«Μαύρα μάτια» του Πέτρου Γκάτζια

20:17 6/6/2023 - Πηγή: Diastixo

«Τα μάτια σου» της είπα.

«Τι συμβαίνει με τα μάτια μου;» απάντησε εκείνη.

«Είναι κατάμαυρα» της απάντησα.

«Έτσι γεννήθηκα...» μου αντιγύρισε.

«Δεν μπορώ να μην τα κοιτάζω» σχολίασα.

Μόνο γι’ αυτά τα μάτια, με το τόσο έντονο βλέμα, δεν μπορούσα να αφήσω αυτή την κοπέλα να φύγει. Δεν με ενδιέφερε πώς είναι το πρόσωπό της, το κορμί της, η προσωπικότητά της, τι κάνει στη ζωή της. Πόσων χρονών είναι. Μόνο τα μάτια της.

Κοντεύω τα σαράντα, αλλά ποτέ μου δεν πλησίασα αυθόρμητα μια γυναίκα – έστω για να της κάνω ένα κομπλιμέντο. Μόνο που εκείνη προφανώς είναι

συνηθισμένη σε μια τέτοια αντίδραση. Αυτό το μαύρο βλέμμα είναι σαγηνευτικό. Καθηλωτικό.

Σε αντίθεση με εμένα που είχα γοητευτεί, η Μάρα –έτσι τη λένε– δεν είχε κάτι το αξιοσημείωτο να προσέξει πάνω μου. Παρ’ όλα αυτά, έδειχνε να τη διασκέδαζα, αλλά τι ελπίδες θα μπορούσε να έχει ένας διασκεδαστής;

«Γιατί σου αρέσουν τα μαύρα μου μάτια;» ρώτησε ξαφνικά με ύφος που έλεγε ότι, αν δεν έπαιρνε την κατάλληλη απάντηση, είναι σίγουρο πως θα εξαφανιζόταν. Ήδη, είχε υπερβεί εαυτόν και μου μιλούσε...

Είναι αλήθεια πως φοβήθηκα. Δεν μου είχε ξανατύχει. Ξαφνικά ένιωσα λες και έπαιρνα μέρος σε κάποιο διαγωνισμό, όπου ή θα κέρδιζα το μεγάλο έπαθλο ή θα τα έχανα όλα. Τα μάτια της όμως ήταν το κάτι άλλο. Με τραβούσαν, δεν ήθελα να τα χάσω.

Δεν απάντησα. Έμεινα να την κοιτάζω και εκείνη έφυγε χωρίς να πει λέξη.

Τρία βράδια αργότερα, όμως, τα είδα πάλι αυτά τα μαύρα μάτια μπροστά μου, στη δεξίωση του Βρετανού πρέσβη. Καθόταν μόνη της στο αίθριο, στο ημίφως, ντυμένη εντυπωσιακά και βαμμένη υπέροχα, αλλά θλιμμένη. Φορούσε μαύρη τουαλέτα και τα μαύρα της μαλλιά λαμπύριζαν, παραδόξως, στο σκοτάδι, όμως εμένα με τράβηξαν και πάλι τα μάτια της. Μαύρα, αλλά χαμένα στο τίποτα.

Ήμουν έτοιμος να την πλησιάσω, όταν είδα ότι δίπλα της στεκόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας που τη χάιδευε τρυφερά στην πλάτη. Τα μαύρα μάτια της τον κοίταξαν με κάτι που μου φάνηκε σαν απόγνωση και μετά συνέχισαν να χάνονται στο τίποτα.

Αυτή η γυναίκα δεν είναι ευτυχισμένη, σκέφτηκα και άρχισα να βγάζω σενάρια για το τι συμβαίνει. Όλα σταμάτησαν όμως τη στιγμή που σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε, με εκείνο το βαθύ μαύρο βλέμμα της κατευθείαν μέσα στην ψυχή μου.

Πολλά έχουν ειπωθεί για τα μαύρα μάτια στο παρελθόν, πολλές δοξασίες, όμως εγώ θυμάμαι ακόμη την ομώνυμη ταινία του Μιχάλκοφ, με τον υπέροχο Μαστρογιάνι και τη μαυρομάτα μούσα του, την οποία προσπάθησε να επαναδιεκδικήσει.

Ξαφνικά ένιωσα ένας υπερήρωας που θα προσπαθούσε να τη σώσει από τα δεσμά της, χωρίς όμως να σκεφτώ ότι εκείνη δεν μου είχε δώσει το δικαίωμα. Περίμενα να απομακρυνθεί ο ηλικιωμένος και πήγα να σταθώ μπροστά της επαναλαμβάνοντας, για να με καταλάβει, τα λόγια της πρώτης μας γνωριμίας:

«Τα μάτια σου» της είπα.

Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε κι έπειτα, λες και έπαιρνε μέρος σε μια συνωμοσία με συνθηματικά, είπε:

«Τι συμβαίνει με τα μάτια μου;»

«Είναι κατάμαυρα» της απάντησα.

«Έτσι γεννήθηκα...» μου αντιγύρισε.

«Δεν μπορώ να μην τα κοιτάζω» σχολίασα.

Και πράγματι δεν μπορούσα να μην τα κοιτάζω. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο.

«Πάμε να φύγουμε από δω» μου είπε ξαφνικά, αρπάζοντάς με απο το χέρι.

«...Το ωραιότερο πράγμα που μπορούσε να μου προσφέρει η ζωή ήταν ένα ψέμα... Σχεδίαζα όμως να γίνω ένας μεγάλος ψεύτης... Ο καλύτερος τρόπος για να αφηγηθείς ένα γεγονός είναι να το επινοήσεις...» Όση ώρα εκείνη περπατούσε δίπλα μου, εγώ αμίλητος σκεφτόμουν τα λόγια του Αλεξάκη και το πόσο δίκιο είχε. Θυμάμαι ακόμη τη βαριά, αργόσυρτη φωνή του στο τηλέφωνο, όταν έτυχε να μιλήσουμε κάποτε και μετά ανέτρεξα στον Μικρό Έλληνα. Εκτοτε, τα λόγια αυτά με στοίχειωσαν και έδωσαν μια άλλη διάσταση στην επινόηση της πραγματικότητάς μου.

Η παρουσία της μου προκαλούσε αμηχανία. Στην παρόρμηση της στιγμής δεν υπολόγισα ποτέ το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει. Ξαφνικά την είχα δίπλα μου, μπορούσα να της μιλήσω, να την αγγίξω, όμως δίσταζα. Εκείνη περπατούσε βυθισμένη σε σκέψεις που δεν μπορούσα να μαντέψω. Άπλωσα το χέρι μου και έσφιξα το δικό της μέσα στην παλάμη μου. Μοιάζαμε με ζευγαράκι που βγήκε τη βόλτα του. Τα δάχτυλά της παγωμένα, λες και δεν είχαν ζωή μέσα τους. Αλύγιστα.

«Αυτός που είδες, είναι ο άντρας μου...» είπε ξαφνικά.

Έπαθα σοκ. Τώρα που την έβλεπα πιο προσεκτικά, δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από είκοσι πέντε με τριάντα ετών και ο άντρας είχε ξεπεράσει προ πολλού τα εβδομήντα.

«Αυτά τα μαύρα μάτια είναι η κατάρα μου. Αυτά είδε και γοητεύτηκε, πριν από δέκα χρόνια. Σχεδόν με αγόρασε από τους δικούς μου – πρόσφυγες από τη Ρωσία. Εγώ γεννήθηκα εδώ...»

Όση ώρα μιλούσε, την παρατηρούσα. Ασφαλώς και είναι Ρωσίδα, είπα μέσα μου.

«Είναι καλός, αλλά δεν αντέχω άλλο... Εσύ είσαι ο πρώτος που μου μίλησε αυθόρμητα για τα μάτια μου. Είδα στο βλέμμα σου το πόσο χαμένα τα είχες. Όλοι οι άλλοι το βλέπουν σαν κάτι πικάντικο, που θα τους ερεθίσει περισσότερο στο κρεβάτι».

Ξεροκατάπια. Γιατί είναι αλήθεια πως από την πρώτη στιγμή που την είδα, μου έγινε έμμονη ιδέα και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το σεξ. Άρα δεν διαφέρω από τους άλλους, όπως εκείνη νομίζει. Χαμογέλασα.

Όση ώρα μού μιλούσε, προσπαθούσα να θυμηθώ πού είχα ξαναδεί τον άντρα της. Πρόκειται για χαρακτηριστική φιγούρα. Φοράει συνήθως ένα σκούρο ριγέ κοστούμι –όπως στη δεξίωση–, χειροποίητα σκαρπίνια και ένα ψάθινο πλατύγυρο καπέλο, που θυμίζει Κουβανό αστό. Κρατάει πάντα ανάμεσα στα δάχτυλά του μια πίπα με το τσιγάρο να αχνοκαίει ακόμη. Κάποτε θα είχε μια γοητεία. Τώρα δεν είναι παρά μια παλιομοδίτικη αντανάκλαση.

Αυτόν τον άνθρωπο λοιπόν τον είχα ξανασυναντήσει. Είχαμε μιλήσει στο παρελθόν. Τυχαία. Ήθελε να μου πει την άποψή του για τον έρωτα. Μου είχε μιλήσει για τη γυναίκα του. Το πόσο περήφανος ήταν που την έχει, ακόμη και αν δεν μπορεί να την αγγίξει πια. Είχε και έχει τη λογική του Μοράβια: Αν έχεις εσύ, δικό σου, το «βάζο» με το μέλι, τότε δεν σε νοιάζει αν τρώνε και άλλοι.

