγινα, έπειτα από χρόνια, ένα ναυάγιο με κόκκινα μάτια
διότι ό,τι έπρεπε να τελειώσει δεν τελείωνε και καθόμουν ως αργά,
βλοσυρή σαν φίδι, με άφθονο καφέ,
πλήθος από μουρμουρητά και επιπλήξεις και η προτροπή:
Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι!
κι ήταν το χέρι μου που εκτινάχτηκε.

Μα τώρα παραιτήθηκα. Χαντάκωσα την ηχώ μου.
Αποφάσισα να φορέσω γυαλιά ηλίου, κι ένα κολιέ
με χαραγμένη τη χρυσή λέξη ΟΧΙ
και να τρώω άνθη που δεν μεγάλωσα.
Παρ’ όλα αυτά, γιατί αισθάνομαι τόσο υπεύθυνη
για τον θρήνο διαλυμένων σπιτιών,
για γενετικές ανωμαλίες και άδικους πολέμους,
και την απαλή, αβάσταχτη θλίψη
απόσταγμα από μακρινά αστέρια;

Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ

Ο τραγουδιστής της κουκουβάγιας περιπλανιόταν μέσα στο σκοτάδι.
Για μια ακόμη φορά δεν είχε κερδίσει ένα βραβείο.
Ήταν κάπως έτσι και στο σχολείο.
Προτιμούσε τις θαμπές γωνιές, να καμουφλάρει τον εαυτό του
με τα μαλλιά και τ’ αυτιά των άλλων,
και να σκέφτεται τα μακρά φωνήεντα, και την πείνα,
και την πίκρα του βαθιού χιονιού.
Αυτή η διάθεση δεν έλκει καμία λάμψη.

Τι συμβαίνει με μένα; ρωτούσε τις σκιές.
Αυτή τη φορά ήταν οι σκιές των δέντρων.
Γιατί έχασα τη γραμμή της ζωής μου;
Εμπιστεύτηκα τις σιωπές σου.
Επέτρεψα την απονιά
και την κυριαρχία των φτερών.
Κατάπια ποντίκια.
Τώρα που είμαι στο τέλος, άδειος
από λέξεις, με κομμένη ανάσα,
δεν με βοήθησες.

Περίμενε, είπε η κουκουβάγια αθόρυβα.
Μεταξύ μας δεν υπάρχουν επιβραβεύσεις.
Τραγούδησες από ανάγκη,
όπως κι εγώ. Τραγούδησες για μένα
και το δασύλλιό μου, το φεγγάρι μου, τη λίμνη μου.
Το τραγούδι μας είναι ένα τραγούδι νυχτερινό.
Λίγοι μένουν ξύπνιοι.

Η Καναδή συγγραφέας Μάργκαρετ Άτγουντ (Margaret Eleanor «Peggy» Atwood) γεννήθηκε στην Οτάβα του Καναδά το 1939. Είναι συγγραφέας, ποιήτρια, κριτικός λογοτεχνίας και μια εκ των πρωτοπόρων των Καναδών γυναικών συγγραφέων. Έχει γράψει περισσότερα από 40 μυθιστορήματα, ποιητικά βιβλία, παιδικά και δοκίμια. Έχει τιμηθεί με αμέτρητα βραβεία στον Καναδά και στο εξωτερικό. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες και συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες πεζογράφους και κριτικούς του Καναδά. Αν και είναι ευρέως γνωστή για τα μυθιστορήματά της, η Άτγουντ εκδίδει συνεχώς ποίηση. Η ποίησή της στοχεύει στο να φέρει στο φως τον άνθρωπο, χωρίς λάμψη, με ατέλειες και αδυναμίες. Τα ποιήματά της με τη λιτή τους περιβολή, με ισχυρές δόσεις υποδόριου ή έκδηλου χιούμορ και με τρόπο ευθύβολο, έχουν το χάρισμα να στοχάζονται πάνω στον εαυτό τους, ενώ παράλληλα διακατέχονται από ακονισμένο αυτοσαρκασμό. Στόχος της ποιήτριας είναι να μην εκδηλώνει σε μεγάλο βαθμό «συμπτώματα» εικόνας, αλλά ποίησης. Το ύφος έχει στοιχεία φαντασιακού, ο λόγος είναι ανοικτός και άμεσος, κάποτε τραχύς, καθημερινός κι επιμελώς αδέξιος, και κατορθώνει να τονίσει δραστικά την αδεξιότητα και την αμηχανία της τρωτότητας, αφήνοντας την εσωτερική ζωή του ποιήματος υπόθεση του αναγνώστη.

Keywords
Τυχαία Θέματα