«Είχα τις περιπέτειές μου» μου είπε ξαφνικά, λες και ήθελε να απενοχοποιήσει ένα βρόμικο παρελθόν. «Πήγα με πολλούς άντρες, παρότι είμαι παντρεμένη. Με προέτρεπε συχνά ο ίδιος. Ήθελε να μαθαίνει μετά τα πάντα! Με χάιδευε παντού και έτσι ικανοποιούνταν. Ήθελε όμως να ξέρει τους εραστές μου. Να ελέγχει το σύστημα. Ένα πειθήνιο όργανο στις ορέξεις του. Αυτό ήμουν. Όταν σε είδα πρώτη φορά, κατάλαβα ότι θα μπορούσες να με πάρεις απ’ όλο αυτό. Και όταν σε ξαναείδα, τυχαία, στην πρεσβεία, σιγουρεύτηκα. Είσαι το πεπρωμένο μου!»

«Και πώς να αποφύγεις το πεπρωμένο σου…» ψιθύρισα, χωρίς εκείνη να με ακούσει, παρά το γεγονός πως με κοιτούσε όλη την ώρα.

Έσκυψα ξαφνικά και τη φίλησα. Δεν ήταν ακριβώς φιλί, περισσότερο άγγιξα απαλά τα χείλη της. Δεν ξαφνιάστηκε. Μπορεί και να το περίμενε και, για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα γιατί το έκανα. Η επαφή με τα χείλη της με άφησε αδιάφορο. Κατάλαβα αυτό που είχα καταλάβει και από την αρχή. Όταν την πρωτοείδα να περπατά στον δρόμο: τα μάτια της ήταν εκείνα που ήθελα. Τα μάτια της ποθούσα, σαν μια μάγισσα με σαγήνευε και με τραβούσε στα άδυτα της ψυχής της, όμως εγώ δεν ήθελα ποτέ να περάσω τις «πύλες», αλλά να παραμείνω απέναντί τους και να τις κοιτάζω.

«Το είπα εγώ ότι είσαι το πεπρωμένο μου» αναστέναξε γλυκά και χώθηκε στην αγκαλιά μου.

Λίγο πριν απ’ αυτά τα τελευταία λόγια, είχαμε καθίσει σε ένα παγκάκι, στο διπλανό πάρκο. Εξακολουθούσε να είναι χωμένη στην αγκαλιά μου, με τέτοιο τρόπο μάλιστα που δεν μπορούσα να χαζεύω τα μαύρα μάτια της. Απο μακριά μοιάζαμε ερωτευμένοι, αν κάποιος όμως πλησίαζε θα έβλεπε την παγωμένη έκφραση στο πρόσωπό μου.

Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα όταν σήκωσα το βλέμμα μου ήταν το τσιγάρο, μέσα στην παλιομοδίτικη πίπα που αχνόκαιε ακόμη και το μανίκι από το σακάκι του. Εκείνο το σκούρο ριγέ κοστούμι. Και μετά τα χειροποίητα σκαρπίνια και το ψάθινο πλατύγυρο καπέλο, που θυμίζει Κουβανό αστό. Φαίνεται πως στεκόταν πολλή ώρα απέναντί μας και μας παρατηρούσε, χωρίς να μιλάει. Μας άκουγε.

Άπλωσε το άλλο του χέρι και η Μάρα, πειθήνια, σηκώθηκε από δίπλα μου και πήγε κοντά του. Εκείνος δεν μίλησε. Την αγκάλιασε. Την κοίταξε για λίγο μέσα στα μαύρα μάτια της και μετά την τράβηξε απαλά για να φύγουν.

Θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει κάποτε: «Αν έχεις το βάζο με το μέλι, τι σε νοιάζει αν τρώνε και άλλοι...»

Δεν με ενόχλησε που τελικά μου έλεγε ψέματα ότι ήμουν το πεπρωμένο της. Λυπόμουν που έχανα τα μαύρα της μάτια. Αυθόρμητα, φώναξα:

«Τα μάτια σου».

«Τι συμβαίνει με τα μάτια μου;» απάντησε εκείνη, χωρίς να γυρίσει.

«Είναι κατάμαυρα» της απάντησα.

«Έτσι γεννήθηκα...» μου αντιγύρισε.

«Δεν μπορώ να μην τα κοιτάζω» σχολίασα.

Μόνο τότε γύρισε και μου χάρισε το βλέμμα της. Μέσα στη νύχτα, τα μάτια της μου φάνηκαν ακόμη πιο μαύρα και θλιβερά...

Keywords
Τυχαία Θέματα